Η Ελλάδα στον νέο διεθνή καταμερισμό της εργασίας

Η Ελλάδα στον νέο διεθνή καταμερισμό της εργασίας

3' 37" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Εδώ και πάνω από μια εικοσαετία ένας «νέος διεθνής καταμερισμός της εργασίας» (new international division of labor) έχει εμφανιστεί παγκοσμίως. Ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον σταδιακό αφανισμό μιας ολόκληρης σειράς επαγγελματικών κατηγοριών από τις ανεπτυγμένες χώρες και τη μετάβασή τους σε χώρες όπως η Ινδία, η Κίνα, το Βιετνάμ κ.ά. Η διαδικασία δεν είναι απλώς μια οικονομική διεργασία, αλλά έχει τεράστιες κοινωνικές επιπτώσεις. Η γενιά του ’60 στις ανεπτυγμένες χώρες βίωσε ένα βιοτικό επίπεδο το οποίο τις περισσότερες φορές δεν μπορεί να το μεταφέρει στις επόμενες γενιές. Παράλληλα, οι οικονομίες των Βραζιλίας, Ρωσίας, Ινδίας και Κίνας (γνωστές και ως BRIC) αμφισβητούν την πρωτοκαθεδρία των δυτικών οικονομιών.

Μια ολόκληρη προβληματική έχει αναπτυχτεί στις κοινωνικές επιστήμες για να ερμηνεύσει τις αλλαγές αυτές. Η Ελλάδα έχει επηρεαστεί σοβαρά από αυτόν τον μετασχηματισμό. Η σημαντικότερη επίπτωση στη νοτιοανατολική Ευρώπη αφορούσε το κλείσιμο πολλών εργοστασίων στην Ελλάδα και τη μετάβαση τους σε γειτονικές βαλκανικές χώρες, κάτι που έλαβε χώρα κυρίως τη δεκαετία του ’90. Αυτό άφησε την Ελλάδα σε μεγάλο βαθμό με μόνον δύο μεγάλες οικονομικές δραστηριότητες, τον τουρισμό και τη ναυτιλία.

Ο νέος διεθνής καταμερισμός της εργασίας σχετίζεται επίσης με τη δημιουργία οικονομικών ενώσεων μεταξύ χωρών, οι οποίες με αυτό τον τρόπο προσπάθησαν να αντισταθμίσουν την απώλεια θέσεων εργασίας που οφείλεται στη μεταφορά των επιχειρήσεων σε χώρες χαμηλότερου εργατικού κόστους. Η λογική αυτή συνηγόρησε υπέρ της δημιουργίας ενιαίων αγορών όπως η Ευρωπαϊκή Ενωση ή η αγορά του Βορειοαμερικανικού Σύμφωνου Ελεύθερου Εμπορίου (North American Free Trade Agreement, NAFTA), όπου η απώλεια των θέσεων εργασίας επρόκειτο να αντισταθμιστεί από τα οφέλη που θα δημιουργούσε η κατάργηση των δασμών. Σε επίπεδο θέσεων εργασίας, παρότι η δημιουργία τέτοιων ενιαίων αγορών έχει αποτέλεσμα την απώλεια θέσεων εργασίας σε παραδοσιακούς βιομηχανικούς κλάδους, το αποτέλεσμα συνολικά εκτιμάται ότι είναι θετικό, δηλαδή δημιουργούνται ελαφρώς περισσότερες θέσεις εργασίας από αυτές που χάνονται.

Για την Ελλάδα, όμως, η οικονομική της απορρόφηση στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα του 1981 σήμαινε επίσης και την απορρόφηση της ντόπιας βιομηχανίας προς όφελος των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών εταιρειών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το σταδιακό κλείσιμο πολλών βιομηχανιών που είχαν αναπτυχτεί στην Ελλάδα κατά τις δύο προηγούμενες δεκαετίες. Μέσα στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης το βασικότερο «προϊόν» της Ελλάδος ήταν και παραμένει ο τουρισμός, ένα προϊόν εξαιρετικά ευαίσθητο σε περιόδους οικονομικής κρίσεως ή δυσμενούς δημοσιότητας στα διεθνή ΜΜΕ. Ο άλλος μεγάλος κλάδος, αυτός της ναυτιλίας, ενώ είναι όντως παραγωγικός, επηρεάζει λιγότερο την αγορά εργασίας. Τα νούμερα είναι διαφωτιστικά. Ο τουρισμός αφορά άμεσα ή έμμεσα περίπου 900.000 άτομα, ένα νούμερο το οποίο συγκρίνεται μόνο με τον κλάδο των κατασκευών. Αυτοί οι δύο τομείς είναι αποφασιστικής σημασίας για την ελληνική αγορά εργασίας.

Την τελευταία δεκαετία, οι σημαντικότερες δημόσιες επενδύσεις στην Ελλάδα έγιναν μέσα στο πλαίσιο της προετοιμασίας για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Η χώρα όντως βίωσε μιαν άνοδο στην τουριστική κίνηση την περίοδο μετά τους Αγώνες, αλλά τα αποτελέσματα δεν ήταν μακροπρόθεσμα. Επιπλέον, δεν μπόρεσε να χρησιμοποιήσει τους Αγώνες για να δημιουργήσει τις υποδομές για ένα διαφορετικό αύριο. Είναι ενδεικτικό άλλωστε ότι ένα τμήμα των εγκαταστάσεων που δημιουργήθηκαν για τους Αγώνες έμεινε αναξιοποίητο μετά το 2004.

Στο νέο οικονομικό περιβάλλον, οι ανεπτυγμένες χώρες σταδιακά συνειδητοποίησαν ότι οι παραδοσιακοί βιομηχανικοί τομείς έχουν ήδη μεταναστεύσει προς τις αναπτυσσόμενες οικονομίες με το πολύ φτηνότερο εργατικό δυναμικό, και ότι ο ανταγωνισμός με αυτές είναι αδιέξοδος. Ετσι, νέες λύσεις έχουν προταθεί. Από τη δεκαετία του ’90, οι οικονομίες των παραδοσιακών, ανεπτυγμένων χωρών προσανατολίζονται προς τους τομείς της σύγχρονης τεχνολογίας, της έρευνας, και της εφαρμογής των αποτελεσμάτων τους στην παραγωγή. Τις περισσότερες φορές, η ανάπτυξη ενός επιτυχημένου δικτύου μεταφοράς τεχνογνωσίας από την έρευνα (δηλαδή, τα ακαδημαϊκά και ερευνητικά ιδρύματα) προς τη βιομηχανία θεωρείται ότι αποτελεί το κλειδί για κάτι τέτοιο. Μέχρι σήμερα, η Βόρεια Αμερική διατηρεί ένα σημαντικό προβάδισμα σε αυτόν τομέα απέναντι στην Ευρώπη, η οποία, παρά τις θεσμικές της προσπάθειες, δεν εμφανίζεται ανταγωνιστική σε παγκόσμιο επίπεδο. Αντιθέτως, υπάρχει και διαρροή «εγκεφάλων» από τις χώρες της Ε.Ε. προς ΗΠΑ. Αυτά ίσχυαν τουλάχιστον μέχρι την πρόσφατη και εξελισσόμενη ακόμη οικονομική κρίση.

Η διασύνδεση όμως της γνώσης με τη βιομηχανία είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη στην Ελλάδα, κυρίως λόγω της κατάστασης που επικρατεί στην ανώτατη εκπαίδευση. Ετσι το ελληνικό κράτος μπορεί μόνο βραχυπρόθεσμα ή έστω μεσοπρόθεσμα να προσδοκά σε αυξημένα έσοδα κυρίως από τον τουρισμό, αλλά οι μακροχρόνιες προοπτικές της οικονομίας δεν θα αλλάξουν χωρίς μακροχρόνιο σχεδιασμό και εφαρμογή αυτού στην πράξη.

* Ο κ. Βίκτωρ Ρουδομέτωφ είναι αν. καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή