«Τάγμα των Σπουδαίων»

3' 44" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Γιατί πρέπει να παραμείνει «ελληνορθόδοξο» το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων; Είναι όρος πιστότητας στον εκκλησιαστικό χαρακτήρα του θεσμού, προϋπόθεση γνησιότητας του ευαγγελικού του κηρύγματος; Από πότε ο εθνοφυλετικός προσδιορισμός συνιστά καθοριστική αναγκαιότητα εκκλησιαστικού θεσμικού λειτουργήματος; Υπάρχει ή όχι «Μεγάλη των Ορθοδόξων Εκκλησιών Σύνοδος εν Κωνσταντινουπόλει», το 1872, που καταδικάζει απερίφραστα τον εθνοφυλετισμό; Εξαιρέθηκε τότε από την καταδίκη ο ελληνορθόδοξος χαρακτήρας οποιουδήποτε Πατριαρχείου;

Δύο λόγοι θα δικαιολογούσαν (ίσως) την προσωνυμία του «ελληνορθοδόξου», για θεσμό πατριαρχικό: Το ελληνόφωνο πλήρωμα και η ελληνική ιστορική σάρκα μαρτυρίας της εμπειρίας που κομίζει μέσα στους αιώνες ο θεσμός: Και εννοώ ως ιστορική σάρκα την ελληνικότητα της γλώσσας (σημαινόντων και σημαινομένων του ελληνικού φιλοσοφικού λόγου και προβληματισμού), την ελληνικότητα της λατρευτικής δραματουργίας, την ελληνικότητα των Εικόνων (ζωγραφικής και αρχιτεκτονικής μορφολογίας).

Κανένας από τους δύο λόγους δεν υπάρχει για να αποδώσουμε σήμερα στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων τον χαρακτηρισμό του «ελληνορθοδόξου». Το πλήρωμα τής εκεί τοπικής Εκκλησίας είναι στη συντριπτική του πλειοψηφία αραβόφωνο. Και η γλώσσα της θεολογίας, της λατρείας, των Εικόνων, έχει πάψει προ πολλού να απηχεί την ελληνική ιστορική σάρκα της εκκλησιαστικής εμπειρίας. Κηρύγματα, διαγγέλματα, έντυπα παπαγαλίζουν τα ξύλινα στερεότυπα της παγκοσμιοποιημένης προτεσταντικής ηθικολογίας. H λατρεία ταυτίζεται με ένα θρησκειοποιημένο τυπικό, άσχετο με την ορθόδοξη ευχαριστιακή εκκλησιολογία. Οσο για τις Εικόνες, σε όλα τα ορθόδοξα «προσκυνήματα» των Ιεροσολύμων, έχουν αντικατασταθεί με ένα ανεκδιήγητο κιτσαριό τής πιο ευτελισμένης θρησκευτικής ζωγραφικής, του ρωμαιοκαθολικού λαϊκίστικου μπαρόκ.

Υπάρχει, βέβαια, μια διοικητική ιδιοτυπία στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, που τις αρχές και την εξέλιξή της θα έπρεπε να φωτίσει μια απροκατάληπτη ιστορική έρευνα. H ιδιοτυπία αρνείται έμπρακτα και ανατρέπει (σχεδόν βλάσφημα) τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις της ορθόδοξης εκκλησιολογίας, δηλαδή τα στοιχεία που καθορίζουν την αλήθεια του εκκλησιαστικού γεγονότος:

Το Πατριαρχείο διοικείται, ερήμην του εκκλησιαστικού του πληρώματος, από μιαν «Αδελφότητα» («Αγιοταφική Αδελφότης» ή «Ιερόν Κοινόν» ή «Τάγμα των Σπουδαίων»). «Αρχηγό» ή «Πρόεδρο» έχει τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων, τον οποίο αυτή από τα μέλη της εκλέγει. Πρόκειται για μοναστική αδελφότητα ή τάγμα, που περιλαμβάνει αποκλειστικά και μόνο Ελληνες κληρικούς (από επισκόπους έως και δόκιμους μοναχούς). Σήμερα τα μέλη της δηλώνεται πως είναι 130. Κληρικός, που προέρχεται από την αραβική συντριπτική πλειονότητα του πληρώματος, αποκλείεται να γίνει μέλος της Αγιοταφικής Αδελφότητας, όπως αποκλείεται και να χειροτονηθεί επίσκοπος. H Αδελφότητα είναι φέουδο των Ελλήνων (συντηρείται με εισαγόμενα από την Ελλάδα μέλη), το ίδιο και ο πατριαρχικός θρόνος.

Κάποια συνθήκη στο Παρίσι, το 1854, επικύρωσε «την πρωτεύουσαν θέσιν των Ελλήνων εις την φύλαξιν των προσκυνημάτων». Ομαδοποιημένοι συντοπίτες διαχειρίζονται αυτήν την «πρωτεύουσαν θέσιν» – εδώ και αρκετά χρόνια στην εξουσία βρίσκονται οι Σαμιώτες. H περιουσία του Πατριαρχείου δεν πρέπει να είναι ευκαταφρόνητη. Υποτίθεται ότι το ελλαδικό υπουργείο Εξωτερικών ασκεί κάποιου είδους εποπτεία, αλλά είναι κοινό μυστικό ότι η αρμόδια Διεύθυνση Εκκλησιών του υπουργείου ήταν πάντοτε η πιο περιφρονημένη και προγραμματικά αδρανής.

Θα ήταν μάλλον ωφέλιμο (και για την Εκκλησία και για την πολιτεία) αν, με αφορμή την τρέχουσα επικαιρότητα, έδινε το υπουργείο στη δημοσιότητα έστω μόνο τον φάκελο που αφορά βίο και πολιτεία του αμέσως προηγούμενου πατριάρχη Διοδώρου. Ισως έτσι κατανοούσαμε τη λογική που διέπει τον ένθερμο εθνικισμό της Αγιοταφικής Αδελφότητας. Ισως κατορθώναμε και να προβληματιστούμε, τι είναι εθνικά συμφερότερο: Να διαχειρίζεται η σημερινή ελλαδική παρακμή και να ευτελίζει τους ιστορικούς τίτλους και το πατριαρχικό κύρος των Ιεροσολύμων ή να ενισχύσουμε, με κάθε τρόπο, την ορθόδοξη εκκλησιαστική παρουσία των Παλαιστινίων στην καρδιά των μουσουλμανικών πληθυσμών της Μέσης Ανατολής;

Η Αγιοταφική Αδελφότητα αντλεί τον λόγο της ύπαρξής της από τη βεβαιότητα ότι είναι μέγα προνόμιο για τον Ελληνισμό να έχει τη διαχείριση (περίπου ιδιοκτησία) των λεγόμενων «ιερών προσκυνημάτων» στην Παλαιστίνη. Θεωρεί αυτονόητη αυτήν τη βεβαιότητα, γι’ αυτό και αυτονόητες επίσης (μέχρι καυχήσεως) τις φυλετικές εκεί και ομολογιακές αντιμαχίες, έριδες και ξυλοδαρμούς (με Αρμένιους, Ουνίτες, Ρώσους, Αραβες, Ρωμαιοκαθολικούς) για τη διεκδίκηση των «προσκυνημάτων».

Ομως, κάποια θεολογικά ερωτήματα πρέπει, επιτέλους, κάποτε να αντιμετωπιστούν με τα κριτήρια της Εκκλησίας και όχι της φυσικής ενστικτώδους θρησκευτικότητας: Κατανοητός ο σεβασμός και η συγκίνηση (ανθρώπινο, ψυχολογικό αποκλειστικά στοιχείο) για τον τόπο όπου πήρε ιστορική σάρκα η παρέμβαση του Θεού στην υπαρκτική περιπέτεια του ανθρώπου. Αλλά αυτήν την παρέμβαση τη γνωρίζει κανείς και την επαληθεύει μετέχοντας στο άθλημα των σχέσεων που συγκροτούν το εκκλησιαστικό γεγονός, οπουδήποτε της γης. Οχι ειδωλοποιώντας τόπους, όπως οι Μουσουλμάνοι τη Μέκκα και οι Ινδουιστές τον Γάγγη, οι Σαμαρίτες το όρος Γαριζίμ και οι Ιουδαίοι τον ναό του Σολομώντος.

Οσους αιώνες ιστορία κι αν έχει αυτή η ορμέμφυτη θρησκευτική ανάγκη για την κατοχή και ιδιο-κτησία ειδωλοποιημένων «προσκυνημάτων», ο καιρός για να ξαναβρούμε τη λειτουργική δυναμική του πατριαρχικού θεσμού και τη σημασία του για την εκκλησιαστική ελπίδα νίκης καταπάνω στον θάνατο, είναι πάντοτε «επιτήδειος» καιρός «προς εξαγοράν».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή