Ο «κρυφός Ελληνας» από τη Νεμπράσκα

Ο «κρυφός Ελληνας» από τη Νεμπράσκα

7' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Με τη φράση «είμαι ο Κωνσταντίνος Αλέξανδρος Παπαδόπουλος», αρχίζει η αφήγηση του Αλεξάντερ Πέιν για τις ελληνικές ρίζες του. Αναπτύσσει μεθοδικά το γενεαλογικό του δέντρο, με λεπτομέρειες. Εχει μιλήσει, εξάλλου, αρκετές φορές στις συνεντεύξεις του για την Ελλάδα, που τον περιβάλλει από τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Και η αλήθεια είναι ότι στην έκτη μεγάλου μήκους ταινία του, τη «Nebraska», υποψήφια για έξι Οσκαρ, γυρισμένη στις μεσοδυτικές πολιτείες, σε άσπρο–μαύρο, έχει τη ματιά ενός ανθρώπου με ισχυρούς οικογενειακούς δεσμούς. Μπορεί, εκ πρώτης όψεως, να δηλώνεται το αντίθετο μέσα από τη σχέση του γιου με τον στενοκέφαλο πατέρα του· μπορεί η ατμόσφαιρα να αποτυπώνει με τον πιο ρεαλιστικό τρόπο την κοινωνία της αμερικανικής επαρχίας· όμως, η τρυφερότητα και η διεισδυτικότητα στους χαρακτήρες προδίδει σκηνοθετικό βλέμμα ασκημένο όχι μόνο στην ανθρώπινη παρατήρηση, αλλά και στους δεσμούς αίματος.

Ο 52χρονος Αλεξάντερ Πέιν, ο οποίος μεγάλωσε στην Ομαχα της Νεμπράσκα, δεν μιλάει τη γλώσσα των προγόνων του, αλλά χρησιμοποιεί ελληνικές λέξεις στη διάρκεια της συνέντευξης. «Εντελώς», «ζαχαροπλαστείο», «αναλογία», «ξένος». Σκόρπιες αλλά με ζήλο και αντιδράει έντονα, γελώντας, όταν επιμένω στην «καταγωγή» του και «στη μεγάλη απόσταση που τον χωρίζει από τη γη των παππούδων του». «Μα, ποιος νομίζεις ότι είμαι; Ολη η υπόγεια κουλτούρα μου είναι ελληνική… Αυτοί οι “fucking Greeks” (το λέει με αίσθημα μεγάλης οικειότητας και αγάπης) φροντίζουν να υπενθυμίζουν την ταυτότητά σου ακόμη και αν απέχεις δύο γενιές».

Είναι Νοέμβριος του 2013, μέρα φωτεινή, στην ηλιόλουστη Θεσσαλονίκη, στη διάρκεια του 54ου Διεθνούς Φεστιβάλ, ο Πέιν είναι πρόεδρος της κριτικής επιτροπής, η τελευταία του ταινία προβλήθηκε σε αβάν πρεμιέρ μετά την τελετή λήξης. Χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τη Νεμπράσκα, εκπέμπει αμεσότητα, απλότητα και αλήθεια. Ποια είναι η ελληνική και ποια η αμερικανική πλευρά πάνω του, δύσκολο να αποφασίσεις.

Είμαστε γιατροί της κοινωνίας, όχι χειρουργοί

«Κωνσταντίνος από τον πατέρα της μητέρας μου, που είναι από τη Λιβαδειά, και Παπαδόπουλος από τον πατέρα του πατέρα μου, που ήταν από το Αίγιο», εξηγεί ο Αλεξάντερ Πέιν. «Ηταν ο μεγαλύτερος από έξι ή επτά αδέλφια. Μετανάστευσαν στην Αμερική το 1910-1911. Και το 1915 άνοιξε ένα ζαχαροπλαστείο κοντά στην Ομαχα. Υπήρχε τότε μεγάλη προκατάληψη για τους Ελληνες, γιατί ένας Ελληνας είχε πυροβολήσει έναν αστυνομικό. Ακολούθησε εξέγερση και χάος. Ηταν μόλις 20 χρόνων και διάλεξε ένα όνομα πολύ αμερικανικό για να αποφύγει τους συνειρμούς με τη χώρα προέλευσης: Πέιν. Είναι πολλοί οι “κρυφοί Ελληνες” στη Νεμπράσκα. Οπως όλα τα καλά ελληνόπουλα, έτσι κι εγώ, όταν ήμουν μικρός, μετά το αμερικανικό σχολείο πήγαινα στην εκκλησία για το ελληνικό σχολείο. Οταν έρχομαι εδώ με αγκαλιάζει όλη η οικογένεια. Εχω συγγενείς, θείους και ξαδέλφια. Πρόσφατα, μάλιστα, επικοινώνησα και με την οικογένεια της μητέρας μου, που είναι από τη Σύρο».

– Σε μια συνέντευξη διάβασα ότι η μητέρα σας είπε πως «όποιος επιχειρούσε να κινηματογραφήσει την πολιτεία της Νεμπράσκα σε έγχρωμο φιλμ θα ήταν ανόητος»…

– Ενιωθα ότι το σωστό θα ήταν να γυρίσω την ταινία σε μαύρο-άσπρο. Αμα τη δείτε, θα συμφωνήσετε ή όχι με τη μητέρα μου! Με στενοχωρεί, πάντως, το ότι θεωρείται αντιεμπορικό το ασπρόμαυρο.

– Εχετε γυρίσει τις τέσσερις από τις έξι ταινίες σας στη Νεμπράσκα. Γιατί;

– Η Νεμπράσκα δεν είναι χωριό. Είναι πολιτεία με πάνω από 800.000 κατοίκους. Πιστεύω ότι τα πάντα είναι παντού. Μπορείς να κάνεις ταινία οπουδήποτε. Αν γευτείς μια σταγόνα από τον ωκεανό, τον έχεις δοκιμάσει όλο. Αρκεί να το μελετήσεις. Να έχεις τη γεύση του τόπου. Ο Οζου έκανε ταινίες στο Τόκιο, ο Φελίνι στη Ρώμη, εγώ στην Ομαχα. Δεν έχει σημασία. Το τοπικό είναι και παγκόσμιο.

– Θα γυρίζατε ταινία στη Νέα Υόρκη;

– Ασφαλώς. Με ενδιαφέρον σενάριο.

– Προσπαθώ να καταλάβω ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στη Νέα Υόρκη και στις μεσοδυτικές πολιτείες.

– Η ταπεινότητα. Ισως να είναι κλισέ, απλοϊκό αυτό που λέω, αλλά έτσι είναι. Η κατανάλωση είναι πολύ εμφανής στις ακτές των ΗΠΑ. Οι άνθρωποι οφείλουν να επιδεικνύονται δυσανάλογα με τα έσοδά τους. Στις μεσοδυτικές πολιτείες, όμως, δεν θέλεις να ξεχωρίζεις, συντηρείς χαμηλό προφίλ. Ο Γουόρεν Μπάφετ (σ.σ. επενδυτής, επιχειρηματίας, ο τρίτος πλουσιότερος στον πλανήτη) έχει το ίδιο σπίτι από 1958, που το αγόρασε. Μένει δύο τετράγωνα από τους γονείς μου, στην παλιά γειτονιά μου.

– Οι ήρωες των ταινιών σας είναι ή μεσήλικες ή ηλικιωμένοι. Τι ενδιαφέρον βρίσκετε σε αυτές τις ηλικίες;

– Από νωρίς στη ζωή μου με απασχολούσε πώς είναι να έχεις μεγαλώσει και να μην υπάρχουν πράγματα για τα οποία μετανιώνεις. Ισως αυτές οι ταινίες είναι ένας τρόπος να σκεφτούμε γύρω από αυτό: πώς να μη μετανιώνουμε. Το ίδιο ερώτημα επανέρχεται διαρκώς: κάνω το σωστό σε αυτόν τον τόσο σύντομο, πραγματικά πολύ σύντομο, χρόνο που βρισκόμαστε στη Γη; Δεν ξέρω τι άλλο να πω. Δεν είμαι κοινωνιολόγος. Συνειδητά ή ασυνείδητα, οι καλοί καλλιτέχνες είναι γιατροί της κοινωνίας. Οχι χειρουργοί. Μπορούν να σου πουν τι δεν πάει καλά. Να κάνουν διάγνωση. Να επιστήσουν την προσοχή σου. Δεν είναι όμως χειρουργοί, δεν κάνουν τομές…

Μεσολαβεί μια παύση. Η συζήτηση διακόπτεται για να σερβιριστεί ο καφές. Την ίδια στιγμή, μια φίλη του, που βρίσκεται εκεί, τον ενημερώνει για ένα συμβάν στην Αθήνα που αφορά τη Χρυσή Αυγή. Το κινηματογραφικό νήμα χάνεται και, αναπόφευκτα σχεδόν, αρχίζει η κουβέντα για την άνοδο της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη, για το «Tea Party», για τους Ρεπουμπλικανούς, τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο Ομπάμα. «Δεν είναι μόνο ο Ομπάμα. Ολοι έχουμε προβλήματα μαζί τους…» «Πιστεύω», συνεχίζει, «ότι ο κόσμος σήμερα αναβιώνει τις συνθήκες της Γερμανίας της δεκαετίας του ’20. Φτώχεια, ανεργία, ανασφάλεια, αβεβαιότητα. Ο φασισμός έχει σηκώσει κεφάλι γιατί έχει έδαφος να αναπτυχθεί… Προφανώς, πρόκειται για μια κοινότοπη παρατήρηση. Οπως και ότι προβάλλονται όλα τα δεινά πάνω στον ξένο. Δείχνουμε διαρκώς τον ξένο, τον μετανάστη. “Εσύ φταις”, του λέμε. Χάος. Μόνο μια στιβαρή κεντρική εξουσία μπορεί να δώσει λύση».

Φοβάται, όμως, ότι δεν έχει να προσθέσει τίποτα περισσότερο στον προβληματισμό που έχει αναπτυχθεί διεθνώς για το θέμα. Ετσι, επιστρέφουμε στη δυσκολία του Χόλιγουντ να αποδεχθεί τη μέση ηλικία, την υστερία με τα μπότοξ, την εμμονή με τη νεότητα. «Κάτι αλλάζει, όμως, ξέρετε, στον χώρο του κινηματογράφου. Αυτή η λατρεία της νεότητας τελειώνει, γιατί αντιλαμβάνονται ότι μεγαλώνει ο μέσος όρος ηλικίας των θεατών στην αίθουσα». Αλλωστε, η γενιά των iPad και των iPhone μπορεί να παρακολουθήσει μια ταινία οπουδήποτε και οποιαδήποτε στιγμή ως “εφαρμογή”, από την οθόνη της συσκευής του. «Δεν έχω απάντηση, ούτε σχόλιο πάνω σε αυτό. Είναι καλύτερα, χειρότερα; Δεν ξέρω. Πάντως, είναι συγκλονιστικό το γεγονός ότι οι ταινίες πια δεν “χάνονται”, όπως στις προηγούμενες δεκαετίες. Ανά πάσα στιγμή μπορεί κάποιος να δει ό,τι θέλει στο κινητό του».

Αλλάζει ο κόσμος ταχύτατα, με διαδικασίες που πια μας υπερβαίνουν. «Ομως, δεν κάνω θεραπεία, δεν έχω ψυχαναλυτή, είμαι πολύ απασχολημένος!» προσθέτει ο Αλεξάντερ Πέιν για να ελαφρύνει λίγο την ατμόσφαιρα, που έχει βαρύνει. «Υπάρχει, βέβαια, καλή και κακή απασχόληση». Του ζητώ να διευκρινίσει τι εννοεί. «Κακή είναι όταν σε αποκόβει από την αλήθεια της ζωής. Πρέπει να ηρεμήσεις, να διαλογιστείς, για να βρεις τον εαυτό σου. Οταν το μυαλό λειτουργεί ακατάπαυστα σημαίνει ότι το “εγώ” δεν ησυχάζει. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν μπορούν να καθίσουν σε μια καρέκλα για είκοσι λεπτά. Γι’ αυτό αγαπάω τα οικογενειακά τραπέζια στην Ελλάδα. Κρατάνε ώρες!».

Αγκαλιάζοντας τον πατέρα…

«Δεν χρειάζεται γηροκομείο αλλά ένα λόγο για να ζει», λέει ο μικρότερος γιος Ντέιβιντ (Γουίλ Φόρτε) για τον ηλικιωμένο πατέρα του Γούντι (Μπρους Ντερν), ο οποίος πάσχει από γεροντική άνοια. Οταν όμως η υπάλληλος του διαφημιστικού γραφείου ρωτάει αν «έχει Αλτσχάιμερ», ο γιος απαντάει: «Απλώς πιστεύει ό,τι του λένε». Ο 76χρονος πατέρας, αφόρητα επίμονος, πιστεύει ότι έχει κερδίσει ένα εκατ. δολ. από ένα λαχνό – διαφημιστικό φυλλάδιο, το οποίο υπόσχεται τα πάντα και τίποτα. Ο γιος αναλαμβάνει να τον οδηγήσει στο Λίνκολν, πόλη που απέχει αρκετά χιλιόμετρα από το Μπίλινγκς, για να διαλύσει την αυταπάτη του.

Αδειοι δρόμοι στις πεδινές μεσοδυτικές πολιτείες: Γουαϊόμινγκ, Νότια Ντακότα, Χόθορν… Συνταξιούχοι κάτοικοι, παχύσαρκοι νέοι, εγκαταλελειμμένες ζωές, αδρανοποιημένες μπροστά στην τηλεόραση με ένα μπουκάλι μπίρα στο χέρι. Ολοι λιγομίλητοι, άγνωστοι μεταξύ τους, αν και συγγενείς.

Οδοιπορικό ζωής

Στη «Nεμπράσκα» ο Αλεξάντερ Πέιν συνθέτει ένα οδοιπορικό ζωής και σχέσεων με φόντο το τοπίο μιας άλλης Αμερικής, αποκαλυπτικό μέσα από την ασπρόμαυρη φωτογραφία του Φαίδωνα Παπαμιχαήλ. Η τετραμελής οικογένεια (πατέρας, μητέρα, δύο γιοι) διανύει χιλιόμετρα για να «συναντηθεί». Ανακαλύπτουν σε αυτό το (εσωτερικό) ταξίδι ο ένας τον άλλον, ιστορίες και επεισόδια ζωής που αγνοούσαν, στοιχεία του χαρακτήρα που ούτε υποψιάζονταν ότι υπάρχουν. Κρούστες παραμερίζουν, για να αποκαλυφθεί η ουσία: η αγάπη, η χαμένη αξιοπρέπεια που ξανακερδίζεται για τον καθένα χωριστά μέσα από την περιστασιακή συνύπαρξη.

Ο Πέιν του «Σχετικά με τον Σμιντ», του «Πλαγίως» και των «Απογόνων» ξέρει να «βλέπει» τους ανθρώπους. Με χιούμορ, κατανόηση, συγκίνηση, τρυφερότητα. Στη «Νεμπράσκα», αγκαλιάζει έναν ηλικιωμένο πατέρα τη στιγμή της πτώσης. Και τον σώζει.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή