Ουρές για λουκουμάδες, ντόνατ, μπέργκερ

Ουρές για λουκουμάδες, ντόνατ, μπέργκερ

3' 34" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ουρά σχηματίζεται κάθε απόγευμα στις 7, έξω από τα καταστήματα των

δημοφιλών ντόνατ, 100 σε όλη την πρωτεύουσα, ένα σε κάθε γειτονιά,

που ανοίγουν μόνο για ένα δίωρο κάθε βράδυ. Ταχυφαγεία με μπέργκερ

και λουκουματζίδικα συμπληρώνουν την τριάδα των προϊόντων που έχουν

δημιουργήσει τεράστια πελατεία αλλάζοντας τον γαστρονομικό χάρτη

της πόλης και τη διάθεση των κατοίκων της. Δημιούργησαν ουρές στους

δρόμους της Αθήνας της κρίσης, έβγαλαν τον κόσμο από το σπίτι μόνο

και μόνο για να δοκιμάσει τα προϊόντα τους: ένα ταχυφαγείο με

μπέργκερ, ένα λουκουματζίδικο και μια αλυσίδα με φρέσκα ντόνατς

είναι μερικές από τις επιχειρήσεις που άλλαξαν εσχάτως τον

γαστρονομικό χάρτη της πόλης, αλλά και τη διάθεση των κατοίκων της.

Οι εν λόγω επιχειρήσεις μάς θυμίζουν τον εντυπωσιακά υψηλό αριθμό

των νέων επιχειρήσεων εστίασης που έκαναν έναρξη μέσα στο 2012

(σύμφωνα με στοιχεία της Endeavor Greece), κάτι που αποδεικνύει ότι

το ελληνικό επιχειρείν εξακολουθεί να περιστρέφεται, κατά 90%, γύρω

από τη γαστρονομία.

Τις πρώτες πρωινές ώρες μετά μια μακριά νύχτα ή και νωρίς το

απόγευμα, πριν ξεκινήσουν να διασκεδάζουν, πολλοί είναι εκείνοι που

καταλήγουν στο νέο μπεργκεράδικο της πόλης. Με μουσική υπόκρουση

ροκ και διακόσμηση που παραπέμπει στην Αμερική του 1960, το hot hot

burger bar προσελκύει τους περαστικούς της οδού Κολοκοτρώνη. «Το

μυστικό κατά τη γνώμη μου είναι οι πολύ καλές τιμές των προϊόντων,

που δεν ξεπερνούν τα τέσσερα ευρώ, ενώ ακόμη και για μια μπίρα

πληρώνεις 1,5 ευρώ», λέει στην «Κ» θαμώνας, «κάτι τέτοιο σπάνια το

συναντάς στην Αθήνα». Ετερο δέλεαρ είναι ότι λειτουργεί όλο το

24ωρο, εξυπηρετώντας όσους εργάζονται στα πέριξ του Συντάγματος,

όσους ψωνίζουν στο ιστορικό κέντρο, εκατοντάδες που απολαμβάνουν τη

νυχτερινή ζωή του κέντρου.

Σπάνια βλέπει κανείς ηλικιωμένους πλάι σε νεολαίους να περιμένουν

υπομονετικά τη σειρά τους. Το εν λόγω θέαμα είναι, ωστόσο, συχνό

στο μόλις δύο μηνών κατάστημα με λουκουμάδες στην πλατεία Αγίας

Ειρήνης: η γιαγιά παραγγέλνει τον λουκουμά με ζάχαρη, όπως

συνηθιζόταν σε παλαιότερες εποχές, και ο έφηβος παραδίπλα με

πραλίνα και φουντούκι. «Θέλαμε να προωθήσουμε στο κοινό ένα προϊόν,

γνωστό και οικείο, με έναν τρόπο φρέσκο», εξηγεί στην «Κ» ένας εκ

των τριών ιδιοκτητών, ο κ. Νίκος Ησαϊάδης. Ο κόσμος, ωστόσο, που

συρρέει στο μικρό κατάστημα, παρασυρμένος από τη μυρωδιά της

κανέλας και του μελιού, επιβραβεύεται και από τις μετριοπαθείς

τιμές, καθώς μπορεί να γευθεί τη δημοφιλή λιχουδιά από 2,40.

«Ουσιαστικά, τα σκαφάκια στα οποία σερβίρουμε χωρούν δώδεκα με

δεκατέσσερα μπαλάκια, τα οποία συνήθως μοιράζονται δύο». Το μαγαζί

είναι ανοιχτό από νωρίς το πρωί έως αργά το βράδυ, καθώς άλλοι

τρώνε λουκουμαδάκια με τον πρωινό καφέ, άλλοι ως επιδόρπιο μετά το

φαγητό, ενώ κάποιοι «ξεγελούν» την πείνα τους κατά τον κυριακάτικο

περίπατο.

Παράδοση στα ντόνατς δεν είχαμε στην Ελλάδα και ίσως γι’ αυτό τα

αγκαλιάσαμε με τόσο εντυπωσιακό τρόπο. Τα δημοφιλή Nanou Donuts

καθιερώθηκαν στην αγορά ήδη από πέρυσι και έτσι κατ’ απαίτησιν του

κοινού λειτουργεί ένα κατάστημα της αλυσίδας σε κάθε γειτονιά της

Αθήνας, αλλά και σε πολλές επαρχιακές πόλεις. «Κατ’ αυτόν τον τρόπο

αποφεύγεται η ταλαιπωρία του κόσμου, που περίμενε υπομονετικά έξω

από τα πρατήρια», διευκρινίζει ο κ. Γιάννης Νανούρης, χημικός

τροφίμων που ειδικεύεται από το 1978 στην παρασκευή των ντόνατς.

«Μέχρι πρόσφατα πωλούσα μόνον χονδρική, αλλά διαπίστωσα τα

τελευταία τρία χρόνια ότι πολύς κόσμος ξεσηκωνόταν να έρθει μέχρι

το εργαστήριό μου για να αγοράσει ντόνατς, γιατί εκτιμούσε ότι

αγόραζε κάτι πολύ ποιοτικό σε πολύ χαμηλή τιμή». Ο ίδιος τους

κατηύθυνε να πηγαίνουν στις 7 το απόγευμα, όταν οι λιχουδιές του

βγαίνουν μόλις από τον φούρνο.

Ποιοτικοί κανόνες

Οταν τα σύννεφα της κρίσης άρχισαν να πυκνώνουν, πολλοί από το

περιβάλλον του κ. Νανούρη τον ενθάρρυναν να επεκταθεί στη λιανική

πώληση. Ετσι, ξεκίνησαν δειλά δειλά να ανοίγουν τα πρώτα μαγαζιά

υπό τη διεύθυνση κυρίως ανθρώπων που αναζητούσαν απασχόληση. Τους

κανόνες τους έθεσε ο ίδιος ο κ. Νανούρης: φρέσκο προϊόν, που τους

προμηθεύει ο ίδιος καθημερινά, δυόμισι ώρες λειτουργίας και πώληση

μόνο ντόνατς – ούτε καφές ούτε νερό. «Ακούγοντας το προσχέδιο

λειτουργίας οι ιδιοκτήτες των μαγαζιών πίστευαν ότι θα βούλιαζε η

επιχείρηση και θα έχαναν τα νοίκια τους», θυμάται, «τελικά, μπήκα ο

ίδιος εγγυητής». Ωστόσο, δικαιώματα franchise δεν ζητάει ο

παρασκευαστής των ντόνατς, απλώς ζητάει από τους 100 συνεργάτες του

στην Αθήνα να ακολουθούν τους ποιοτικούς κανόνες που έχει θέσει:

πωλούνται φρεσκοψημένα αρτοσκευάσματα, ό,τι περισσεύει από την

προηγουμένη πετιέται. «Ορους που οι συνεργάτες της Αθήνας μπορούν

να τηρήσουν, λόγω εγγύτητας», καταλήγει ο ίδιος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή