Το γένος, το έθνος και ο «διάλογος» με την Ευρώπη

Το γένος, το έθνος και ο «διάλογος» με την Ευρώπη

4' 49" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Για τις σκέψεις που ακολουθούν θα ‘θελα να αφήσω να διαβασθεί ο επίκαιρος, νομίζω, λόγος του Φαναριώτη Δημήτριου Καταρτζή, που έγραφε στη δεκαετία του 1780. Είναι ο λόγιος που στόχευε με τα δοκίμιά του στην ανάγκη της μόρφωσης των Ρωμηών της εποχής του αλλά και άλλων λαών, όπως των Βλάχων της Βλαχίας, και στοχαζόταν για τις έννοιες του έθνους και της πατρίδας και της Πολιτείας:

«Λέγωντας Ρωμηό χριστιανό εννοώ έναν πολίτη ενού έθνους, που με τα δυ’ ονόματ’ αυτά τον δηλούνε αυτόνα να’ν’ένα μέλος αυτηνής της πολιτικής κοινωνίας, απτήν οποία και παρονομάζεται. Αυτή λοιπόν έχωντας γνωστούς νόμους πολιτικούς, και ρητούς κανόνες εκκλησιαστικούς, τον κάμνει τέτοιον, και διαφορετικό από κάθε άλλον, που να’ναι μέλος σ’ άλλην πολιτεία με άλλη θρησκεία.[…]», και συνεχίζει: «Ομολογώ στον αυτόν καιρό, πως εμείς δεν είμαστε έθνος που να φορμάρουμε καθ’ αυτό πολιτεία, αλλά είμαστε υποτελείς σε άλλο επικρατέστερο· για τούτο και πέρνωντάς το απτόν ορισμό του πολίτη που δίδ’ ο Αριστοτέλης, μας κατηγορούνε μερικοί Φράγκοι πως δεν έχουμ’ εμείς πατρίδα· δεν είν’ όμως έτζη»[…]», με τη διαφορά ότι «ένας Ρωμηός δεν μπορεί να δείξη την αγάπη τ’όλη στον εαυτό του, στη φαμελιά του, στο έθνος του, όσο την δείχνει ένας πολίτης σ’ ένα αυτόνομο· […] Να πούμε κ’άλλο, αφ’ ού ένας Ρωμηός συλλογιστή μια φορά πως κατάγεται από τον Περικλέα, Θεμιστοκλέα και άλλους παρόμοιους Έλληνες, ή απτούς συγγενείς του Θεοδόσιου, του Βελισσάριου, του Ναρσή, του Βουλγαροκτόνου, του Τζιμισκή κ’άλλων ή από κανέναν του συγγενή, πώς να μην αγαπά τους απογόνους εκεινών κ’αυτωνών των μεγάλων ανθρώπων; […] Έχει το έθνος μας σε πολλότατα της Τουρκιάς μέρ’ υποστατικά, και σε πολλά μέρη και μικρούτζικα συστήματα πολιτικά με προνόμια. Είναι τόσοι στο γένος μας πώχουνε αξιώματα, δηλαδή πατριάρχαι, αρχιερείς και αυθένται με μπαράτια βασιλικά […]».

Και αν ο Καταρτζής εννοεί εδώ την «πολιτεία» της Ορθόδοξης Εκκλησίας και τις διάσπαρτες κοινότητες υπό την Οθωμανική Αυτοκρατορία, εντούτοις αποσαφηνίζει τη θέση του χρησιμοποιώντας σχεδόν αδιάκριτα τους όρους «το γένος μας» και το «έθνος», σε μια εποχή που μόλις αρχίζει να εμφανίζεται στην Ευρώπη η νεωτερική ανασηματοδότηση του όρου nation, υπό τη διαμορφούμενη ακόμη τότε ιδεολογία περί εθνικισμού. Και προχωρεί: «Ώντας λοιπόν κ’εμείς οπωσούν ένα έθνος, κ’έχωντας πατρίδα φίλον έδαφος, πρέπει να’χουμε ιδέαις που μας τεριάζουν, η οποίαις κ’είν’ άλλαις κ’αλλιώτικαις από της τούρκικαις, ιταλικαίς ή φραντζέζικαις, και για τούτο χαρακτηρίζωντας το έθνος μας πρέπει να σπουδάζ’ ένας Ρωμηός χριστιανός να της αποχτά […]».

Δεν θα συνεχίσω με την παράθεση αποσπασμάτων, ούτε θα επικεντρωθώ στην πρόκριση από τον Καταρτζή του όρου Ρωμηός αντί του Ελλην ή του Γραικός. Είναι γνωστές οι διαφορετικές επιλογές π.χ. από τον Ρήγα του όρου Ελλην, καθώς και η προτίμηση του Κοραή στον όρο Γραικός, λίγα χρόνια αργότερα – για να επιμείνω μόνο σε δύο από τους πρωτεργάτες της προεπαναστατικής πολιτικής ιδεολογίας. Θα ξεστράτιζα σε μια αντιπαράθεση που θα μας οδηγούσε σε επιχειρηματολογία που ο Σπύρος Βρυώνης έχει ονομάσει «the school of names». Ο στόχος μου είναι να προτάξω τον πρώιμα -πριν από την έκρηξη της Γαλλικής Επανάστασης- σαφή για την εποχή του λόγο περί έθνους, Πολιτείας και πατρίδας, που διαθέτει «φίλον έδαφος», σε συσχετισμό δηλαδή γεωγραφίας και έθνους, και συχνά κάτω από τη συλλογική προσωπική αντωνυμία «εμείς». Ως Φαναριώτης δεν προχωρεί σε προτάσεις για την οργάνωση αυτόνομης Πολιτείας απελευθερωμένης από την κυριαρχία των Οθωμανών, επιλέγει όμως τη διάκριση του «γένους» του μέσα σε αυτήν την αυτοκρατορία και του αποδίδει χαρακτηριστικά Πολιτείας. Και πασχίζει ώστε μέσα από τη μόρφωση (συνέταξε και Γραμματική της Ρωμαίικιας γλώσσας) το «γένος» του να αναπτύξει τις ιδέες του «αλλιώτικαις» από των άλλων λαών, προχωρώντας έτσι στο ευδιάκριτο των εθνών όπως το θέλει η νεωτερική εθνική ιδεολογία. Τα δοκίμιά του δεν τυπώθηκαν στην εποχή τους, αλλά είναι μάλλον βέβαιο ότι οι ιδέες του κυκλοφορούσαν στον κύκλο του. (Γράφτηκαν στη δεκαετία του 1780 αλλά τα περισσότερα δημοσιεύθηκαν από το 1940 κ.ε., Κ. Θ. Δημαράς [επιμ.], Δημήτριος Καταρτζής, Τα ευρισκόμενα, Αθήνα 1970.)

Θα κλείσω με ένα άλλο επικαιρικό απόσπασμά του: «Απ’ τους Ρωμηούς μ’ όμως, άλλος έχει γενικώτερον σε φαυλότατ’ υπόληψι τους Ευρωπαίους και τους μισά, βδελύττεται κ’εκείνους που τούς αγαπούν, οπού διδάσκονται της γλώσσαις τους, όπ’ αναγινώσκουν τα βιβλία τους κ’όπου λαλούνε τής ιδέαις τους, ας είν’ και καλαίς· και τούτο, γιατί ακούει πώς είν’ στην Ευρώπη άλλοι κατόλικοι, άλλοι λουτράνοι, άλλοι καλβίνοι και άλλοι άθεοι, πως τα ήθη τους είνε διεφθορότα. […] ʼλλος τους θαυμάζει με υπερβολή, […] και συχαίνεται τους ομοεθνείς του όλους, όσους λένε τα ενάντια. […]».

Είναι προφανές ότι και ο Καταρτζής αναπτύσσει τα επιχειρήματά του σε ένα νοερό διάλογο των «ομοεθνών» με τους «αλλογενείς Ευρωπαίους», για να χρησιμοποιήσω ένα όρο του Κοραή. Είναι η εποχή της «πεφωτισμένης, σοφής, λελογισμένης» Ευρώπης των Διαφωτιστών, αλλά και όσων μιλούν για τον «παράλογον ζήλον, των από της Ευρώπης ερχομένων φιλοσόφων». Προετοιμάζεται ιδεολογικά ο πολιτικός λόγος που επικράτησε κατά την Ελληνική Επανάσταση με την προβολή του δόγματος «να εξομοιωθώμεν με τους λοιπούς συναδελφούς μας Ευρωπαίους χριστιανούς» ή της προσπάθειας «το Ελληνικόν έθνος […] να καταχωρισθή ανεξάρτητον εις την μεγάλην της εξευγενισμένης Ευρώπης χριστιανικήν οικογένειαν και […] έχει τας εμπορικάς μετά των εθνών της Ευρώπης σχέσεις». Ηταν περίπου βέβαιοι στο όραμα οι πολιτικοί της Επανάστασης ότι «η Ευρώπη μήτε δύναται να βιάση των Ελλήνων τα δίκαια μήτε ημπορεί», αλλά και την αντιμετωπίζουν ως τιμωρό ή κριτή, «ότι μπορούμεν να προκαλέσωμεν και την οργήν των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων εις τας κεφαλάς ημών» ή «Τί άρα θέλει ειπεί η Ευρώπη περί της ακαταστασίας και του ευμεταβόλου μας;».

Είναι και ευθύνη των λογίων και της παιδείας μας που ύστερα από περίπου 200 χρόνια αναβιώνει ο νοερός «διάλογος» με μια ιδεατή Ευρώπη, με διλήμματα αυτογνωσίας και μέσα από ερωτήματα που επιζητούν καθημερινά στην επιβεβαίωση ή την αντιπαράθεση με αυτήν την Ευρώπη, αντίθετα από την προβολή των επιτευγμάτων που αναμφισβήτητα έχουν συντελεσθεί σε αυτά τα χρόνια, μακριά από τον μονόδρομο της λατρείας της αρχαιότητας.

*Η κ. Ολγα Κατσιαρδή-Ηering είναι καθηγήτρια Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού στο Παν. Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή