«Βαδδάχ εφκίδ ρουέλ»

2' 3" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Ην δε ωσεί ώρα έκτη και σκότος εγένετο επί την γην έως ώρας ενάτης, του ηλίου σκοτισθέντος, και εσχίσθη το καταπέτασμα του ναού μέσον. Και φωνήσας φωνή μεγάλη ο Ιησούς είπεν: Πατήρ, βαδδάχ εφκίδ ρουέλ». Μα, «βαδδάχ εφκίδ ρουέλ»; Οχ, τίποτε το οικείο δεν ηχεί σε τούτες τις λέξεις. Εντελώς διαφορετικά έχει γραφτεί στη μνήμη ο ύστατος λόγος του θνήσκοντος Ιησού. Την ώρα την ενάτη πάντοτε, ανεβόησε ο Χριστός «ηλί ηλί, λιμά σαβαχθανί;» κατά τον ευαγγελιστή Ματθαίο, «Ελωί, Ελωί λιμά σαβαχθανί;» κατά τον Μάρκο, «πάτερ, εις χείράς σου παρατίθεμαι το πνεύμά μου» κατά τον Λουκά, ή «τετέλεσται» κατά τον ακηκοότα Ιωάννη. Γνωστές είναι βέβαια οι μικρές ή μεγάλες διαφορές ανάμεσα στα κανονικά ευαγγέλια, πάντως αυτό το ακροτελεύτιο «βαδδάχ εφκίδ ρουέλ, ο ερμηνεύεται: Εις χείράς σου παρατίθημι το πνεύμά μου» προέρχεται από ένα απόκρυφο γραπτό, το λεγόμενο Ευαγγέλιο Νικοδήμου.

Κείμενα λαϊκότερα και αφελέστερα τα περισσότερα σωζόμενα Απόκρυφα, παρότι δεν ανήκουν στον Κανόνα συνέβαλαν, με τις πληροφορίες που κομίζουν ή τους θρύλους που καταγράφουν, στη διαμόρφωση σαφέστερης, πιο ανθρώπινης εικόνας για διάφορα βιβλικά πρόσωπα. Φυσικά, το «Ευαγγέλιον Νικοδήμου» δεν το συνέγραψε (τον 4ο αιώνα; τον 5ο;) ο Νικόδημος των Γραφών, ο Φαρισαίος που ως μέλος του Μεγάλου Συνεδρίου υπερασπίστηκε τον Ιησού, λέγοντας ότι πρέπει πρώτα να ακουστεί και κατόπιν να κριθεί? μετά το θάνατο του Χριστού, ο Νικόδημος προσκόμισε «μίγμα σμύρνης και αλόης ως λίτρας εκατό», για την ταφή. Ανώνυμος ήταν ο συντάκτης του Αποκρύφου, απλώς, σύμφωνα με το παλαιότατο έθος, ιδιοποιήθηκε ένα έγκυρο όνομα, αγαπητό στους χριστιανούς, για να εξασφαλίσει την προσοχή και την ευμένεια του αναγνώστη του.

Από το Απόκρυφο του Νικόδημου λοιπόν (που εκδόθηκε, μαζί με τον «Κύκλο Πιλάτου», από τους «Σύγχρονους Ορίζοντες», μεταφρασμένο και σχολιασμένο από τον Θανάση Γεωργιάδη) πληροφορούμαστε τα ονόματα (μάλλον πεποιημένα) των δύο συσταυρωθέντων ληστών. Δυσμάς λεγόταν ο ένας, Γέστας (ή Γεστάς ή και Στέγας) ο άλλος. O Γέστας είναι ο χλευαστής. O Δυσμάς, μια ανάσα πριν από το τέλος, προλαβαίνει να πει το «μνήσθητί μου, κύριε». Από άλλο απόκρυφο κείμενο, την «Υφήγηση Ιωσήφ του από Αριμαθαίας», που παρά τον τίτλο του γράφτηκε μετά τον 11ο αιώνα, μαθαίνουμε την «ειδίκευση» των ληστών. O μεν Γέστας «οδοιπορούντας φόνω μαχαίρας απέκτεινεν, γυναίκας δε εκ των σφυρών κατά κεφαλής κρημνών τους μασθούς εξέκοπτεν», ο δε Δυσμάς (που εδώ ονομάζεται Δημάς), «πλουσίων πειρατηρίοις εκέχρητο, πτωχοίς δε ευ εποίει», λήστευε δηλαδή τους πλούσιους αλλά ευεργετούσε τους φτωχούς, δρώντας σαν ένας πρώιμος Ρομπέν. Φαίνεται λοιπόν πως ο διχασμός του αναιρέθηκε επί του σταυρού, όταν το μισό καλό νίκησε το κακό έτερον ήμισυ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή