Beatles: ζωντανοί και ανέκδοτοι

Beatles: ζωντανοί και ανέκδοτοι

9' 19" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δύο… Πολ Μακάρτνεϊ «αναμετριούνται» εδώ και μερικές ημέρες στα

δισκοπωλεία.

Ο ένας είναι 71 ετών και Σερ, με κάπου 800 εκατομμύρια περιουσία

και διακρίσεις του περισσότερες απ’ όσες θα μπορούσε να

αποστηθίσει. Εχει ρυτίδες και οκτώ εγγόνια, «μεγάλωσα πια, είναι

γεγονός, αλλά στη μουσική ζωή μου δεν χρειάζεται να είμαι παππούς»,

δηλώνει. Δίνει συναυλίες, συνθέτει και προσλαμβάνει περιζήτητους

παραγωγούς, για να «φρεσκάρουν» τον ήχο του. Αυτό που του λείπει,

όπως γράφει ο Αλέξης Πετρίδης του Guardian στην κριτική για το 49ο

άλμπουμ του, με τίτλο «Νew», είναι ένας Τζον Λένον, φίλος,

συνδημιουργός και κριτής κατά περίσταση, με το ανάστημα να του

επισημαίνει πότε ένα κομμάτι του αξίζει και πότε θυμίζει κάτι

«γιαγιαδίστικα», όπως εκείνα που ενίοτε έγραφε και παλιά, μεταξύ

αριστουργημάτων.

Ο «άλλος» Πολ είναι εικοσάρης, φιλόδοξος και ταλαντούχος μουσικός,

που παλεύει για την επιτυχία με τους Beatles, στο Λίβερπουλ των

αρχών της δεκαετίας του ’60, μια πραγματική… αρένα, για καμιά

τρακοσαριά συγκροτήματα! Η Βρετανία ζει τον πυρετό του ροκ εν ρολ,

που έχει εισβάλει λίγα χρόνια πριν με τον Ελβις, τον Μπάντι Χόλι,

τον Μπιλ Χέιλι, τον Τσακ Μπέρι και τον Λιτλ Ρίτσαρντ, και ο νεαρός

Πολ έχει φρέσκια την ανάμνηση των απογευμάτων που περνούσε στο

κόκκινο χαλί του καθιστικού, με τη μητέρα του στο βάθος να

σιδερώνει, για να ακούσει τα προγράμματα του BBC, τη μοναδική

«πηγή» νέων ήχων και ρυθμών που άλλαζαν το μουσικό τοπίο. Εννοείται

πως κάποια στιγμή θα άρχιζαν, με τον φίλο του τον Τζον, να

σκαρώνουν και τα δικά τους τραγουδάκια – για να μη διατρέχουν τον

κίνδυνο να παίζουν τα ίδια με τους άλλους. Ρώτησε τον σημερινό Σερ,

o Ματ Γουίλκινστον του NME, τι θα έλεγε στον Λένον εάν εκείνος

άνοιγε άξαφνα την πόρτα κι έμπαινε στο δωμάτιο. «Ελα να γράψουμε

κάνα τραγουδάκι, man! Ελα, βγάλε την κιθαρούλα σου. Πάμε,

λοιπόν!»

Δύο ώρες «στον αέρα”

Σε εκείνη τη μακρινή εποχή του ενθουσιασμού και της αθωότητας, όταν

οι Beatles δεν ήταν ακόμη το κορυφαίο γκρουπ όλων των εποχών, αλλά

απλώς η σκληρότερα εργαζόμενη μπάντα της εποχής τους, μας μεταφέρει

το διπλό άλμπουμ «The Beatles On Air – Live at the BBC Volume 2»,

συνέχεια του «Volume 1» του 1994, πολύτιμο δώρο για τους

Μπιτλομανείς, αλλά και απτό αντεπιχείρημα σε όσους υποστηρίζουν ότι

το θησαυροφυλάκιο των Fab Four έχει εξαντληθεί. Αυτήν τη φορά,

έχουμε να κάνουμε με ένα ηχητικό ντοκουμέντο διάρκειας 123 λεπτών,

με 37 ακυκλοφόρητες εκτελέσεις τραγουδιών, δικών τους και

διασκευασμένων, που, επειδή ακριβώς ηχογραφούνταν «με τη μία» στα

στούντιο του BBC, εκπέμπουν όλη την ενέργεια, τη ζωτικότητα και το

ταλέντο μιας μπάντας που βρισκόταν στο κατώφλι της μαζικής

αποδοχής. Το εκλεκτικό μείγμα περιλαμβάνει παλιές επιτυχίες των

Beatles («Please Please Me», «She Loves You», «I Want to Hold your

Hand»), κομμάτια της ροκ εν ρολ ανθολογίας («Lucille», «Please Mr.

Postman», «Twist and Shout», «Long Tall Sally», «The Hippy Hippy

Shake») και δύο τραγούδια που δεν είχαν κυκλοφορήσει ποτέ πριν σε

δίσκο – το κλασικό «Beautiful Dreamer» του 19ου αιώνα που

επικαιροποίησε ο Μπιγκ Κρόσμπι και το «Ι’m Talking About You» του

Τσακ Μπέρι. Παρεμβάλλονται αποσπάσματα συνεντεύξεων, αφιερώσεις

ακροατών, αστειάκια και στιχομυθίες των Beatles με τους παραγωγούς,

που δίνουν στο άλμπουμ την ατμόσφαιρα εκπομπής που μεταδόθηκε 50

χρόνια πριν και φτάνει στους δέκτες μας μόλις τώρα…

«Ενέργεια και πνεύμα, αυτές οι δύο λέξεις είναι που περιγράφουν για

μένα αυτές τις ηχογραφήσεις», έλεγε τον περασμένο Ιούλιο ο Πολ

Μακάρτνεϊ στον συμπαραγωγό του άλμπουμ, Κέβιν Χάουλετ, για ένα

ραδιοφωνικό αφιέρωμα του BBC. «Μπαίναμε στο στούντιο και ήμασταν

ασυγκράτητοι, προσπαθούσαμε κάθε φορά να δώσουμε το καλύτερο σόου

της ζωής μας. Παρεμπιπτόντως, ήμασταν εξαιρετικοί! Να μην το

ξεχνάμε αυτό. Οπως λέω ακόμη και σήμερα, “διόλου κακό

συγκροτηματάκι…”». Εχει πει και κάτι άλλο ο Ρίνγκο: «Ο

περισσότερος κόσμος μάς ταυτίζει με το “Sgt Peppers” (σ.σ. το

ιδιοφυές, μεγαλεπήβολο, επιβλητικά ενορχηστρωμένο concept album,

κατά πολλούς το καλύτερο όλων των εποχών). Ξεχνούν ότι ήμασταν μια

εργαζόμενη μπάντα, που είχε πάρει σβάρνα τα κλαμπ. Δεν ήμασταν

διάσημοι, δεν ήμασταν μεγάλοι και τρανοί. Απλώς ένα γκρουπάκι».

Για να γνωρίσει την επιτυχία ένα «γκρουπάκι» προ 50 ετών στην

Αγγλία, ήταν υποχρεωτικό να εμφανιστεί στο BBC. Τις ψυχαγωγικές του

εκπομπές τις άκουγαν έως και 20 εκατομμύρια άνθρωποι. Από τον

Μάρτιο του 1962 έως τον Ιούνιο του 1965, οι Beatles είχαν γίνει

περίπου μόνιμοι στο κρατικό ραδιόφωνο, μετρώντας συνολικά 275

προγράμματα και 88 ζωντανά παιγμένα τραγούδια, που είχαν

ηχογραφηθεί από μία μέχρι 12 φορές το καθένα. Για να ανοίξει η

πόρτα, χρειάστηκε ο  δαιμόνιος μάνατζέρ τους, Μπράιαν Επστάιν,

να υποβάλει επίσημη «Αίτηση Ακροάσεως από το Τμήμα Βαριετέ».

Βαριετέ; Ναι, γιατί οι εκπομπές είχαν το χαρακτήρα ψυχαγωγικού σόου

και μπορεί να φιλοξενούσαν μάγους, κωμικούς, ηθοποιούς,

τραγουδιστές και συγκροτήματα – «αυτά έβλεπα στην τηλεόραση

μεγαλώνοντας και επειδή ουσιαστικά δεν υπήρχε ένας ροκ εν ρολ

κόσμος ακόμη, σε αυτόν τον κόσμο, των σόου μπίζνες, θέλαμε να

μπούμε», θυμάται ο Πολ. Πέρασαν από οντισιόν, λοιπόν, το Φεβρουάριο

του 1962, και λίγες εβδομάδες μετά έκαναν το ραδιοφωνικό ντεμπούτο

τους – ήταν επτά μήνες προτού κυκλοφορήσουν το πρώτο τους σινγκλ,

«Love me do». «Δεν είναι τόσο ροκ όσο οι περισσότεροι, πιο πολύ

φέρνουν προς τον ήχο κάντρι – γουέστερν κι έχουν την τάση να

παίζουν κανονική μουσική», έγραψε στην έκθεση αξιολόγησής τους ο

Πίτερ Πίλμπιμ. Εννοείται πως τίποτα δεν τους χαρίστηκε. Με

μεθοδικότητα, πείσμα και αντοχή, είχαν «ψηθεί» σε εκατοντάδες

συναυλίες σε κλαμπάκια και θέατρα, πρόβες, πρόβες και περισσότερες

πρόβες, για να τελειοποιηθούν ως μουσικοί και να «δέσουν» ως

μπάντα. Ετσι τους βρήκε έτοιμους η ευκαιρία, έτσι ταρακούνησαν το

ΒΒC, έτσι έκαναν τον κόσμο να τους αγαπήσει. Γιατί όμως να μη μας

τα πουν οι ίδιοι; Ακολουθούν αποσπάσματα συνεντεύξεών τους για τα

χρόνια του BBC – του Πολ δόθηκε τον Ιούλιο του 2013, του Τζορτζ το

1988 και του Ρίνγκο το 1994.

Δουλεύοντας χωρίς σταματημό

Ρίνγκο Σταρ: Οι ρυθμοί μας ήταν τόσο γρήγοροι… Το πιο δύσκολο

ήταν όταν χρειαζόταν να προβάρουμε δύο-τρία νέα τραγούδια την ώρα

του μεσημεριανού και το απόγευμα να τα ηχογραφήσουμε.

Τζορτζ Χάρισον: Γινόταν… στον αυτόματο. Πρώτα σετάρονταν στα

γρήγορα ντραμς και ενισχυτές, βάζαμε τα βύσματα, παίζαμε το κομμάτι

μία φορά για να πάρει σράθμη ο ηχολήπτης και την επομένη το

γράφαμε. Προηγουμένως μπορεί να είχαμε οδηγήσει 300 χιλιόμετρα μ’

ένα σαραβαλιασμένο βαν για να φτάσουμε στο Λονδίνο, να κάνουμε

πρόγραμμα στο BBC και μετά να φύγουμε για Nιούκαστλ για να δώσουμε

συναυλία. Ετσι κυλούσε, μέχρι που γίναμε κάπως γνωστοί και

διανυκτερεύαμε σε ξενοδοχεία στο Λονδίνο.

Πολ Μακάρτνεϊ: Απλώς έκανες ό,τι χρειαζόταν για να αντεπεξέλθεις.

Ημασταν αποφασισμένοι να κάνουμε επιτυχία, δεν είχαμε άλλωστε

εναλλακτικό σχέδιο. Ετσι, μας έβλεπες να δουλεύουμε σαν παρανοϊκοί

διάβολοι κι επειδή ήμασταν τόσο πιτσιρικάδες και ευπροσάρμοστοι,

είχαμε την ενέργεια να το κάνουμε. Οχι πως καμιά φορά δεν είχαμε

τις μαύρες μας ή δεν νιώθαμε ερείπια, αλλά κατά κανόνα κάναμε αυτό

που έπρεπε.

Στη φωλιά της Τζάζ

Η πιο «πλούσια» πηγή ανέκδοτων τραγουδιών εκείνης της εποχής ήταν η

ραδιοφωνική σειρά «Pop Go the Beatles», 15 ημίωρα που ηχογραφήθηκαν

το καλοκαίρι του ’63, με τους ίδιους να φιλοξενούν ένα γκεστ

συγκρότημα και έναν ηθοποιό σε ρόλο εκφωνητή. Ο παραγωγός Τέρι

Χένμπερι αντιλήφθηκε το χάρισμά τους και άφηνε το χιούμορ τους να

βγει στον αέρα, αν και μουσικά… ήταν αλλού.

Τζορτζ Χάρισον: Ηταν φαν της τζαζ ο κ. Χένμπερι και μας… μισούσε.

Ο Πολ είχε τότε φιλενάδα την ηθοποιό Τζέιν Ασερ και μερικές φορές

εκείνη καθόταν στο κοντρόλ να μας ακούσει και μας μετέφερε όσα

έλεγαν πίσω από το ηχομονωτικό τζάμι. «Αυτοί οι καταραμένοι Μπιτλς

δεν έχουν ιδέα, δεν αντέχω αυτό που ακούω» – τέτοια!

Πολ Μακάρτνεϊ: Υπήρχε έντονο αυτό το συναίσθημα… Θυμάμαι να

μπαίνω στο στούντιο λίγο πιο νωρίς και ήταν εκεί οι παραγωγοί και

άκουγαν τζαζ δίσκους και σκεφτόμουν: «Θεούλη μου, πρέπει να είναι

μαρτύριο να δουλεύουν μαζί μας». Επρεπε, λοιπόν, απλώς να ελπίσουμε

ότι τεχνικοί και ηχολήπτες θα έκαναν καλά τη δουλειά τους και

όντως, ακούγοντας την πιστότητα των ηχογραφήσεων, αυτό φαίνεται.

Κατά τα άλλα, ο κόσμος τους δεν ήταν ο δικός μας. Είχες τους

εκφωνητές να σου λένε με στόμφο: «Λοιπόν, Πολ, τώρα θα ακούσουμε

ένα δίσκο που ζήτησε η Αϊλίν, που προφανώς είναι μεγάλη, μεγάλη

θαυμάστριά σου», είχες τους ηθοποιούς να παρουσιάζουν τα κομμάτια,

ενώ στην πραγματικότητα εύχονταν να παίζουν Αμλετ, και αναρωτιόσουν

«τι γυρεύω εδώ;». Αλλά τελικά κάναμε αυτό που έπρεπε.

Τα περισσότερα συγκροτήματα θα τρόμαζαν και μόνο με τη σκέψη ότι

έπρεπε να ηχογραφούν έξι νέα κομμάτια την εβδομάδα για τις ανάγκες

μιας εκπομπής, αλλά όχι οι Beatles. Εως τον Σεπτέμβριο του 1963

είχαν κυκλοφορήσει σε δίσκους 18 τραγούδια, ενώ είχαν ερμηνεύσει

στο ραδιόφωνο άλλα 56 – η λίστα των διασκευών τους είναι η καλύτερη

ένδειξη για τις μουσικές τους προτιμήσεις.

Τζορτζ Χάρισον: Oταν πρέπει να παίζεις οκτώ ώρες τη μέρα επί ένα

μήνα στα κλαμπ του Αμβούργου για πενταροδεκάρες και όταν γυρνάς

στην πατρίδα και έχεις τον Μπράιαν Επστάιν να σε περιμένει στην

πατρίδα με το… μαχαίρι, χρειάζεσαι υλικό με το τσουβάλι. Βασικά,

είσαι αναγκασμένος να διασκευάζεις τραγούδια άλλων. Τον πρώτο καιρό

τραγουδούσαμε τα πάντα, Σιρέλς, κομμάτια της Μοτάουν, ό,τι μπορείς

να φανταστείς. Στη συνέχεια, κάνοντας όλες αυτές τις εκπομπές του

BBC, αν είχαμε κάποια δική μας κυκλοφορία, τη «χώναμε» και

αυτή.

Πολ Μακάρτνεϊ: Βασικά ξεκινήσαμε παίζοντας τραγούδια που μας

άρεσαν, από τις δισκοθήκες μας και τις συλλογές φίλων. Κάποια

στιγμή, προέκυψε το πρόβλημα ένα συγκρότημα που εμφανιζόταν πριν

από εμάς σε κάποιο κλαμπ στο Λίβερπουλ να παίζει τα ίδια ακριβώς,

κάνοντάς μας να φαινόμαστε γελοίοι. Ετσι έπρεπε να ξανοιχτούμε, να

ψάξουμε τα αμερικανικά τσαρτ, να ακούμε πολύ ραδιόφωνο και να

ψαρεύουμε τραγούδια και από εκεί, να ψάχνουμε τις β΄ πλευρές των

επιτυχιών… Κατά βάθος αυτή η ανάγκη έσπρωξε τον Τζον κι εμένα στο

γράψιμο, γιατί ήταν ο μοναδικός τρόπος να εξασφαλίσουμε ότι κανένα

άλλο συγκρότημα δεν θα έπεφτε στο ρεπερτόριό μας. Δεν ήταν, λοιπόν,

ότι κάποια στιγμή δεχτήκαμε την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος ή

ότι ήρθε μια μούσα εξ ουρανών και μας έχρισε… δίδυμο

τραγουδοποιίας. Ημασταν αναγκασμένοι να το κάνουμε, για να

ξεχωρίσουμε.

Και ύστερα, όλα άλλαξαν

Μέχρι τον Οκτώβριο του 1963, η φήμη των Beatles είχε γιγαντωθεί και

οι εμφανίσεις τους προκαλούσαν το γνωστό μαζικό τσίριγμα από τις

θαυμάστριές τους. Το BBC τούς είχε δώσει την ευκαιρία να αγγίξουν

το μαζικό κοινό – αλλά πλέον δυσκολευόταν να τους πείσει να έρθουν

στα στούντιό του. Τον επόμενο Φεβρουάριο, η Νο 1 επιτυχία τους «I

Want to Hold your Hand» είχε εκτοξευθεί στην κορυφή των

αμερικανικών τσαρτ, ανοίγοντάς τους το δρόμο να κατακτήσουν τις

ΗΠΑ. Η συνέχεια λίγο-πολύ είναι γνωστή. Ακούγοντας το «On Air», 50

χρόνια μετά, καταλαβαίνεις τι εννοεί ο Πολ όταν λέει: «Δεν ήμασταν

κακό γκρουπάκι». «Η μεγαλύτερη αρετή μας; Ημασταν αληθινή μπάντα.

Μια μονάδα. Και πιστεύαμε σε αυτό που κάναμε. Ηταν τόσο το ταλέντο

που διαθέταμε οι τέσσερίς μας, που πολλά άλλα συγκροτήματα θα

μπορούσαν να τα καταφέρουν αν είχαν και μόνο έναν από εμάς. Ο Κιθ

Ρίτσαρντς μου ’λεγε: “Είστε τυχεροί, έχετε τέσσερις frontmen στο

συγκρότημα – εμείς είχαμε μόνο έναν”. Δεν το είχα συνειδητοποιήσει,

αλλά αν το καλοσκεφτείς…»

Κερδίστε συλλεκτικά δώρα!

Συνδεθείτε με το

www.kathimerini.gr

, «συντονιστείτε» στον ραδιοφωνικό σταθμό των Beatles για να

πάρετε μια γεύση από τις σπάνιες ηχογραφήσεις τους και διεκδικήστε

μοναδικά επτάιντσα βινυλίου, CD με τραγούδια που δεν θα

κυκλοφορήσουν ποτέ στο εμπόριο και άλλα συλλεκτικά δώρα.

Το άλμπουμ «Τhe Beatles On Air – Live at the BBC Volume 2»

κυκλοφορεί σε διπλό CD, τετραπλό βινύλιο, κασετίνα τεσσάρων CD (με

το Volume 1) και σε ψηφιακή μορφή.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή