Η ζωγράφος Μαρία Ρουσέα

3' 43" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Φυσική γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης τα Επτάνησα, στις εικαστικές τέχνες διέρρηξαν τους δεσμούς τους με τη μεταβυζαντινή κρητική παράδοση και, διά της Βενετσιάνικης Σχολής, υιοθέτησαν τις αρχές της δυτικής τέχνης που ίσχυαν από την Αναγέννηση. Πρωτοπόρος της κίνησης αυτής υπήρξε ο Παναγιώτης Δοξαράς (1666-1729), με τις καινοτομίες του οποίου θεμελιώθηκε η λεγόμενη Επτανησιακή Σχολή ζωγραφικής, που αναπτύχθηκε τον 18ο και τον 19ο αι. και ατόνησε μετά την Ενωση της Επτανήσου.

Η Μαρία Ρουσέα είχε τη μεγάλη τύχη να γευθεί τα αγαθά του επτανησιακού πολιτισμού λίγο πριν από τη δύση του, να βιώσει τον τρόπο ζωής της αλλοτινής Ζακύνθου. Συγκαταλέγεται στους Επτανήσιους καλλιτέχνες οι οποίοι, σύμφωνα με την εμπειρική περιοδολόγηση, ανήκουν σε δύο διαφορετικές εποχές, την πριν από τους σεισμούς του 1953, που αφάνισαν τον επτανησιακό πολιτισμό, και τη μετασεισμική.

Κόρη του γνωστού ζωγράφου Χρήστου Ρουσέα, γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1929 και μεγάλωσε, όπως και η μικρότερη αδελφή της, η ηθοποιός Τζένη Ρουσέα, σ’ ένα καλλιτεχνικό περιβάλλον που προσπαθούσε να συντηρεί την παράδοση του επτανησιακού πολιτισμού. Το 1951-1952 άρχισε τις σπουδές ζωγραφικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, αφού προηγουμένως είχε παρακολουθήσει το προκαταρκτικό έτος με τον Γιάννη Μόραλη. Αμέσως μετά το πέρας των σπουδών της συμμετείχε στην Πανελλήνια Εκθεση του Ζαππείου και σε άλλες ομαδικές εκθέσεις, έως το 1962, οπότε αναχώρησε για την Ιταλία με τριετή υποτροφία. Στη Ρώμη σπούδασε συντήρηση, τοιχογραφία και συντήρηση χαρτιού, ενώ αμέσως μετά στο Μόναχο σπούδασε συντήρηση πινάκων σε μουσαμά. Οι σπουδές τής εξασφάλισαν μια θέση συντηρήτριας στο υπουργείο Πολιτισμού, ενώ παράλληλα ανέπτυξε και εκπαιδευτική δραστηριότητα.

Από την αποφοίτησή της από την ΑΣΚΤ έως το 1962, οπότε αναχώρησε για την Ιταλία, ουσιαστικά παρουσίασε τη δουλειά της -εκτός από την Πανελλήνια Εκθεση το 1957- στην πρώτη ατομική της έκθεση, το 1958, στην αίθουσα «Κούρος» του Λεωνίδα Χρηστάκη, που υποστήριζε τους νέους καλλιτέχνες. Σύσσωμη η κριτική επιφύλαξε θετική υποδοχή στο έργο της. Η πρώτη περίοδος κλείνει με την έκθεση την οποία οργάνωσε στη Ζάκυνθο το 1962. Υστερα από το πέρας των σπουδών της, με την επιστροφή της στην Ελλάδα, οι οικογενειακές αλλά και επαγγελματικές υποχρεώσεις καθώς και το ψυχικό βάρος της επτάχρονης δικτατορίας ανέστειλαν κάθε επαγγελματική κίνηση έως το 1973, οπότε ανάρτησε σε δημόσιο χώρο τους πρώτους «Φτερωτούς Καβαλλάρηδες». Ως θέμα και τεχνική αποτελούν σταθμό στην πορεία της, καθώς συνιστούν μια θεματική ενότητα που δείχνει ότι η Ρουσέα επικεντρώνει την έρευνά της στη μορφοποίηση μιας συγκεκριμένης ιδέας.

Με τη σειρά «Φρούτα με φόντο τη Ζάκυνθο», στις αρχές της δεκαετίας του 1980, θα συνεχίσει τις αναζητήσεις της στην τεχνική της νωπογραφίας φτάνοντας σε εξαιρετικά αποτελέσματα. Ενθαρρυμένη από την κριτική, το 1983 θα παρουσιάσει τις νωπογραφίες της στον «Ζυγό» και θα προσελκύσει την προσοχή. Η Ρουσέα συγκαταλέγεται στους λιγοστούς καλλιτέχνες διεθνώς που ασχολούνται με τη νωπογραφία τον 20ό αιώνα.

Απόκοσμη ατμόσφαιρα

Ο θάνατος του άντρα της, ζωγράφου Κώστα Μπάρμπα, θα την οδηγήσει στη δημιουργία μιας ενότητας με ακρυλικό, σκόνες και σινική, με τίτλο «Πάροδος Χρόνου», την οποία θα εκθέσει το 1994 στην Γκαλερί «24». Η Ρουσέα φιλοτεχνεί τοπία όπου δεσπόζει το γαλάζιο της θάλασσας την ώρα του δειλινού, ενώ σε πρώτο επίπεδο απεικονίζονται ένα ή περισσότερα γυναικεία κεφάλια, ως προτομές, ή δίνουν την εντύπωση ότι επιπλέουν στην επιφάνεια της θάλασσας σαν να διανύουν το ταξίδι τους στην αιωνιότητα. Τη διετία 1997-1998 φιλοτέχνησε τη σειρά «Τόποι και Πνεύματα», όπου συνδυάζει το τοπίο με αγγελικές μορφές αλλά και πραγματικές, όπως οι κοπέλες της Ζακύνθου, δημιουργώντας πάλι ατμόσφαιρα απόκοσμη. Πρόκειται για έργα που στηρίζονται στη φαντασία και τη μνήμη, υπονομεύοντας τη φωτογραφική αναπαραγωγή. Πέντε χρόνια αργότερα, το 2007, δείχνει ότι κλείνει η εικαστική της κατάθεση με τις προσωπογραφίες του Σολωμού, του Κάλβου και του Φώσκολου, ακρυλικά πάνω σε ξύλο από κατεστραμμένες εικόνες.

Διακριτική, αποφεύγοντας από στάση και θέση τις επαναστατικές χειρονομίες, δήλωνε την παρουσία της στα εικαστικά πράγματα μόνο όταν είχε να πει κάτι με τη ζωγραφική της. Κουβαλώντας στην ψυχή της την πατρίδα της Ζάκυνθο, στηρίχθηκε στις αξίες του επτανησιακού πολιτισμού. Χωρίς να απομακρυνθεί από τη μακραίωνη καλλιτεχνική παράδοση, ακολούθησε τα σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα και την ιδιοσυγκρασία της.

Υψηλού αισθητικού αποτελέσματος η έκδοση, η οποία συνοδεύεται από ένα ιδιαίτερα αναλυτικό κείμενο της ιστορικού τέχνης Δώρας Μαρκάτου για τη Μαρία Ρουσέα, δεν συνιστά μόνο συμβολή στην τοπική καλλιτεχνική ιστορία της Ζακύνθου αλλά γενικότερα στα εικαστικά πράγματα, αναδεικνύοντας το έργο μιας σημαντικής, όσο και άγνωστης στο ευρύτερο κοινό, δημιουργού.

* Ο κ. Διονύσης Ν. Μουσμούτης είναι διευθυντής του περιοδικού «Ιστορία».

– Δώρα Φ. Μαρκάτου, Η ζωγράφος Μαρία Ρουσέα. Γ.Α.Κ. Αρχεία Ν. Ζακύνθου / Δημόσια Ιστορική Βιβλιοθήκη Ζακύνθου / Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ζακύνθου, 2011, σελ. 160. Εκτός εμπορίου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή