Πώς σώθηκε η αγροτική οικονομία

Πώς σώθηκε η αγροτική οικονομία

3' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η ύπαιθρος έχει κατορθώσει ώς σήμερα να συγκρατήσει τις συνέπειες της κρίσης στην οικονομία και την απασχόληση, σε εντυπωσιακό βαθμό σε σχέση με τα αστικά κέντρα. Είναι χαρακτηριστικό πως ενώ η συμβολή της αγροτικής οικονομίας στο ΑΕΠ υπολογιζόταν στο 3,5% το 2009, πέρυσι ανέβηκε στο 4,1%, με βελτίωση μάλιστα του ισοζυγίου εξαγωγών του κλάδου. Η αγροτική εκμετάλλευση φάνηκε να συγκρατεί τις θέσεις με μικρά πλήγματα και με παράλληλη εισροή από τον αστικό χώρο, σε επίπεδα που λίγο-πολύ ίσχυαν και προ κρίσης. Ομως, στην πραγματικότητα, τα μεγέθη αυτά δεν μπορούν να εμπνέουν καμιά ικανοποίηση ή αισιοδοξία για το μέλλον.

Το πραγματικό κόστος της οικονομικής σωτηρίας της υπαίθρου, όπως φάνηκε και στην περίπτωση της Μανωλάδας, «μετριέται» διαφορετικά.

Ο «άγνωστος παράγοντας ανάπτυξης» της αγροτικής μας οικονομίας, της τελευταίας 30ετίας, όπως τον αποκαλούν οι ακαδημαϊκοί, στην πραγματικότητα κατασκευάστηκε ως τέτοιος προκειμένου να εξυπηρετήσει την ανταγωνιστικότητα. Δεν είναι άλλος από τον μεταναστευτικό πληθυσμό, ο οποίος παρέχει ανειδίκευτη εργασία χαμηλού κόστους. Παραμένει δε, άγνωστος, αφού υπολογίζεται σε πλέον του ενός εκατομμυρίου ανθρώπων, μεν, όμως οι μισοί εκτιμάται πως ζουν σε καθεστώς παρανομίας. «Ο αγροτικός τομέας βρίσκεται σε σταθερή πορεία εκσυγχρονισμού εδώ και σαράντα χρόνια», λέει ο Αντώνης Μωυσίδης, καθηγητής Αγροτικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου. Το 1971, το 53,9% του πληθυσμού απασχολούνταν στη γεωργία και η δομή της παραγωγής στηριζόταν στην οικογένεια.

Το 2001 μόλις το 13,4% του πληθυσμού απασχολούνταν στη γεωργία και την κτηνοτροφική παραγωγή και η ύπαιθρος γερνούσε σε βαθμό που έδειχνε να μην είναι σε θέση να εξακολουθήσει να παράγει.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να εκσυγχρονιστεί, να αναδιαρθρωθεί σταδιακά σε βιομηχανική βάση, απασχολώντας πολύ περισσότερους μόνιμους ή εποχικούς υπαλλήλους.

«Για παράδειγμα, τη δεκαετία του ’90 καταγράφονταν πολύ περισσότερα αγροτικά μηχανήματα, όπως τρακτέρ, απ’ ό,τι τις προηγούμενες δεκαετίες. Τα πρώτα κύματα μεταναστών αναδημιούργησαν τον παραγωγικό κορμό της αγροτικής οικονομίας ρίχνοντας το κόστος των ημερομισθίων. Οχι μόνο δεν έκλεψαν τις δουλειές των Ελλήνων, αλλά ζωντάνεψαν την ύπαιθρο που μαράζωνε», λέει ο κ. Μωυσίδης. Κατά την περίοδο 1991-2000 οι αγροτικές εκμεταλλεύσεις διπλασιάστηκαν, ώς το 2007 όμως είχαν πενταπλασιαστεί. Ενώ οι αγροτικές εκμεταλλεύσεις που χρησιμοποιούσαν εποχική εργασία το 1991 αντιπροσώπευαν το 29% του συνόλου, το 2007 οι εκμεταλλεύσεις αυτές ήταν το 43%. Από το 1998 ώς το 2012 οι μισθωτοί στον πρωτογενή τομέα αυξήθηκαν κατά 78%, ξεπερνώντας τα 46.000 άτομα, ενώ ακόμα και τη διετία 2009-2011 τα νούμερα εργαζομένων, εργατοωρών και εκμεταλλεύσεων παρέμεναν περίπου στα επίπεδα του 2005-06.

Σήμερα, στην ύπαιθρο υπάρχουν τρεις διακριτές τάξεις: οι αγρότες, οι μόνιμοι μισθωτοί μετανάστες εργάτες και οι εποχικοί. Οπως λέει ο Απόστολος Παπαδόπουλος, αναπληρωτής καθηγητής στη Γεωγραφική και Κοινωνική Ανάλυση του Αγροτικού Χώρου, στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, «κατάλαβα ότι υπάρχει συγκεκριμένο κοινωνικό στάτους, όταν είδα κατάστημα της westerunioκαι call centers στη μέση του πουθενά στην Ηλεία. Οι Πακιστανοί, Μπανγκλαντεσιανοί μετανάστες χωρίς χαρτιά συντηρούνται στο χαμηλότερο επίπεδο διαβίωσης, θέλοντας μόνο να εργάζονται και να στέλνουν χρήματα πίσω».

Η διάρθρωση της εργασίας στην ύπαιθρο ακολούθησε τη διαδικασία ένταξης των μεταναστών. Από σχετική έρευνα των Παπαδόπουλου – Κασσίμη του 2011 φαίνεται πως οι μετανάστες που έφτασαν ώς το 2005 στη χώρα (χρονιά κατά την οποία σταμάτησαν οι νομιμοποιήσεις) εντάσσονται περισσότερο στο δυναμικό των μόνιμων εργατών γης, προτιμούν τις περιοχές στις οποίες υπάρχει πολυκαλλιέργεια και ενσωματώνονται στις τοπικές κοινωνίες. Αντιθέτως, οι μετανάστες ασιατικής καταγωγής που ήρθαν αργότερα δεν περιμένουν καμιά διαδικασία νομιμοποίησης που θα τους επέτρεπε να ενσωματωθούν στην ελληνική κοινωνία και προτιμούν τις περιοχές εποχικής εντατικής καλλιέργειας. Σ’ αυτές τις περιοχές το 81% των εργατών γης παρουσιάζει εισόδημα κάτω των 10.000 ευρώ ετησίως, με τους Αλβανούς να ηγούνται της πυραμίδας και τους Μπανγκλαντεσιανούς να έρχονται τελευταίοι με εισόδημα μόλις 5.400 ευρώ περίπου.

Τι ισχύει διεθνώς

Ο ανταγωνισμός είναι η αιτία του φαινομένου «Μανωλάδα», λέει ο Χαράλαμπος Κασσίμης, καθηγητής στο Εργαστήριο Γεωργικών Εφαρμογών, Αγροτικών Συστημάτων και Αγροτικής Κοινωνιολογίας στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. «Διαφορετικές χώρες διαθέτουν διαφορετικό κόστος εργασίας στο χωράφι, όμως το κόστος αυτό συνιστά το 50% του τελικού κόστους παραγωγής, άρα η συρρίκνωσή του θεωρείται σημαντική». Παρόμοια περιστατικά άγριας εκμετάλλευσης παρατηρήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια στην Πούλια της Ιταλίας και στην περιοχή Ελ Χίντο της Ισπανίας. Εκεί υιοθετείται πλέον το μοντέλο της συμβολαιακής εργασίας ελεγχόμενης μετανάστευσης. Μαροκινοί εποχικοί μετανάστες εργάζονται στη συγκομιδή με δικαίωμα -εφόσον επιστρέψουν στην πατρίδα τους- να επαναπροσληφθούν τον επόμενο χρόνο.

Στην Αγγλία, τη δουλειά κάνουν εποχικοί εργάτες από την Καμπότζη. Νομιμότητα όμως δεν σημαίνει και λύση του προβλήματος. Στην Ιρλανδία, παρότι ο αγρότης υποχρεούται να παρέχει στέγη και ασφάλιση, η εντατικοποίηση της παραγωγής οδηγεί σε υπερεκμετάλλευση της εργασίας, όπως γίνεται, για παράδειγμα, με τη μέτρηση της αποδοτικότητας ενός εργάτη γης ανά καφάσι κ.ο.κ. Σε πολλές Πολιτείες των ΗΠΑ λειτουργούν ειδικές οικονομικές ζώνες όπου ισχύουν τα ημερομίσθια των χωρών καταγωγής των μεταναστών εργατών γης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή