Μια θρυλική μορφή του σουηδικού ποδοσφαίρου

Μια θρυλική μορφή του σουηδικού ποδοσφαίρου

5' 27" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στα τέλη της δεκαετίας του ’40, η Ευρώπη προσπαθούσε να μαζέψει τα κομμάτια της από τη λαίλαπα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι χώρες της Γηραιάς Ηπείρου άρχισαν να στέκονται δειλά δειλά στα πόδια τους και να βάζουν ξανά στο προσκήνιο τον αθλητισμό, ο οποίος ύψωσε το ανάστημά του στους κομβικούς Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου το 1948.

Ηταν οι Αγώνες της «Ιπτάμενης Νοικοκυράς», Φάνι Μπλάνκερς – Κουν και του Εμίλ Ζάτοπεκ. Ωστόσο, μακριά από το πνεύμα των Αγώνων και πολύ πίσω από την Ολλανδή σπρίντερ και τον Τσεχοσλοβάκο δρομέα, μία ποδοσφαιρική ομάδα έθελξε με τις εμφανίσεις της ακόμα και το απαιτητικό – ιδιότροπο αγγλικό φίλαθλο κοινό. Η εθνική Σουηδίας κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο του τουρνουά, έχοντας σε ηγετικό ρόλο μία εκπληκτική επιθετική τριπλέτα. Τους Γκούναρ Γκρεν, Γκούναρ Νόρνταλ και Νιλς Λίντχολμ. Η περίφημη «Γκρε-Νο-Λι» (από τα αρχικά των επιθέτων τους) μάγεψε την ποδοσφαιρική Ευρώπη και άνοιξε νέους ορίζοντες στο σουηδικό ποδόσφαιρο. Ο πρώτος που κατάφερε να βάλει τη λέξη «επαγγελματίας» στη σκανδιναβική χώρα ήταν ο Γκούναρ Νόρνταλ, ο οποίος πάντως πλήρωσε και εν μέρει μετάνιωσε γι’ αυτήν την επιλογή του.

Γεννήθηκε στις 19 Οκτωβρίου 1921 στο Χέρνεφορς, μία βιομηχανική πόλη στα βορειοανατολικά της Σουηδίας και μεγάλωσε μαζί με άλλες τέσσερις αδερφές και πέντε αδερφούς! Ολη η οικογένεια, μία ντουζίνα άνθρωποι, έμεναν σε μία μικρή μονοκατοικία, με τη μητέρα να ασχολείται με το νοικοκυριό και τον πατέρα να δουλεύει σε ένα εργοστάσιο πολτού. Κατά τη διάρκεια της εφηβείας του και ο μικρός Γκούναρ πέρασε από την ίδια θέση, συνεισφέροντας πολύτιμα μεροκάματα στην πολυπληθή οικογένεια.

Παράλληλα, όμως, ήθελε να παίζει και ποδόσφαιρο. Ξεκίνησε από την τοπική ομάδα στα 16 του και ξεχώριζε από όλα τα άλλα παιδιά της ηλικίας του. Πιο ψηλός και πιο γεροδεμένος από όλους, κατάφερνε να σκοράρει με χαρακτηριστική ευκολία. Τα 68 γκολ σε 41 εμφανίσεις προσείλκυσαν τις μεγαλύτερες ομάδες της χώρας. Το 1940, με τη Σουηδία να μένει ουδέτερη στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Νόρνταλ βρήκε ποδοσφαιρική στέγη στην Ντέγκερφορς, ομάδα πρώτης κατηγορίας. Σκόραρε κατά ριπάς κι εκεί, με αποτέλεσμα το 1944 να έρθει η πρόταση της πολύ πιο ισχυρής Νόρκεπινγκ, η οποία για να τον δελεάσει του πρόσφερε και δουλειά πυροσβέστη! Εκεί, κατέκτησε τέσσερα συνεχόμενα πρωταθλήματα, ενώ το 1945, έπειτα από έναν αγώνα κόντρα στη Λανσκρόνα στον οποίο σκόραρε επτά γκολ, ήρθε και η κλήση στην εθνική ομάδα. Εκεί, βρήκε τον Γκρεν που αγωνιζόταν στην Γκέτεμποργκ και δύο χρόνια αργότερα και τον Λίντχολμ, που την επόμενη χρονιά θα έβρισκε και στη Νόρκεπινγκ. Η τριπλέτα «Γκρε-Νο-Λι» οδηγεί τη Σουηδία στην κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου στους Ολυμπιακούς του Λονδίνου (1948) και τα μάτια των ευρωπαϊκών ομάδων πέφτουν πάνω τους. Κυρίως, όμως, στην αιχμή της τριπλέτας, τον εντυπωσιακό Νόρνταλ που με ύψος 1,85 μ. και γεροδεμένο βάρος 95 κ. «γεμίζει» τις αντίπαλες περιοχές.

Στο Λονδίνο έγιναν γνωστοί και ένα χρόνο αργότερα άρχισαν να γράφουν από την αρχή την ιστορία μιας ομάδας που έψαχνε να βρει τα πατήματά της. Με επικεφαλής τον Νόρνταλ η Μίλαν θα ανακτούσε τα πρωτεία στην Ιταλία και θα καθιερωνόταν σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Στα χρόνια του Μεσοπολέμου, οι Μιλανέζοι βρίσκονταν σε παρακμή και κατάφεραν να βγουν από την αφάνεια, βάζοντας μπόλικο κίτρινο και μπλε χρώμα στη ροσονέρι εμφάνισή τους…

Η μάχη Μίλαν – Γιουβέντους

Η «μάχη» για την απόκτηση του Νόρνταλ δεν ήταν εύκολη. Γιουβέντους και Μίλαν θα τον πλησιάσουν πρώτες στις αρχές του 1949 και θα τον πείσουν κατ’ αρχάς να μετακομίσει στην Ιταλία. Εκείνη την εποχή, οι δύο ομάδες πολιορκούσαν και έναν άλλον επιθετικό, τον Δανό Γιόχανς Πλέγκερ, ο οποίος φαινόταν να καταλήγει στη Μίλαν. Ωστόσο, κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, η Γιουβέντους έκλεψε τον Δανό από τους «ροσονέρι», κίνηση η οποία προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση στο ιταλικό ποδόσφαιρο. Ο αστικός μύθος της εποχής λέει πως το αφεντικό της ομάδας του Τορίνου, o Τζιοβάνι Ανιέλι, για να ρίξει τους τόνους άφησε τον Νόρνταλ να αγωνιστεί στη Μίλαν, με τη… δικαιολογία ότι δεν τον χρειάζεται η ομάδα του που είχε αποκτήσει τον Δανό. Η Ιστορία έδειξε πως ο Ανιέλι είχε κάνει λάθος, αφού ο Νόρνταλ στο Μιλάνο έχτισε ένα μοναδικό μύθο, έχοντας και τη βοήθεια των συμπατριωτών του, λίγους μήνες αργότερα. Αντίθετα, ο Δανός δεν στέριωσε στο Τορίνο.

Ωστόσο, ο Νόρνταλ έπρεπε να πληρώσει ένα ακριβό τίμημα. Θα έπρεπε να γίνει επαγγελματίας, κάτι που σήμαινε πως δεν θα είχε πια δικαίωμα συμμετοχής στην εθνική ομάδα της χώρας του, στην οποία το ποδόσφαιρο ήταν σε ερασιτεχνικό επίπεδο. Ηξερε, όμως, πως αυτή ήταν η χρυσή ευκαιρία του να βγάλει από τη μιζέρια τον ίδιο και την οικογένειά του. Υπέγραψε συμβόλαιο 2,5 ετών με τη Μίλαν, έχοντας μηνιαίο μισθό 1.300 σουηδικές κορώνες, πήρε ως πριμ άλλες 25.000 αλλά και ένα μεγάλο διαμέρισμα. Ταυτόχρονα, έγινε ο πρώτος επαγγελματίας Σουηδός ποδοσφαιριστής, ανοίγοντας τον δρόμο και σε άλλους παίκτες της πατρίδας του, γεγονός που αργότερα άλλαξε το καθεστώς στο σουηδικό ποδόσφαιρο, το οποίο δεν μπορούσε πια να ακολουθεί τον δρόμο του ερασιτεχνισμού.

Η «σφραγίδα» του στην αναγέννηση των «ροσονέρι»

Από την πρώτη του κιόλας χρονιά στη Μίλαν έδειξε τις εκτελεστικές του ικανότητες. Αγωνιζόμενος από τον Ιανουάριο και μετά, κατάφερε μέχρι το τέλος της σεζόν 1948-49 να σκοράρει 16 γκολ σε 15 ματς! Ο Νόρνταλ ήταν αποφασισμένος να βγάλει τη Μίλαν από τη μετριότητα στην οποία είχε περιέλθει. Ο τότε τεχνικός των «ροσονέρι», ο Ούγγρος Λάγιος Τσέιζλερ, αντιλήφθηκε πως ο Νόρνταλ με την κατάλληλη βοήθεια θα μπορούσε να επαναφέρει την ομάδα στην κορυφή. Και ποια καλύτερη συνταγή από την ήδη επιτυχημένη της «Γκρε-Νο-Λι»; Οι Γκούναρ Γκρεν και Νιλς Λίντχολμ ακολούθησαν κι αυτοί τα χνάρια του συμπατριώτη τους και το καλοκαίρι του 1949 έσμιξαν ξανά όλοι μαζί.

Την πρώτη χρονιά κόντραραν στα ίσα τη Γιουβέντους και η επόμενη τους ανήκε. Η Μίλαν κατέκτησε τον τίτλο μετά 44 χρόνια, με τον Νόρνταλ να σκοράρει 34 γκολ, τα περισσότερα από τα οποία προήλθαν από συνεργασία των τριών Σουηδών. Εμεινε στο Μιλάνο μέχρι το 1956, κατακτώντας άλλο ένα πρωτάθλημα και συμβάλλοντας καθοριστικά στην αναγέννηση της Μίλαν. Αναδείχθηκε πέντε φορές πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος, ενώ παραμένει πρώτος σκόρερ της Μίλαν με 210 γκολ σε 257 εμφανίσεις στη Σέριε Α! Επίσης, κατέχει την τρίτη θέση των «κανονιέρηδων» στο ιταλικό πρωτάθλημα με 225 γκολ (πέτυχε άλλα 15 με τη Ρόμα από το 1956 έως το 1958), πίσω από τους Σίλβιο Πιόλα με 275 και τον εν ενεργεία Φραντσέσκο Τότι με 227!

Τα δύο από τα αδέρφια του αγωνίστηκαν κι αυτά στην Ιταλία. Ο Μπερτίλ στην Αταλάντα και ο Κνατ στη Ρόμα. Επίσης, ο γιος του, Τόμας, ήταν μέλος της ομάδας της Σουηδίας που πήρε μέρος στο Μουντιάλ του 1970. Ο σπουδαίος φορ, που στη συνέχεια ασχολήθηκε με την προπονητική στην πατρίδα του, πέθανε στις 15 Σεπτεμβρίου 1995 από καρδιακή προσβολή στο Αλγκέρο της Σαρδηνίας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή