Ολη η ζωή του… σαν λαϊκό τραγούδι

Ολη η ζωή του… σαν λαϊκό τραγούδι

5' 21" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Για μία εικοσαετία δούλευα νυχθημερόν έξι ημέρες την εβδομάδα. Ολη μέρα έπαιζα στο στούντιο και το βράδυ στα μαγαζιά.

Εχει μια αρχοντιά ο Χρήστος Νικολόπουλος. Είναι απ’ αυτήν την παλιά ελληνική φύτρα όπου η ευγένεια είναι ανεπιτήδευτη, η σεμνότητα αυτονόητη, η τιμιότητα βαριά κληρονομιά. Γεννήθηκε στο Καψοχώρι της Ημαθίας, τον Ιούλιο του 1947, γιος αγροτών.

Η μουσική ήταν η μεγάλη του αγάπη και το πολύτιμο ταλέντο του. Από μικρός έπαιζε σε πανηγύρια και γιορτές, εξαιρετικός δεξιοτέχνης στο μπουζούκι, για να βοηθήσει την οικογένεια, και όταν ήρθε στην Αθήνα ευτύχησε να συνεργαστεί με τα σπουδαιότερα ονόματα του λαϊκού και έντεχνου τραγουδιού: Βαμβακάρης, Τσιτσάνης, Ζαμπέτας, Καζαντζίδης, Καλδάρας, Λοΐζος, Χιώτης, Βοσκόπουλος, Θεοδωράκης, Λεοντής, ο κατάλογος είναι μακρύς.

Η λαϊκή του καταγωγή σημάδεψε και τις συνθέσεις του, που χαρακτηρίζονται από μια ενστικτώδη λαϊκότητα, κουβαλούν βίωμα και ατόφιο συναίσθημα. Σε λίγες μέρες, στις 28 και 29/1, συνοδεία της αφρόκρεμας του λαϊκού τραγουδιού -Πασχάλης Τερζής, Γλυκερία, Δημήτρης Μπάσης, Κώστας Μακεδόνας, Μελίνα Ασλανίδου, Γιώτα Νέγκα κ.ά.- και δεκαπενταμελούς ορχήστρας, ο Χρ. Νικολόπουλος θα παρουσιάσει «της ζωής του τα τραγούδια» στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Mε μεγάλη χαρά δέχθηκε να κάνει μια εφ’ όλης της ύλης εξομολόγηση στην «Κ».

«Στο μηδέν η δισκογραφία»

Οι άνθρωποι που διαχειρίζονται τα νυχτερινά μαγαζιά εκμεταλλεύονται την κρίση. Δεν στηρίζουν τα σχήματα, σου λένε «φέρε κόσμο και πάρε τα ποσοστά σου».

Η δισκογραφία σήμερα. «Ο χώρος μας περνάει μεγάλο δράμα, η δισκογραφία δεν υπάρχει πια, βρίσκεται στο μηδέν. Τα δικαιώματα από τα τραγούδια έχουν πέσει σε ποσοστό 80% από το 2008 μέχρι σήμερα. Αποφεύγω τις εμφανίσεις, να είμαι αρκετό καιρό σε ένα νυχτερινό μαγαζί. Οι άνθρωποι που διαχειρίζονται τις επιχειρήσεις αυτές εκμεταλλεύονται την κρίση. Δεν στηρίζουν τα σχήματα, σου λένε “φέρε κόσμο και πάρε τα ποσοστά σου”. Εκτός από δυο-τρεις μεγάλους χώρους που δουλεύουν με τους φιρμάτους, όλοι οι άλλοι έτσι λειτουργούν. Εχει αλλάξει και το ήθος στους επιχειρηματίες, κυρίως στους νεότερους. Ξέρω τι σας λέω, μιλάω με πολύ κόσμο. Αφού καμιά φορά γελάω όταν ακούω βουλευτές και πολιτικούς που λένε ότι μιλάνε με τον κόσμο και ξέρουν τα προβλήματά του. Τίποτε δεν ξέρουν, ιδέα δεν έχουν. Εμείς μιλάμε με τον κόσμο, είμαστε κοινωνιολόγοι».

Διασκέδαση τότε και τώρα. «Παρακολουθώ τι συμβαίνει στο τραγούδι. Υπάρχουν τραγουδιστές που μ’ αρέσουν οι φωνές τους αλλά δεν κάνουν καλές επιλογές τραγουδιών και δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να συνεργαστώ μαζί τους. Γιατί να χαλάσω τον χαρακτήρα μου, εγώ βαδίζω στη γραμμή του Τσιτσάνη. Εξάλλου, τα δικά μου τραγούδια, και κάποιων άλλων σαν και μένα, στηρίζουν τα προγράμματα των νέων τραγουδιστών. Η διασκέδαση, πάντως, είναι πολύ καλύτερη σήμερα. Είναι πιο πολιτισμένη. Εμείς είχαμε τα πιάτα. Ερχονταν οι λεφτάδες, παράγγελναν χίλια πιάτα και άρχιζαν να σπάνε οι σερβιτόροι. Πόσες φορές δεν μας είχαν κόψει τα πόδια με τα πιάτα… Και δεν μπορούσαμε να πούμε και τίποτα. Ηταν άγρια τα πράγματα».

Ποιοι τον επηρέασαν. «O πατέρας μου δεν ήθελε να ακολουθήσω τη δουλειά αυτή. Τότε, αν ήσουν σ’ αυτόν τον χώρο, ήσουν αλήτης. Το δέχτηκε τελικά, και το μόνο που μου είπε ήταν “πρόσεξε αυτούς που κάνεις παρέα, να είσαι τίμιος άνθρωπος, να είσαι καλός άνθρωπος και ο χρόνος θα τα δείξει όλα αυτά”. Από τον Καζαντζίδη πήρα τη νοοτροπία του ψαξίματος ενός τραγουδιού. Και από τον Νταλάρα την εργασιομανία και την τελειομανία. Και έμαθα και πολλά πράγματα πάνω στη μουσική από τον Γιώργο. Ολα αυτά τα πράγματα προσπάθησα να τα περάσω και στα δύο παιδιά μου».

Για το Μέγαρο. «Μου αρέσει το Μέγαρο. Εχει μια μεγαλοπρέπεια. Κάποια στιγμή είχε ακουστεί ότι θα κλείσει, αλλά τελικά ξεπεράστηκαν τα προβλήματα. Ολοι στον χώρο μου έχουν φιλοδοξία για κάτι καλύτερο και το Μέγαρο θεωρείται ότι είναι το κάτι καλύτερο για ανθρώπους σαν κι εμάς. Είχα ξαναεμφανιστεί στο Μέγαρο με την Ελευθερία Αρβανιτάκη. Τώρα, σ’ αυτές τις δύο συναυλίες, το πρόγραμμα είναι αποκλειστικά δική μου επιλογή και οι τραγουδιστές όλοι φίλοι μου. Για τον Πασχάλη Τερζή τι να πω… Είναι ο μεγαλύτερος λαϊκός τραγουδιστής την τελευταία 20ετία τουλάχιστον. Η Γλυκερία έχει κάνει λαμπρή καριέρα. Ο Μπάσης, ο Μακεδόνας, η Ασλανίδου και η Νέγκα. Είναι όλοι διαμάντια. Αυτοί αν έκαναν καριέρα την εποχή που ξεκινούσε ο Μπιθικώτσης, θα ήταν όλοι Μπιθικώτσηδες και Καζαντζίδηδες».

 

«Είμαι σε πλήρη δράση από το 1965. Είμαι παλιός νέος. Στην Αθήνα ήρθα το 1963, 16 ετών, χωρίς τίποτα στην τσέπη μου. Οι γονείς μου αγρότες. Το μεγάλο κατόρθωμα τότε ήταν να δουλέψει κανείς με κάποια φίρμα. Ημουνα μπουζουκτσής. Ξεκίνησα από τα πανηγύρια. Κάποια στιγμή γνώρισα τον Αγγελόπουλο και πήγα στην πρώτη καλή δουλειά. Ο μεγάλος σταθμός όμως ήταν ο Καζαντζίδης. Εκεί άνοιξαν οι πόρτες, αναγνώρισαν το ταλέντο μου και άρχισα να παίζω σε πολύ μεγάλες εταιρείες. Στη συνέχεια έκανα τα δικά μου τραγούδια. Ενα άλλο μεγάλο άλμα που έκανα ήταν το 1985 όταν έφτιαξα το δικό μου συγκρότημα και βγήκα μπροστά. Ετσι ξεκόλλησα από το να είμαι μουσικός και άρχισα να κάνω τα δικά μου προγράμματα και να βγάζω λεφτά. Μέχρι τότε έπαιρνα απλά ένα καλό μεροκάματο.

»Για αρκετά χρόνια είχε καλά λεφτά η δουλειά αυτή. Ηταν και μια περίοδος που όταν άξιζε κανείς και ήταν εργατικός αμειβόταν καλά. Εγώ έχω δουλέψει πάρα πολύ. Για τουλάχιστον μία εικοσαετία δούλευα νυχθημερόν έξι ημέρες την εβδομάδα. Ολη μέρα στο στούντιο, έπαιζα τραγούδια του Καλδάρα, του Ζαμπέτα, όλων των μεγάλων, και το βράδυ έπαιζα στα μαγαζιά. Ξεπάτωμα. Οποιος είχε ένα χάρισμα όπως είχα εγώ, και ήταν και εργατικός, έβρισκε τον δρόμο του. Πολλά λεφτά επίσης βγάζαμε από τις πωλήσεις δίσκων. Το “Μη μιλάς, μη γελάς, κινδυνεύει η Ελλάς” λ.χ. πούλησε 350 χιλιάδες κασέτες. Ηταν το πιο εμπορικό μου».

Το λαϊκό του Τσιτσάνη

«Το λαϊκό τραγούδι για μένα ήταν αυτό που καθιέρωσε ο Τσιτσάνης μετά το ρεμπέτικο, την περίοδο του ’50 και του ’60. Ηταν το τραγούδι που είχε στοιχεία από το ρεμπέτικο, από την Ανατολή, από τη δημοτική παράδοση. Στη συνέχεια διέπρεψαν σ’ αυτούς τους δρόμους πάρα πολλοί συνθέτες όπως ο Καλδάρας ή ο Μητσάκης και άλλοι. Μετά βγήκαν οι έντεχνοι εκεί γύρω στο ’70, ο Θεοδωράκης είχε βγει πιο πριν κι έγινε αυτή η επανάσταση που έδωσε ποιότητα στον στίχο, γιατί το προηγούμενο είδος ναι μεν είχε μουσική καθαρότητα αλλά ο στίχος ήταν τα ίδια και τα ίδια. Μετά άρχισαν να βγαίνουν κάποιοι πιο νεωτεριστές, ο Ρασούλης, ο Παπάζογλου, και φτάνουμε στο σήμερα που έχουμε λαϊκό τραγούδι αλλά δεν βρίσκει απήχηση γιατί δεν το στηρίζουν όσο θα έπρεπε. Εχει αλλάξει και η λογική του κόσμου. Ειδικά η τελευταία γενιά, με όλα αυτά που έχει δει στο Ιντερνετ, την τηλεόραση, τη βιομηχανία του θεάματος γενικότερα, μάλλον έχει διαστρεβλωμένη γνώμη για το τι είναι λαϊκό τραγούδι».

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή