Κι όμως, υπάρχει εναλλακτική λύση για την ελληνική οικονομία

Κι όμως, υπάρχει εναλλακτική λύση για την ελληνική οικονομία

3' 9" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οπως ορισμένοι οικονομολόγοι παρατηρούν, η ελληνική οικονομική κρίση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο υπερβολικό κόστος ζωής στην Ελλάδα, δηλαδή στο υπερβολικά υψηλό επίπεδο των εγχώριων τιμών και μισθών. Μετά την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, ο εξωτερικός δανεισμός-φούσκα και η υπερθέρμανση της οικονομίας οδήγησαν σε υπερβολική αύξηση των τιμών και των μισθών. Η απώλεια ανταγωνιστικότητας (ή το υπερβολικό κόστος) των ελληνικών προϊόντων είχε ως αποτέλεσμα τη μαζική εκτόπισή τους από αντίστοιχα ξένα στις αγορές της Ελλάδας και του εξωτερικού. Ετσι, όταν ο εξωτερικός δανεισμός σταμάτησε το 2008, η Ελλάδα βρέθηκε αντιμέτωπη με μία τεράστια ύφεση, δηλαδή με μία πρωτοφανή πτώση του εθνικού εισοδήματος και άνοδο της ανεργίας. Οσο και αν το μεγάλο δημόσιο χρέος επιδείνωσε σημαντικά αυτή την κατάσταση, το πρόβλημα χρέους είναι περισσότερο αποτέλεσμα παρά αιτία της ύφεσης.

Δυστυχώς, το 2009 η ελληνική κυβέρνηση «διάβασε» λάθος την κρίση. Θεώρησε ότι πρόκειται για μία απλή κρίση χρέους και δεν έδωσε την απαραίτητη προσοχή στο βαθύτερο πρόβλημα του υπερβολικού κόστους ζωής που πνίγει την ανταγωνιστικότητα. Ετσι, από το αρχικό Μνημόνιο ώς και τη συμφωνία της 21ης Ιουλίου 2011, η κυβέρνηση ακολούθησε αρκετές λανθασμένες (μαζί με κάποιες σωστές) πολιτικές, επιδεινώνοντας την κατάσταση και σβήνοντας τις ελπίδες για σχετικά γρήγορη ανάκαμψη. Παρότι έχει χαθεί πολύς χρόνος, η οικονομική πολιτική θα μπορούσε να αλλάξει και να στραφεί γύρω από δύο πόλους.

Πρώτον, το κόστος ζωής (τιμές και μισθοί) στην Ελλάδα συγκριτικά με την υπόλοιπη Ευρωζώνη πρέπει να πέσει σημαντικά. Ομως, η απαραίτητη (προσωρινή) μείωση του βιοτικού επιπέδου του μέσου Ελληνα πρέπει να διοχετευθεί στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και όχι στην εξυπηρέτηση των δανειστών του Δημοσίου. Για παράδειγμα, η κυβέρνηση μπορεί να επιδιώξει μία κοινωνική συμφωνία όπου οι εργαζόμενοι θα δεχθούν μείωση των μισθών τους με αντάλλαγμα κάποια μείωση των φόρων που πληρώνουν, δηλαδή η πτώση του βιοτικού επιπέδου να έχει τη μορφή της μείωσης αποδοχών και όχι της αύξησης φόρων. Παράλληλα, οι πολίτες και οι επιχειρήσεις μπορεί να ελαφρυνθούν (ίσως διά νόμου) από ένα μικρό μέρος των πρότερων δανειακών τους υποχρεώσεων προς τράπεζες (για να υπάρχει συμμετρική πτώση του κόστους ζωής). Ως συνέπεια, η προσωρινή μείωση του βιοτικού επιπέδου θα έχει θετικό αντίκρισμα, καθώς τα ελληνικά προϊόντα θα γίνουν φθηνότερα και πιο ανταγωνιστικά στην ελληνική και τις ξένες αγορές. Αυτό μπορεί να βοηθήσει στην ανάκαμψη της οικονομίας και στη μείωση της ανεργίας, έτσι ώστε το βιοτικό επίπεδο να αρχίσει να βελτιώνεται ξανά.

Δεύτερον, η χώρα πρέπει να αναδιαρθρώσει ριζικά και να καταστήσει βιώσιμο το δημόσιο χρέος της, όπως, για παράδειγμα, με ένα κούρεμα της τάξης του 50% ή 60%. Αυτό είναι απαραίτητο για να είναι εφικτή η γρήγορη μείωση των φόρων και του κόστους ζωής, αλλά και για την προσέλκυση επενδύσεων. Στην παρούσα κατάσταση, οι επενδυτές φοβούνται την Ελλάδα επειδή το κράτος μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να καταφύγει σε δημευτικούς φόρους που θα είναι απαραίτητοι για την εξυπηρέτηση του τεράστιου δημόσιου χρέους. Καθώς αρκετοί φορείς στην Ευρώπη (και κυρίως στη Γερμανία) υποστηρίζουν την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, μία συμμαχία της κυβέρνησης με αυτούς τους φορείς είναι αρκετά πιθανό να επιτύχει μία ευνοϊκή αναδιάρθρωση.

Βέβαια, η παραπάνω πολιτική για την αντιμετώπιση της κρίσης δεν είναι ανώδυνη αφού εμπεριέχει προσωρινή πτώση του βιοτικού επιπέδου. Η μόνη σχετικά εύκολη λύση θα ήταν ένα γενναιόδωρο πακέτο ενίσχυσης και επιδοτήσεων από την Ευρωπαϊκή Ενωση, αλλά την παρούσα στιγμή αυτό το ενδεχόμενο δεν φαίνεται πολύ πιθανό (παρόλο που το κόστος για την Ε.Ε θα ήταν σχετικά μικρό). Οπότε, αν η Ελλάδα δεν αντιμετωπίσει γρήγορα τα προβλήματα του υπερβολικού κόστους ζωής και του μη βιώσιμου χρέους, ενδέχεται να καταδικάσει τον εαυτό της σε πλήρη οικονομικό μαρασμό σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Και αν λόγω λανθασμένων επιλογών φθάσει σε αυτό το σημείο, η αποχώρηση από την Ευρωζώνη ίσως να μη φαντάζει πλέον ως η περισσότερο κακή λύση.

* Ο κ. Χριστόδουλος Στεφανάδης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Χρηματοοικονομικής και Τραπεζικής Διοικητικής του Πανεπιστημίου Πειραιώς

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή