Το Σιδηρούν Παραπέτασμα

7' 41" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τα αίτια του Ψυχρού Πολέμου ανάγονται ευθέως στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στις συνέπειές του. Ως εξαιρετικά καθοριστικό ζήτημα για την εκκίνηση και την πρώιμη φάση του Ψυχρού Πολέμου αναδείχθηκε η πρώτη κατασκευή και η επιδεικτική πολεμική χρήση της ατομικής βόμβας από τις ΗΠΑ, γεγονός που ενίσχυε ακόμα περισσότερο τη θέση της Ουάσιγκτον στη διεθνή πολιτική σκηνή. O Ψυχρός Πόλεμος, όμως, θεωρείται ότι ουσιαστικά ξεκίνησε και διαμορφώθηκε γύρω από τον αγώνα για τον έλεγχο της Ευρώπης, όχι τόσο της Ανατολικής όσο της Κεντρικής, και κυρίως της Γερμανίας.

Ο Τσώρτσιλ περιγράφει τη νέα πραγματικότητα στη Γηραιά Ηπειρο

Τον Ιούλιο του 1945, δύο μήνες μετά τη γερμανική συνθηκολόγηση, συναντήθηκαν στο Πότσνταμ εκπροσωπώντας τις νικήτριες δυνάμεις, οι Τσώρτσιλ, Στάλιν και Τρούμαν, για να συζητήσουν το γερμανικό ζήτημα και να καθορίσουν τη μοίρα των ηττημένων. Το κρίσιμο ζήτημα στο Πότσνταμ ήταν, όπως και στις Βερσαλλίες το 1919, οι πολεμικές αποζημιώσεις. Πρωταρχική επιδίωξη της Σοβιετικής Ενωσης, όπως αναμενόταν, ήταν η προσπάθεια να ανορθώσει τη σχεδόν κατεστραμμένη οικονομία της εκμεταλλευόμενη τη γερμανική βιομηχανία. Οι ΗΠΑ, όμως, φοβούνταν ότι θα έπρεπε να επωμιστούν όλο το κόστος της γερμανικής ανοικοδόμησης, που κατ’ επέκταση θα συνέβαλλε στη μεταπολεμική ανάκαμψη της σοβιετικής οικονομίας. Συμβιβασμός ανάμεσα στους νικητές επετεύχθη με τον διαμελισμό της επικράτειας της ηττημένης χώρας σε τέσσερις ζώνες κατοχής, την αμερικανική, αγγλική και γαλλική ζώνη στη Δυτική και τη σοβιετική στην Ανατολική Γερμανία.

Ο συμβιβασμός όμως αυτός δεν ήταν αρκετός για να επιλύσει το θέμα της κυριαρχίας στην Κεντρική Ευρώπη, εφόσον παρέμενε ανοικτό το πολωνικό ζήτημα. Ολοι ήθελαν η Πολωνία να περιέλθει στην επιρροή τους, αλλά περισσότερο από όλους η Μόσχα. Η Πολωνία δεν είχε σταθεί μόνο η αφορμή για τους Αγγλογάλλους της κήρυξης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά το έδαφός της είχε ιστορικά λειτουργήσει και ως εφαλτήριο για όλες τις δυτικές επιθέσεις και εισβολές, που από τις αρχές του 19ου αιώνα δέχθηκαν η ρωσική και η σοβιετική επικράτεια. Γι’ αυτό, αν οι ΗΠΑ βασίζονταν στην παράδοση της πολιτικής του παλαιού τους προέδρου Ουίλσον, που καθόριζε την αυτοδιάθεση των εθνών κυρίως με την έννοια της επιλογής της μορφής διακυβέρνησής τους, οι Σοβιετικοί δεν μπορούσαν να την αποδεχθούν εφόσον αυτή κατέτεινε στην επιλογή ενός μοντέλου φιλελεύθερης δημοκρατίας. Τον Φεβρουάριο του 1946, ο Στάλιν σε ομιλία του υπογράμμισε τη θεμελιώδη ασυμβατότητα ανάμεσα στον σοβιετικό κομμουνισμό και τη δυτική δημοκρατία, υποστηρίζοντας ότι η έκβαση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου κατέδειξε την υπεροχή του δικού του συστήματος, και κατ’ αυτόν τον τρόπο προετοίμασε την εφαρμογή μιας σκληρής γραμμής στις σχέσεις των δύο ισχυροτέρων της μεταπολεμικής διεθνούς πολιτικής σκηνής.

Παρ’ όλα αυτά, οι Αμερικανοί τήρησαν αρχικά μια στάση υποχωρητικότητας. De facto είχαν ήδη από το 1945 ανεχθεί και επισήμως -με διπλωματικές συμφωνίες- ενώ τον Φεβρουάριο του 1947 δέχθηκαν οι πρώην σύμμαχοι της ηττημένης Γερμανίας, Βουλγαρία, Ρουμανία και Ουγγαρία, να ενταχθούν στη σοβιετική σφαίρα επιρροής. Το 1946, οι ΗΠΑ και η Βρετανία κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια να ενώσουν τη διαμελισμένη Γερμανία με την υπαγωγή της στη δυτική σφαίρα επιρροής, καθώς τη θεωρούσαν απαραίτητη προϋπόθεση για την οικονομική ευημερία της Ευρώπης. Η Μόσχα υποσχόμενη και αυτή, τον Ιούλιο του 1946, μια ενιαία Γερμανία, αποπειράθηκε να προσεταιριστεί τους Γερμανούς, γιατί πίστευε ότι η ανασυγκρότηση της ηττημένης πρώην αντιπάλου αναπόφευκτα θα την αναδείκνυε πάλι στο μέλλον σε νέα στρατιωτική απειλή κατά της Σοβιετικής Ενωσης. Γι’ αυτό, τόσο το 1946 όσο και το 1947 η Σοβιετική Ενωση αντέδρασε δημιουργώντας στην Ανατολική Ευρώπη κράτη-δορυφόρους. Κομμουνιστικές κυβερνήσεις εγκαθιδρύθηκαν η μία μετά την άλλη το 1946 στην Πολωνία, τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, καθώς και το 1947 στην Ουγγαρία, εξαπλώνοντας την κυριαρχία του σοβιετικού κομμουνισμού στο ήμισυ της ευρωπαϊκής ηπείρου. Η πολιτική αυτή απέβλεψε στη δημιουργία ενός δικτύου προστασίας των σοβιετικών συνόρων και μιας ασπίδας για την αποτροπή οιουδήποτε ενδεχομένου μιας δυτικής εισβολής, όπως εκείνες που είχαν παρατηρηθεί στο ιστορικό και εγγύτερο παρελθόν. Το κομμουνιστικό πραξικόπημα που ανέτρεψε την κυβέρνηση δημοκρατικής συνεργασίας στην Τσεχοσλοβακία, τον Μάρτιο του 1948, ολοκλήρωσε τη δημιουργία ενός cordon sanitaire για την προάσπιση των δυτικών συνόρων της Σοβιετικής Ενωσης στην ηπειρωτική Ευρώπη.

Σκληρή γραμμή

Την απογοήτευση και την καχυποψία της Ουάσιγκτον για τον ισχυρότερο σύμμαχό της στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την ίδια ακριβώς περίοδο, ήρθε να επιβεβαιώσει και να ενισχύσει το περίφημο έγγραφο που είναι γνωστό ως το «μακρύ τηλεγράφημα». Τον Φεβρουάριο του 1946, ο Τζορτζ Κέναν, στέλεχος της πρεσβείας των ΗΠΑ στη Μόσχα και εξαιρετικός γνώστης των ιστορικών, πολιτικών και κοινωνικών θεμάτων της Σοβιετικής Ενωσης, με ένα τηλεγράφημά του -8.000 λέξεων- προς τους προϊσταμένους του στην Ουάσιγκτον και με μια δημοσίευσή του, έναν χρόνο αργότερα, καθόρισε για τα επόμενα 30 χρόνια τη γραμμή της σκληρής εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, αυτή δηλαδή της αναχαίτισης του σοβιετικού επεκτατισμού. Ο Κέναν απέδιδε την επιθετικότητα της Μόσχας εναντίον της Δύσης στην προσπάθεια του καθεστώτος να νομιμοποιήσει στο εσωτερικό τη στυγνή του δικτατορία και να πείσει τη σοβιετική κοινωνία για τον αναπόδραστο θρίαμβο του κομμουνισμού επί του καπιταλισμού. Οι Σοβιετικοί, υποστήριζε, θα εξαντλούσαν κάθε δυνατότητα να επεκτείνουν την επιρροή και το σύστημά τους, υπονομεύοντας τις σημαντικότερες δυτικές δυνάμεις και στρέφοντας τη μία εναντίον της άλλης. Γι’ αυτό, κατέληγε, η Μόσχα δεν έπρεπε να αντιμετωπίζεται πλέον με μια πολιτική κατανόησης και συνεργασίας.

Τις απόψεις αυτές υιοθέτησε αναλαμβάνοντας εκ του ασφαλούς -δεν ήταν πλέον πρωθυπουργός της Βρετανίας- την επικοινωνιακή τους προώθηση ο Τσώρτσιλ. Στην περιβόητη διάλεξή του στο Westminster College, στο Φούλτον του Μιζούρι, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στις ΗΠΑ τον Μάρτιο του 1946, όπου μίλησε πρώτη φορά για το Σιδηρούν Παραπέτασμα, ανάμεσα σε άλλα ανέφερε: «Από το Στετίνο στη Βαλτική έως την Τεργέστη στην Αδριατική Θάλασσα ένα σιδηρούν παραπέτασμα πέφτει πάνω στην ήπειρο. Πίσω από τη γραμμή αυτή βρίσκονται όλες οι πρωτεύουσες των παλαιών κρατών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης – Βαρσοβία, Βερολίνο, Πράγα, Βιέννη, Βουδαπέστη, Βελιγράδι, Βουκουρέστι και Σόφια. Ολες αυτές οι φημισμένες πόλεις και οι πληθυσμοί που τις περιβάλλουν, βρίσκονται σε αυτό που πρέπει να ονομάσω σοβιετική σφαίρα. (…) Τα κομμουνιστικά κόμματα, που ήταν πολύ μικρά σε αυτές τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, έχουν καταλάβει εξέχουσα θέση και δύναμη δυσανάλογη με την αριθμητική τους ισχύ και αποσκοπούν στο να επιβάλουν παντού τον ολοκληρωτικό τους έλεγχο».

Η Μόσχα αρνείται να δεχτεί την οικονομική βοήθεια του Σχεδίου Μάρσαλ

Οι παραπάνω εκτιμήσεις της αμερικανικής και της συντηρητικής βρετανικής ηγεσίας έδειχναν να επιβεβαιώνονται εμμέσως και από τη δράση των κομμουνιστικών κομμάτων στη Δυτική -και στην υπό δυτική κηδεμονία- Ευρώπη. Το γαλλικό Κ.Κ., για παράδειγμα, τον Νοέμβριο του 1946 κέρδισε στις εκλογές σχεδόν το 30% των ψήφων και ακολούθησε την ίδια πορεία με το ιταλικό Κ.Κ. που ήδη συμμετείχε στην κυβέρνηση της χώρας του. Στην Ελλάδα, εξάλλου, το 1946 ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος όταν κομμουνιστές αντάρτες πήραν τα όπλα εναντίον του κατασταλτικού μηχανισμού των αστικών κυβερνήσεων της Αθήνας.

Η βρετανική δήλωση τον Ιανουάριο του 1947 ότι το Λονδίνο δεν μπορεί πλέον να παράσχει οικονομική βοήθεια στην Ελλάδα και την Τουρκία, έπεισε τις ΗΠΑ να αναλάβουν, στο πλαίσιο του αγώνα κατά του κομμουνισμού, την κάλυψη αυτού του κενού με την εξαγγελία από τον Αμερικανό πρόεδρο, τον Μάρτιο του 1947, του Δόγματος Τρούμαν. Αυτό σήμανε και την επίσημη κήρυξη του Ψυχρού Πολέμου ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και τη Μόσχα και την παγίωση της εμμονής της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στην αντισοβιετική αναχαίτιση.

Τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζορτζ Μάρσαλ παρουσίασε το γνωστό σχέδιό του, στηριζόμενο σε ένα πλαίσιο εκτεταμένης οικονομικής βοήθειας προς όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Εθεσε όμως ως όρο αυτές να συμφωνήσουν στην ανασύσταση των θεσμών της ελεύθερης αγοράς, κατευθυνόμενης μάλιστα όχι από την Ευρώπη αλλά από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού.

Η ηγεσία των ΗΠΑ, ακόμα και πριν από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, γνώριζε ότι η σοβιετική οικονομία ήταν ήδη στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Η διεθνής σύρραξη είχε προκαλέσει στη Σοβιετική Ενωση περί τα 20 εκατομμύρια θύματα, τα οποία προστέθηκαν σε τουλάχιστον άλλα τόσα -αν όχι περισσότερα- ως αποτέλεσμα των προπολεμικών σταλινικών εκκαθαρίσεων. Τριάντα χιλιάδες εργοστάσια και 40.000 μίλια σιδηροδρομικών γραμμών είχαν καταστραφεί, όπως είχε εξαφανιστεί και όλη η βιομηχανική υποδομή που είχαν δημιουργήσει τα πενταετή προγράμματα. Από αυτήν την άποψη, η Ουάσιγκτον είχε πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι οι ΗΠΑ βρίσκονταν σε πολύ ισχυρότερη διαπραγματευτική θέση από τη Μόσχα και ανέμενε ότι οι Σοβιετικοί θα ζητούσαν οικονομική βοήθεια. Παρ’ όλα αυτά, τόσο η ΕΣΣΔ όσο και τα κράτη-δορυφόροι της αρνήθηκαν τη δελεαστική πρόταση του Σχεδίου Μάρσαλ, εφόσον τη θεώρησαν καπιταλιστική συνωμοσία που ως στόχο είχε την υπαγωγή τους στην αμερικανική σφαίρα επιρροής.

Από την άλλη πλευρά, οι δυτικές χώρες, αφού είχε αποκατασταθεί η δημοκρατία στο Βέλγιο, στην Ολλανδία, τη Νορβηγία και τη Δανία, και ενώ είχαν εκδιωχθεί οι κομμουνιστές από τις κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Ιταλίας, δέχθηκαν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της οικονομικής ανάκαμψης της Ευρώπης με την αμερικανική βοήθεια, που μέσα σε τέσσερα χρόνια θα ανερχόταν στο ύψος των 20 δισ. δολαρίων. Και παράλληλα να ενισχύσουν στο εσωτερικό τους την άμυνα του μη κομμουνιστικού κόσμου πρωταρχικά στο οικονομικό και κατ’ επέκταση στο κοινωνικό πεδίο κατά της σοβιετικής διείσδυσης και επιρροής.

Επομένως ο Τσώρτσιλ ήταν αυτός που μίλησε δημόσια πρώτος για το Σιδηρούν Παραπέτασμα και προδιέγραψε την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου το 1946, αλλά εκείνο που σήμανε ουσιαστικά την απαρχή της διαίρεσης της Ευρώπης στα δύο το 1947-1948 ήταν από τη μία πλευρά το Δόγμα Τρούμαν και το Σχέδιο Μάρσαλ και από την άλλη η σοβιετική απόρριψη και η εναντίον τους αντίδραση.

* Ο κ. Γρηγόριος Ψαλλίδας είναι αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή