Κωνσταντίνος Θεοτόκης, ένας παλαιός θησαυρός των ελληνικών γραμμάτων

Κωνσταντίνος Θεοτόκης, ένας παλαιός θησαυρός των ελληνικών γραμμάτων

1' 58" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πίστομα σημαίνει μπρούμυτα. Είναι ο τίτλος ενός πολύ σύντομου διηγήματος του Κερκυραίου πεζογράφου Κωνσταντίνου Θεοτόκη (1872-1923). Το μνημόνευσε περίπου παρεμπιπτόντως σε μια κουβέντα που είχαμε πρόσφατα ο πεζογράφος Ανδρέας Μήτσου. Επιστρέφοντας σπίτι, το αναζήτησα στη βιβλιοθήκη μου: έκδοση του 1982, που φέρει τη σφραγίδα των «Κειμένων» του Φίλιππου Βλάχου. Στο οπισθόφυλλο έχει τυπωμένο μόνον αυτό: «Πουλιέται 400 δραχμές». Τίτλος της συλλογής, «Διηγήματα», και υπότιτλος, «Κορφιάτικες ιστορίες». Την έκδοση εμπλουτίζουν μια πολύ αναλυτική εισαγωγή του Γιάννη Δάλλα και έντεκα χαράγματα του Μάρκου Ζαβιτζιάνου.

Πάνε χρόνια από τότε που είχα ανοίξει το βιβλίο, διαβάζοντας μόνον το «Αγάπη παράνομη». Δεν με είχαν μαγνητίσει μονάχα οι σκοτεινοί, αναπάντεχοι συσχετισμοί και τα συμπλέγματα μεταξύ των χαρακτήρων αλλά και ο πλάγιος τρόπος του συγγραφέα, ο οποίος αναδεικνύεται σε μάστορα μιας γλώσσας τραχιάς μα σάρκινης, δίχως ίχνος λίπους.

Το «Πίστομα» (δημοσιευμένο το 1899) το είχα αγνοήσει τότε, τώρα όμως με καθήλωσε: το μεγαλείο της οικονομίας και της αφαίρεσης εδώ πάνε χέρι χέρι με μιαν εξαιρετικά ζωντανή απόδοση της φρίκης. Η ιστορία έχει ως εξής: όταν ο Αντώνης Κουκουλιώτης, ένας αντάρτης, επιστρέφει στο σπίτι του απ’ το βουνό, χάριν γενικής αμνηστίας, βρίσκει τη γυναίκα του με το παιδί κάποιου άλλου. Αφού με συνοπτικές διαδικασίες πληροφορείται από την ίδια το όνομα του πατέρα, εξαφανίζεται. Οταν επιστρέφει το βράδυ, κοιμάται ύπνο βαθύ και την επομένη λέει στην τρομοκρατημένη γυναίκα να ‘ρθει μαζί του και να πάρει και το παιδί: «Θα πάμε στα χτήματά μας να ιδώ μη και κείνα μου ‘χουν αρπάξει, καθώς μου ‘χε πάρει και σε ο σκοτωμένος». Η γυναίκα αναφωνεί: «Τον σκότωσες!». Τίποτε άλλο.

Στα κτήματα, ο άνδρας, αμίλητος, θα σκάψει έναν λάκκο. «Δεν επρόφερνε λέξη και το πρόσωπό του είτουν χλωμό και ο ίδρος, που έβρεχε στο μέτωπό του, έβγαινε κρύος». Είναι ένα συννεφιασμένο πρωινό («το φως μετά βιάς επλήθαινε»), όταν όμως ο λάκκος ετοιμάζεται, «εφάνη για μια στιγμήν ο ήλιος κ’ εχρύσωσε τα ξανθά μαλλιά του νήπιου που αγγελικά χαμογελούσε». Ο άνδρας, ακουμπώντας στο φτυάρι, δείχνει το βρέφος και λέει ξερά στη γυναίκα: «Βάλ’ το πίστομα μέσα». Είναι η καταληκτική φράση του διηγήματος. Δεν έχει άλλο.

«Η κοινωνική σκόπευση πλουτίζεται από μια προοπτική πολιτισμικού βάθους», γράφει ο Γ. Δάλλας. Πράγματι. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια μονοσήμαντη ή γραφική ηθογραφία αλλά με μια ανθρωπολογικού τύπου λογοτεχνία που αναβιώνει τρόπους λησμονημένους μα ένστικτα που επιβιώνουν. Και μια κρυστάλλινη αφήγηση που σου θυμίζει παλαιούς, ξεχασμένους θησαυρούς των ελληνικών γραμμάτων.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή