Ούτε τώρα είναι αλλιώς

7' 36" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η πολιτική των στελεχών των μεγάλων κομμάτων εστιάζεται στην παραμονή στο ευρώ. Ευγενής βραχυπρόθεσμος στόχος, πλην όμως άσχετος με τις μακροπρόθεσμες οικονομικές επιδόσεις. Η Ελλάδα θα έπρεπε να δίνει προτεραιότητα στην αναζωογόνηση της παραγωγικής της οικονομίας· όμως, της έχει γίνει εμμονή η παραμονή σε μια προσωρινή νομισματική ένωση. Οι νομισματικές ενώσεις έρχονται και παρέρχονται: Στη νεότερη ιστορία της η Ελλάδα έχει διατελέσει μέλος διαφόρων τέτοιων ενώσεων – το 1865 εντάχθηκε στη Λατινική Νομισματική Ενωση. Απ’ όπου εκδιώχθηκε το 1908.

Για την Ελλάδα η πρόκληση είναι να αναπτύξει τον επιχειρηματικό και εξαγωγικό της τομέα. Για την Ευρώπη η πρόκληση είναι ακόμα μεγαλύτερη. Πρέπει να έρθει αντιμέτωπη με το γεγονός ότι χωρίς πολιτική ένωση όλες, ανεξαιρέτως, οι νομισματικές ενώσεις διαλύονται. Προκειμένου να επιβιώσει, ένα νόμισμα χρειάζεται ισχυρό κράτος, που διαθέτει τη βούληση να ενσταλάξει την απαραίτητη πειθαρχία. Αυτό μας έχουν διδάξει τα νομίσματα που άντεξαν στον χρόνο, όπως η στερλίνα στο Ηνωμένο Βασίλειο και τη Βρετανική Αυτοκρατορία, το δολάριο στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, και το μάρκο στην ενοποιημένη Γερμανία – όπως και οι προσπάθειες που απέτυχαν, παραδείγματος χάριν η Σκανδιναβική και η Λατινική Νομισματική Ενωση, που αμφότερες διήρκεσαν από τα τέλη του 19ου έως τις αρχές του 20ού αιώνα.

Η Λατινική Νομισματική Ενωση είναι μία μόνο από τις 69 νομισματικές ενώσεις που διαλύθηκαν κατά τη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα. Αποτέλεσε προέκταση του γαλλοβελγικού νομισματικού χώρου. Η Ελβετία έγινε μέλος της το 1848 και η Ιταλία το 1861. Με την ένταξη της Ελλάδας και της Βουλγαρίας το 1867 καθιερώθηκε διμεταλλικός κανόνας (χρυσού και αργύρου). Τα κράτη μπορούσαν να κόβουν αργυρά κέρματα χαμηλότερης αξίας με μικρότερη περιεκτικότητα σε άργυρο, τα οποία υποτίθεται ότι προορίζονταν για αποκλειστική κυκλοφορία στο εσωτερικό. Δυστυχώς στην πραγματικότητα κάποια απ’ αυτά μπορούσαν να ανταλλάσσονται με κέρματα μεγαλύτερης αξίας από άλλα κράτη, υπονομεύοντας το νόμισμα. Δεν υπήρχε κεντρική τράπεζα για να επιβάλλει πειθαρχία, και οι χρηματοδοτικές ανάγκες που αντιμετώπισαν κάποια από τα συμμετέχοντα κράτη εξαιτίας του Πρώτου Παγκοσμίου Πόλεμου έβαλαν τέλος στο πείραμα.

Παρόμοια ήταν η ιστορία της Σκανδιναβικής Νομισματικής Ενωσης της περιόδου 1872-1924: τα πρώτα έτη επικράτησε σταθερότητα, όμως η αναστάτωση που προκλήθηκε από τις επεκτατικές νομισματικές πολιτικές της Δανίας και της Νορβηγίας μετά το 1905 οδήγησε σε αποσύνδεση της τρέχουσας αξίας του χάρτινου χρήματος από τις συμβατικά συμφωνηθείσες ισοτιμίες. Το δε σοβιετικό ρούβλι δεν κατάφερε να επιβιώσει μετά την κατάρρευση της πολιτικής ένωσης στις αρχές της δεκαετίας του 1990.

Ας συγκρίνουμε τη Σκανδιναβική και τη Λατινική Ενωση με την καθιέρωση του μάρκου. Στις αρχές του 19ου αιώνα υπήρχαν 39 γερμανικά κράτη, καθένα με δικό του νόμισμα. Η Zollverein (Τελωνειακή Ενωση) του 1834 επέβαλλε στα περισσότερα μέλη να επιλέξουν ανάμεσα σε δύο νομισματικά πρότυπα: το τάλιρο (Thaler) του Βορρά και το γκούλντεν (Gulden). Κατόπιν, αφού το 1871 ο Μπίσμαρκ ολοκλήρωσε την ένωση της Γερμανίας, το 1875 ίδρυσε τη Reichsbank και καθιέρωσε το Reichsmark (μάρκο του Ράιχ), υποχρεώνοντας τους Γερμανούς να το αποδέχονται ως μοναδικό νόμιμο χρήμα. Επρόκειτο ουσιαστικά για το ίδιο νόμισμα που επιβίωσε από δύο παγκοσμίους πολέμους και άντεξε μέχρι το 1999, όταν η Γερμανία εντάχθηκε στη Ζώνη του Ευρώ.

Κατά παρόμοιο τρόπο, ούτε το δολάριο έφτασε άνετα στην κυριαρχία επί των πολιτειών που απαρτίζουν την ένωση. Τις δύο πρώτες δεκαετίες της ύπαρξής της η χώρα δεν διέθετε καν κεντρική τράπεζα. Η πολιτική ένωση επιτεύχθηκε μόνο αφού ένας αιματηρός εμφύλιος πόλεμος απέτρεψε την απόσχιση αρκετών πολιτειών στα μέσα του 19ου αιώνα. Το Ομοσπονδιακό Αποθεματικό Σύστημα δεν ιδρύθηκε πριν από το 1908, ενώ η Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Federal Reserve) απέκτησε το πλήρες μονοπώλιο κοπής δολαρίων μόλις το 1960. Αρκετοί οι λόγοι για τους οποίους λειτούργησε η νομισματική ένωση: η ξεκάθαρη νίκη των υπέρμαχων της Ενωσης κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο· η καθιέρωση μιας κοινής, πατριωτικής ιδέας περί «Αμερικής», η οποία συνέδεε τις πολιτείες και τους πολίτες τους. Βοηθήθηκε επίσης από την κοινή γλώσσα, τις ευέλικτες αγορές εργασίας και την κινητικότητα της εργασίας. Αν η Αλαμπάμα χρειαστεί ενίσχυση από την πολιτεία της Νέας Υόρκης, την λαμβάνει χωρίς αντιρρήσεις. Αν αυξηθεί η ανεργία στο Μίσιγκαν, ο κόσμος είναι διατεθειμένος να μετακομίσει στην Αριζόνα.

Κοντολογίς: οι νομισματικές ενώσεις αποτελούν συχνό και συνήθως βραχύβιο φαινόμενο. Η διάλυσή τους αποτελεί κανόνα απουσία πολιτικής ένωσης, όπως αυτή που κρατούσε ενωμένη την ενοποιημένη Γερμανία και τις ΗΠΑ. Για να πετύχει μια νομισματική ένωση απαιτούνται μεγάλη πειθαρχία και εξαιρετικές ηγετικές ικανότητες. Κατά κανόνα οι νομισματικές ενώσεις καταρρέουν επειδή η υπερβολική προσφορά χρήματος από τα κράτη-μέλη προκαλεί μείωση της αξίας του νομίσματος, ή επειδή η χαλαρή δημοσιονομική πειθαρχία κάνει τις εθνικές κυβερνήσεις να ελπίζουν σε διάσωση από τα άλλα κράτη ή σε νομισματοποίηση του χρέους τους. Για να επιβιώσει μια νομισματική ένωση πρέπει το κυρίαρχο κράτος να μετατραπεί σε κινητήρια δύναμη, πρόθυμη να ασκεί εξουσία και να αναμειγνύεται στις οικονομίες των άλλων μελών.

Με δεδομένες της ιστορικές συγκρίσεις, το ευρώ με τη σημερινή του μορφή φαίνεται πως παρουσιάζει χαρακτηριστικά τόσο επιτυχημένων, όσο και αποτυχημένων ενώσεων. Παραδείγματος χάριν, οικονομολόγοι της Ε. Ε. τονίζουν ότι το ευρώ, σε αντίθεση με τη Λατινική Νομισματική Ενωση, διαθέτει κεντρική τράπεζα, κεντροποιημένο σύστημα έκδοσης χρήματος και κανόνες δημοσιονομικής υπευθυνότητας, ενώ δεν διαθέτει επίσημη διαδικασία εξόδου. Θεωρητικά έχουν δίκιο, όμως η τήρηση των κανόνων της Ε. Ε. δεν παρουσιάζει καμία συνέπεια: τα δημοσιονομικά όρια έχουν αγνοηθεί, ενώ το ταμπού περί εξόδου γκρεμίστηκε πέρυσι, όταν η Γερμανία και η Γαλλία απείλησαν την Ελλάδα με αποβολή. Αν αναλύσουμε την ιστορία παλαιότερων αποτυχημένων νομισματικών ενώσεων -χαλαρή δημοσιονομική πειθαρχία, αδύναμη κεντρική εξουσία, προσδοκία σχεδίων διάσωσης- διαπιστώνουμε ότι οι ομοιότητες είναι κάτι παραπάνω από εντυπωσιακές.

Οι υπέρμαχοι του ευρώ δεν γίνεται να επιχειρηματολογούν υπέρ της πλήρους νομισματικής και πολιτικής ένωσης και ταυτόχρονα να ισχυρίζονται ότι αυτή ήδη υφίσταται. Αργά ή γρήγορα, θα πρέπει να παρθεί η απόφαση για το αν το ευρώ θα γίνει ένα νέο μάρκο του Ράιχ ή μία ακόμα Λατινική Νομισματική Ενωση.

Η πολιτική Πράξεων Μακροπρόθεσμης Αναχρηματοδότησης (Long-Term Refinancing Operations – LTRO) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που άρχισε να εφαρμόζεται στα τέλη του περασμένου έτους, δεν αποτελεί παρά προσωρινό μέτρο παροχής ρευστότητας. Εχει δημιουργήσει μια επίπλαστη σταθερότητα, που απλώς αναβάλλει τη στρατηγική απόφαση που πρέπει να λάβει η Ευρωζώνη. Η απόφαση αυτή έχει πολιτικό χαρακτήρα: υπάρχει, άραγε, ηγέτης με το ειδικό βάρος ενός Μπίσμαρκ ή ενός Αβραάμ Λίνκολν, ικανός να επιστατήσει της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης; Θα στηρίξουν, άραγε, οι ψηφοφόροι μια πολιτική ένωση; Θέλει, άραγε, η Γερμανία να αναλάβει τον ρόλο της αναγκαίας κυρίαρχης ατμομηχανής;

Προς το παρόν η απάντηση είναι αρνητική. Αντί να υπάρχει συσπείρωση υπέρ του σκοπού της πολιτικής ένωσης της Ευρώπης, συμβαίνει το αντίθετο. Στις χώρες της περιφέρειας δημιουργούνται κινήματα διαμαρτυρίας και διχασμοί, καθώς αυξάνεται η ανεργία. Τα πλεονασματικά κράτη αντιστέκονται σε ό, τι αντιλαμβάνονται ως «επιχειρήσεις διάσωσης». Οι δύο κρίσιμοι παράγοντες που κράτησαν ζωντανό το ευρωπαϊκό εγχείρημα, η αλληλεγγύη με στόχο να αποτραπεί μια επανάληψη των Παγκοσμίων Πολέμων και η άμυνα κατά της Σοβιετικής Ενωσης, έχουν πλέον εξαφανιστεί.

Η επικύρωση της Συνθήκης έτσι ώστε να διασφαλίζεται η ισοσκέλιση των προϋπολογισμών μόνο σίγουρη δεν είναι. Τα κόμματα του λαϊκισμού, είτε από την εθνικιστική δεξιά είτε από τη σκληροπυρηνική αριστερά, βρίσκονται σε άνοδο. Στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις ενόψει των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία, η Μαρίν Λεπέν του Εθνικού Μετώπου και ο αντιευρωπαϊστής αριστερός Ζαν Λικ Μελενσόν αποσπούν σχεδόν το 30% της στήριξης.

Η υπερδύναμη της Ευρώπης είναι η Γερμανία. Για προφανείς ιστορικούς λόγους, η πολιτική της ελίτ δεν είναι σε καμία περίπτωση βέβαιη ότι θέλει να ηγηθεί της Ευρώπης. Παρά την επιρροή που εξακολουθούν να ασκούν όσοι τάσσονται υπέρ της αλληλεγγύης στην Ευρωζώνη, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η ενίσχυση του σκεπτικισμού. Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, επικρίνει επί μονίμου βάσεως τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες της Ελλάδας, ενώ τον Φεβρουάριο αναφέρθηκε περιφρονητικά στη χώρα με τον χαρακτηρισμό «πηγάδι δίχως πάτο».

Η Γερμανία μπορεί κάλλιστα να μπει στον πειρασμό να στρέψει το βλέμμα προς Ανατολάς, και να αναπτύξει ισχυρότερους δεσμούς με αναδυόμενες οικονομίες που χαρακτηρίζονται από νεότερους πληθυσμούς, αντί να δεσμευτεί να επιδοτεί τις χώρες της δυτικής και της νότιας Ευρώπης με τους γηράσκοντες πληθυσμούς και τις εμμονές περί κεκτημένων δικαιωμάτων.

Απέχουμε παρασάγγας από τις «Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης». Μπορεί στις ΗΠΑ να διατηρούνται οι διαφορές από περιφέρεια σε περιφέρεια, αλλά είναι συγκριτικά ήπιες. Η Αστερόεσσα στέκεται περήφανα σε κάθε σχολική τάξη, ενώ αν ταξιδέψετε από τη Φλόριντα μέχρι το Μισισίπι ή από το Σιάτλ μέχρι το Λιτλ Ροκ θα έχετε διαρκώς την αίσθηση ότι βρίσκεστε στην ίδια χώρα. Στην Ευρώπη λατρεύουμε τις διαφορές μας, ή τις υπερτονίζουμε κιόλας. Οι επιμέρους προτιμήσεις τόσο μεγάλου αριθμού διαφορετικών παραγόντων πάντα οδηγούν σε αποκλίνοντα τελικά αποτελέσματα σε αυτό που οι οικονομολόγοι αποκαλούν «πραγματικό κόσμο».

Μιας και η πλήρης ενοποίηση είναι μάλλον απίθανο να συμβεί, η συντεταγμένη διάλυση του ευρώ είναι προτιμότερη από τον αργό θάνατό του στην πυρά των εμπορικών ανισορροπιών και του δημόσιου χρέους. Αυτό ήδη συμβαίνει στα κρυφά. Οι κεντρικές τράπεζες κάθε χώρας φορτώνονται τίτλους χρέους των κυβερνήσεών τους. Πρόκειται για προάγγελο διάλυσης μιας νομισματικής ένωσης.

Αντί να δίνουν λάθος μάχες, οι Ελληνες πολιτικοί θα πρέπει να αρχίσουν να εστιάζουν την προσοχή τους στις αντικειμενικές αλήθειες της οικονομικής ανάπτυξης, και στο πώς θα ενισχυθεί η παραγωγικότητα. Δεν μπορούν να σώσουν μονάχοι τους το ευρώ, αλλά μπορούν να κάνουν κάτι παραπάνω για να σώσουν την ελληνική οικονομία – μεταρρυθμίσεις που θα είναι απαραίτητες είτε η Ελλάδα παραμείνει στη νομισματική ένωση είτε όχι.

* Ο κ. Ιάσων Μανωλόπουλος είναι συγγραφέας του βιβλίου «το Επαχθές χρέος της Ελλάδας».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή