ΑΠΟΨΗ

9' 19" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της Ελλάδος δεν μετεβλήθη μετά το 1981, όταν το ΠΑΣΟΚ ανήλθε στην εξουσία, «γιατί ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κων. Καραμανλής απείλησε τον νέο πρωθυπουργό (Ανδρέα Παπανδρέου) ότι αν τολμούσε να πραγματοποιήσει τις προεκλογικές του απειλές για έξοδο από την ΕΟΚ θα διέλυε τη Βουλή, θα παραιτείτο από το αξίωμά του και θα ηγείτο του εκλογικού αγώνα εναντίον του ΠΑΣΟΚ», απεκάλυψε χθες ο πρώην πρωθυπουργός κ. Γ. Ράλλης σε ομιλία του στην ημερίδα που διοργάνωσε το Ινστιτούτο Δημοκρατίας K. Καραμανλής με θέμα «Είκοσι χρόνια από την ένταξη της Ελλάδος στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή». Στην ομιλία του ο κ. Ράλλης ανέφερε τα εξής:

Εκείνη την ημέρα του Μαΐου 1979, όταν στο Αίθριο του Ζαππείου υπογράφαμε, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο Γεώργιος Κοντογεώργης και εγώ, τη Συνθήκη Εντάξεως στην τότε Ευρωπαϊκή Κοινότητα, ξέραμε πολύ καλά πως αυτό δεν ήταν το τέρμα της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας μας. Ηταν ένας σταθμός. Σταθμός όμως σημαντικός σε μια πορεία που είχε αρχίσει πολλά χρόνια ενωρίτερα. Τόσο παλιά που σήμερα ίσως λίγοι το γνωρίζουν ή έστω το θυμούνται. Ηδη το 1958, όταν βρεθήκαμε μπροστά στην επιλογή, αν θα έπρεπε να επιδιώξουμε την πλήρη συμμετοχή μας στην τότε υπό ίδρυσιν Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελευθέρων Συναλλαγών ή την απλή σύνδεσή μας με τη νεογέννητη τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής διάλεξε το δεύτερο. Ο λόγος ήταν πως έβλεπε από τότε ότι η ΕΖΕΣ θα έμενε μια στατική τελωνειακή ένωση, ενώ διαισθανόταν πως η ΕΟΚ είχε δυναμική που θα την ωθούσε προς νέες προωθημένες μορφές ευρωπαϊκής συνεργασίας.

Ηταν για τις τότε ελληνικές συνθήκες μια τολμηρή επιλογή που αποδείχθηκε σωστή. Στη συνέχεια, μόλις αποκαταστάθηκε η δημοκρατία, η σκέψη μας ήταν πώς να συνεχίσουμε την ευρωπαϊκή μας πορεία που είχε τόσο απότομα σταματήσει τα χρόνια της δικτατορίας. Ετσι, παρ’ όλη τη συσσώρευση οικονομικών, αλλά και πολιτικών προβλημάτων που είχε αφήσει πίσω της η δικτατορία, αρχίσαμε ήδη μέσα στο 1975 τον αγώνα για την πλήρη ένταξη. Χρησιμοποιώ τη λέξη «αγώνα», γιατί πράγματι πολλά ήταν τότε τα προβλήματα και τα εμπόδια. Αρκεί μόνο να θυμίσω ότι η γνωμοδότηση της Κομισιόν για την ένταξή μας ήταν ευγενικά αρνητική, γιατί προέβλεπε πενταετή «προενταξιακή» περίοδο πριν από την έναρξη ακόμα και των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Και πέρα από τα καθαρά οικονομικά υπήρχαν και δύο σοβαρά πολιτικά προβλήματα. Το ένα ήταν η επικείμενη υποψηφιότητα της Ισπανίας και της Πορτογαλίας και το ενδεχόμενο ομαδοποίησης των τριών υποψηφιοτήτων, πράγμα που θα σήμαινε μεγάλη καθυστέρηση της δικής μας εντάξεως. Το άλλο ήταν η τεταμένη κατάσταση των ελληνοτουρκικών σχέσεων μετά την εισβολή στην Κύπρο, το επεισόδιο Σισμίκ κ.λπ. Δεν πρόκειται όμως να σας απασχολήσω με αυτά και με τον σχεδόν τετραετή αγώνα που χρειάσθηκε για να υπερνικηθούν αυτές οι δυσκολίες. Δεν μπορώ πάντως να μη θυμίσω και το άλλο: ότι στο εσωτερικό συναντούσαμε την κραυγαλέα και έντονη αντίθεση της τότε αξιωματικής αντιπολιτεύσεως, η οποία χαρακτήριζε σχεδόν εθνική προδοσία την προσπάθεια της ένταξης, υποστηρίζοντας ανεδαφικές προτάσεις, όπως λ.χ. το γιουγκοσλαβικό ή το νορβηγικό μοντέλο. Είχε όμως τότε η κυβέρνησή μας το σθένος να αναδεχθεί το ενδεχόμενο πολιτικό κόστος να προχωρήσει αταλάντευτα προς την ένταξη. Ευτυχώς για τον τόπο ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της χώρας δεν μεταβλήθηκε μετά το 1981, γιατί ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κων. Καραμανλής απείλησε τον νέο πρωθυπουργό ότι αν τολμούσε να πραγματοποιήσει τις προεκλογικές απειλές του για έξοδο από την ΕΟΚ, θα διέλυε τη Βουλή, θα παραιτείτο από το αξίωμά του και θα ηγείτο του εκλογικού αγώνα εναντίον του ΠΑΣΟΚ.

Το ότι όμως η πολιτική των έκτοτε διαδοχικών κυβερνήσεων παρέμεινε σταθερά προσανατολισμένη προς την Ενωμένη Ευρώπη και ότι σήμερα τον ευρωπαϊκό αυτόν προσανατολισμό τον έχει υιοθετήσει σχεδόν το σύνολο του πολιτικού κόσμου είναι μια εύγλωττη απόδειξη πως εκείνη η αρχική επιλογή ήταν σωστή.

* * *

Στα είκοσι χρόνια της συμμετοχής μας, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, τώρα πια Ευρωπαϊκή Ενωση, επιβεβαίωσε τον δυναμικό της χαρακτήρα. Προχώρησε και σε πλάτος και σε βάθος. Με την προσχώρηση νέων μελών, μετά την ελληνική ένταξη, διευρύνθηκε σημαντικά. Και με τη μετάβαση από την τελωνειακή ένωση στην ενιαία αγορά για να φθάσει στο ενιαίο νόμισμα πραγματοποίησε σημαντική εμβάθυνση της σχέσης μεταξύ των μελών της. Απέδειξε πως πράγματι διέρχεται από σταθμούς, αλλά δεν έχει φθάσει ακόμη στο τέρμα.

Κριτική

Στα είκοσι αυτά χρόνια η χώρα μας προσπάθησε να ακολουθήσει την κίνηση της Ευρώπης προς τα εμπρός. Εν μέρει με επιτυχία. Γιατί πράγματι, η συμβολή της Ευρώπης δεν εκδηλώθηκε μόνο σε ό,τι αφορά την ελληνική οικονομία. Πολλά πράγματα άλλαξαν προς το καλύτερο μέθοδοι, διαδικασίες, πρότυπα λειτουργίας, δυστυχώς όχι τόσο της δημόσιας υπηρεσίας, αλλά σημαντικά στον ιδιωτικό τομέα. Η οικονομία κινείται πια αναμφίβολα ως ένα μέρος της ευρωπαϊκής, πράγμα που θα επιταθεί προσεχώς με την εισαγωγή του ευρώ. Η κατά πολλούς υπερβολική -μερικοί λέγουν ασφυκτική- δημοσιονομική πειθαρχία που επιβάλλει το σύμφωνο σταθερότητας για τη συμμετοχή μας στο κοινό νόμισμα αποτελεί θετική πρόοδο σε μια χώρα που μέσα στον αιώνα που πέρασε ταλαιπωρήθηκε από αλλεπάλληλους πληθωρισμούς.

Αυτά όλα αποτελούν κέρδος και πρόοδο για τη χώρα, πέρα από τα δημοσιονομικά οφέλη που μας προσπόρισαν τα ποικίλα κοινοτικά κονδύλια. Οφέλη που δυστυχώς τείνουν να μονοπωλούν συχνά το ενδιαφέρον εκείνων που θεωρούν την Ευρώπη σαν πηγή επιδοτήσεων και μόνο. Αλλά εδώ ακριβώς ας προσέξουμε ιδιαίτερα, για να μην παρασυρόμαστε σε εύκολο έπαινο των «επιτευγμάτων» μας. Ας γυρίζουμε κάθε τόσο το βλέμμα μας να βλέπουμε πως χώρες-μέλη που ξεκίνησαν από επίπεδο οικονομικής ευημερίας χαμηλότερο από το ελληνικό, μας έχουν ήδη ξεπεράσει σε πολλούς επί μέρους τομείς, όπως π.χ. η απασχόληση και τα μεγέθη των αμέσων εξωτερικών επενδύσεων, αλλά και συνολικά στο κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν. Ακόμη και αν δικαιολογήσουμε, γιατί η Ιρλανδία προσέγγισε περισσότερο τους κοινοτικούς μέσους όρους σε πολλούς τομείς της οικονομίας, με την εξήγηση ότι η Ιρλανδία έγινε πλήρες μέλος δέκα χρόνια πριν από την Ελλάδα, η περίπτωση της Πορτογαλίας, που έγινε μέλος πέντε χρόνια έπειτα από εμάς, δεν επιτρέπει τον οποιοδήποτε εφησυχασμό και πρέπει να μας προβληματίζει. Εχω επισημάνει επανειλημμένα τις καθυστερήσεις, τις σπατάλες και την ανικανότητα των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και δεν επιθυμώ να επανέλθω σήμερα σε αυτό το θέμα.

Προβληματισμός όμως αρμόζει και στην Ευρωπαϊκή Ενωση για τη μέχρι τούδε πορεία της. Ασφαλώς είναι αξιόλογη η σταδιακή πρόοδος από την αρχική κοινότητα χάλυβος και άνθρακος έως το ευρώ. Αλλά αυτή η εξέλιξη κράτησε μισό αιώνα. Και στον καιρό μας τα πράγματα τρέχουν με συνεχώς επιταχυνόμενο ρυθμό. Πρέπει συνεπώς η Ενωμένη Ευρώπη να κινηθεί με ταχύτερους ρυθμούς, αν θέλει να παίξει στη διεθνή σκηνή τον ρόλο που της αρμόζει.

Από τους λεγόμενους τρεις «πυλώνες» της ευρωπαϊκής πολιτικής, μόνο ο πυλώνας της οικονομίας έτυχε ιδιαίτερης προσοχής και καλλιέργειας, με αποτέλεσμα ικανοποιητικό, αφού φθάσαμε και στο κοινό πρόγραμμα. Κάποια προσοχή, σχεδόν περιθωριακή, αφιερώθηκε στον λεγόμενο «τρίτο πυλώνα», δηλαδή στα θέματα που συνοπτικά αποκαλούν «θέματα δικαιοσύνης και εσωτερικών», μεταξύ των οποίων το ευρύτερα γνωστό είναι οι διαδικασίες οι λεγόμενες «Σένγκεν». Τα θέματα όμως αυτού του τρίτου πυλώνα αφορούν πολλά από τα πιο καυτά προβλήματα των κοινωνιών μας, όπως είναι η διακίνηση των ναρκωτικών, η λαθρομετανάστευση και η τρομοκρατία. Τα τελευταία γεγονότα στην Αμερική θα επιβάλουν πολύ μεγαλύτερη προσοχή και πολύ ταχύτερη πρόοδο στη συνεργασία των χωρών-μελών της Ενωσης για την αντιμετώπιση των θεμάτων αυτών. Τα βασικά δεδομένα που κινούσαν ώς τώρα τις διαδικασίες συνεργασίας και ενοποίησης στα θέματα αυτά μεταβλήθηκαν απότομα και ριζικά. Θα πρέπει τόσο στις Βρυξέλλες όσο και στις πρωτεύουσες των μελών να γίνουν σκέψεις και να ληφθούν αποφάσεις ανάλογες με τη σοβαρότητα των προβλημάτων.

Τι γίνεται όμως με τον «δεύτερο πυλώνα», δηλαδή την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Αμυνας; Εδώ βρίσκεται το ασθενές σημείο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Τριάντα ήδη χρόνια γίνονται σκέψεις για τη διαμόρφωση μιας κοινής εξωτερικής πολιτικής της Ενωμένης Ευρώπης και ώς τώρα δεν βλέπουμε παρά μόνο πενιχρά αποτελέσματα. Ακόμη και μετά την κοσμοϊστορική κατάρρευση του διπολισμού, που δημιούργησε εντελώς νέο πολιτικό σκηνικό στα εξωτερικά όρια της Ευρώπης, δεν είδαμε ουσιαστική πρόοδο. Ενώ έχει κοινοτικοποιηθεί το σύνολο της οικονομίας, η εξωτερική πολιτική εξακολουθεί να παραμένει στο μεγάλο της μέρος υπόθεση διακυβερνητική και όχι κοινοτική. Και τώρα ακόμη που επιτέλους έγινε κατανοητή η ανάγκη να υπάρξει μια κοινή αμυντική πολιτική, πάλι τίθεται σε εξάρτηση από το ΝΑΤΟ και με τον τρόπο αυτό σε εξάρτηση από την καλή ή όχι θέληση… της Τουρκίας. Αυτή η ασυμμετρία στην εξέλιξη και ανάπτυξη της Ενωμένης Ευρώπης φάνηκε έκδηλα στη μακρόσυρτη διαδικασία της βαθμιαίας διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας. Από την Κροατία, στη Βοσνία, στο Κόσοβο και τώρα στη ΦΥΡΟΜ, η Ευρώπη περιορίσθηκε σε επικουρικό ρόλο. Οχι γιατί δεν της το επέτρεψαν οι Αμερικανοί, αλλά γιατί η ίδια η Ευρώπη αισθανόταν ότι δεν έφθαναν οι δυνάμεις της για παραπάνω. Οι διαπιστώσεις αυτές που αφορούν επικίνδυνες καταστάσεις στις παρυφές της ίδιας της Ευρώπης πρέπει να αποτελούν θέμα που ιδιαίτερα πρέπει να ενδιαφέρει τη χώρα μας υπό τις ειδικές συνθήκες που επικρατούν στα ανατολικά μας σύνορα. Μπορεί για τα τελωνεία και για τα διαβατήρια τα ανατολικά μας σύνορα να είναι σύνορα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Για την άμυνά μας όμως ακόμη δεν ισχύει το ίδιο. Και η Ευρώπη δεν μας έχει δώσει ως τώρα δείγματα ότι βλέπει τα ελληνικά σύνορα ως σύνορά της.

Αυτή τη φανερή αδυναμία της Ευρώπης έρχεται να επιτείνει η προσεχής διεύρυνσή της. Ηταν φυσικό μετά την κατάρρευση του διπολισμού και την απαλλαγή των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης από τη σοβιετική ηγεμονία να υπάρχει πολιτική και οικονομική ανάγκη να ενσωματωθούν και οι χώρες αυτές στον ευρωπαϊκό κορμό από τον οποίο είχαν αποσπασθεί από το τέλος του πολέμου. Και ίσως για δικαιολογημένους πολιτικούς λόγους να έπρεπε να προχωρήσει η ένταξή τους στην Ενωση. Αυτό όμως θα έπρεπε ακριβώς να ωθήσει την Ενωση σε μια ταχύτερη και αποφασιστικότερη στερέωση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, την τολμηρή αναδιαμόρφωση των θεσμικών οργάνων της, την ενίσχυση του κοινοτικού σε αντιδιαστολή με τον διακυβερνητικό χαρακτήρα της.

Δεν θέλω καν να αναφερθώ εδώ στην ένταξη της Κύπρου. Το γνωρίζουμε όλοι -και οι κοινοτικοί ακόμη καλύτερα- πως η Κύπρος ανταποκρίνεται σε όλα τα κριτήρια του πλήρους μέλους και πως θα μπορούσε σχεδόν αμέσως να ενταχθεί. Ομως οι ποικιλόμορφες κατά καιρούς τουρκικές απειλές για την περίπτωση που η Κύπρος θα ενταχθεί πριν από την Τουρκία -γιατί στην πραγματικότητα αυτό είναι το θέμα και όχι η αδιαλλαξία του Ντενκτάς- η Ενωση διστάζει και δειλιάζει. Μόνο τώρα τελευταία αρχίζει να φαίνεται πως οι τουρκικές απειλές έχουν πια κουράσει τους Ευρωπαίους και πως τελικά μάλλον θα αγνοηθούν.

Βεβαίως, τόσο οι εταίροι μας και ασφαλώς και εμείς προβληματιζόμαστε για το άλλο πολύ μεγαλύτερο ερώτημα, δηλαδή αν σε προβλέψιμο μέλλον η Τουρκία, με όλα όσα τη βαραίνουν, θα μπορούσε να ενσωματωθεί στην ενιαία Ευρώπη.

* * *

Μίλησα σήμερα, όπως αντιληφθήκατε, περισσότερο για τα σημαντικά, καυτά, αυριανά προβλήματα και στάθηκα λιγότερο στην επετειακή ανασκόπηση των όσων έγιναν εδώ και είκοσι χρόνια. Είχα πολλά να διηγηθώ για εκείνη την εποχή, προτίμησα όμως να ασχοληθώ κυρίως με το παρόν και το μέλλον. Γιατί η προσπάθειά μας εκείνη να ενταχθούμε στην Ευρώπη δεν ήταν αυτοσκοπός. Δεν ήταν αρκετό το ότι κατόρθωσε η Ελλάς εκείνης της εποχής, τραυματισμένη από την επτάχρονη δικτατορία, να βρει τη θέση της στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Εκείνο που από την επαύριο κιόλας της ένταξής μας χρειαζόταν, και χρειάζεται ακόμη, είναι να συμπορευόμαστε με τους ρυθμούς της Ευρώπης και πέραν αυτού να επιδιώκουμε στο μέτρο των δυνατοτήτων μας να προωθούμε την ολοκλήρωση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και την ενίσχυση των θεμελίων του. Οχι για να εξυπηρετήσουμε μια αφηρημένη ιδέα περί της Ενωμένης Ευρώπης. Αλλά γιατί έτσι προσφέρουμε υπηρεσία στη χώρα μας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή