Και τώρα τι θα κάνουμε… με την Τουρκία;

Και τώρα τι θα κάνουμε… με την Τουρκία;

5' 5" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Καθώς μπαίνουμε στην καρδιά του φθινοπώρου του 2006, διακρίνουμε τέσσερις ανησυχητικές εξελίξεις στη γειτονική μας Τουρκία, που απαιτούν ανάλογο προβληματισμό στην Αθήνα και τη Λευκωσία.

Πρώτη αρνητική εξέλιξη είναι η αναθέρμανση και κλιμάκωση του Κουρδικού. Στο εσωτερικό της Τουρκίας μια αλυσίδα βομβιστικών επεισοδίων από παραφυάδες του ΡΚΚ έχει προκαλέσει σοβαρές ανθρώπινες και υλικές απώλειες, με αποτέλεσμα τη μείωση του τουρισμού. Ταυτοχρόνως, η προοπτική ανακήρυξης κουρδικής κρατικής οντότητας στο γειτονικό Ιράκ θα μπορούσε να καταλήξει σε μια τουρκική στρατιωτική επέμβαση και να προκαλέσει σοβαρούς τριγμούς στις σχέσεις Τουρκίας – ΗΠΑ. Οι Αμερικανοί, ως γνωστόν, στηρίζουν ανεπιφύλακτα την κουρδική κοινότητα στο σπαρασσόμενο Ιράκ.

Η δεύτερη αρνητική εξέλιξη αφορά την αντιπαράθεση του βαθέος κράτους (της στρατιωτικά επιτηρούμενης κοσμικής εξουσίας) με την εκλεγμένη κυβέρνηση που προέρχεται από ένα ισλαμογενές κόμμα. Η ανάληψη καθηκόντων αρχηγού των ενόπλων δυνάμεων (στη θέση του αποχωρήσαντος στρατηγού Οζκιόκ) από τον στρατηγό Μπουγιούκανιτ αξίζει επίσης ιδιαίτερης προσοχής. Η παραφιλολογία στα τουρκικά Μέσα Ενημέρωσης οργιάζει ότι ο Μπουγιούκανιτ είναι αυστηρός και άκαμπτος, συγκρινόμενος με τον πραγματιστή και ευέλικτο προκάτοχό του, και ότι δεν αποκλείεται να συμμερίζεται τις υποψίες πολλών κεμαλιστών ότι ο Τούρκος πρωθυπουργός (Ταγίπ Ερντογάν) εξακολουθεί να διατηρεί μια «κρυφή ισλαμική ατζέντα», την οποία θα υλοποιήσει όποτε η μείωση των προνομίων των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων του το επιτρέψει.

Η τρίτη αρνητική εξέλιξη στην Τουρκία είναι καθαρά πολιτική. Στους επόμενους μήνες η γειτονική μας χώρα εισέρχεται σε παρατεταμένη προεκλογική περίοδο. Αν ο Ερντογάν αποφασίσει να εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να το πετύχει άνετα διότι διαθέτει μεγάλη πλειοψηφία στο τουρκικό Κοινοβούλιο. Αλλά εγείρεται το θέμα της συζύγου του και της σταθερής επιλογής της να φορά την παραδοσιακή μαντίλα που προκαλεί πονοκέφαλο στους εκπροσώπους της κοσμικής εξουσίας. Ακόμη και αν ο Ερντογάν παρακάμψει τον σκόπελο της προεδρικής επιλογής, προτείνοντας μια προσωπικότητα γενικότερης αποδοχής, ακολουθούν το 2007 οι εθνικές εκλογές που θα διεξαχθούν σε έντονο κλίμα πόλωσης. Το συμπέρασμα είναι ότι κλείνει σύντομα το μικρό «παράθυρο ευκαιρίας» των σχετικά διαλλακτικών τουρκικών χειρισμών προς την Ελλάδα.

Αν στα παραπάνω προσθέσουμε την τέταρτη αρνητική εξέλιξη που συνοψίζεται με τον αυξανόμενο τουρκοσκεπτικισμό και τη διευρυνσιακή κόπωση στην Ευρώπη των 25, η πρόβλεψη είναι ότι θα αυξηθούν οι πιέσεις στους κόλπους του κεμαλικού κατεστημένου υπέρ μιας εφεδρικής επιλογής για την Τουρκία. Αυτή η επιλογή συνεπάγεται την επιστροφή στην «ειδική εταιρική σχέση» με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, στον ρόλο μιας περιφερειακής δύναμης στην ευρύτερη Μέση Ανατολή και της χώρας – γέφυρας ανάμεσα στη Δύση και το Ισλάμ. Δεν χρειάζεται μεγάλη φαντασία να αντιληφθούμε ότι οι στρατιωτικοί θα φρενάρουν τον υπό ευρωπαϊκούς όρους εκδημοκρατισμό της χώρας τους που περιορίζει τα προνόμιά τους. Θα είναι, επομένως, λιγότερο διαλλακτικοί στις σχέσεις τους με την Ελλάδα και την Κύπρο.

Τι πρέπει εμείς να κάνουμε εν όψει της δέσμης των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Τουρκία; Θα προτιμούσα να αρχίσω με το «τι δεν πρέπει να κάνουμε». Οπωσδήποτε πρέπει να αποφύγουμε αυτό που αποκαλώ το «σύνδρομο Ναξάκη», το οποίο οδήγησε στο φιάσκο της υπόθεσης Οτσαλάν (1999). Το σύνδρομο αυτό, που δυστυχώς δεν περιορίζεται σε ένα άτομο, προχωρεί σε μια λανθασμένη ανάγνωση της σκέψης του Μακιαβέλι, θεωρώντας ότι «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου». Αν ζούσε ο μακαρίτης του Ρεαλισμού θα μας υπενθύμιζε τη σωστότερη ανάγνωση της σκέψης του: «Ο εχθρός του εχθρού σου είναι απλά ο εχθρός του εχθρού σου. Και μπορεί να σου προκαλέσει σοβαρά προβλήματα αν είναι και εχθρός των κοινοτικών σου εταίρων και της μοναδικής υπερδύναμης».

Επιστρέφοντας στη θετική πλευρά της ερώτησης για το τι πρέπει να κάνουμε, προτείνω ως κορυφαία μας προτεραιότητα τη διαφύλαξη του κλίματος διακομματικής συναίνεσης των στρατηγικών μας στόχων. Αποκλίσεις σε θέματα τακτικής είναι φυσιολογικές και δεν πρέπει να διαταράσσουν το κοινό μας μέτωπο. Τα περιεχόμενα του συναινετικού μας πακέτου (εξαιρώντας, δυστυχώς, το ΚΚΕ) είναι τα εξής:

α) Διατήρηση της ελληνοτουρκικής ισορροπίας δυνάμεων για καθαρά αποτρεπτικούς λόγους. Η σχέση αυτή θα πρέπει, όμως, να συνοδεύεται από ελληνικές προτάσεις για την αμοιβαία και ισόρροπη μείωση των στρατιωτικών δαπανών των δύο χωρών με ιδιαίτερη έμφαση στη μείωση επιθετικών (τανκς, αποβατικά πλοία) οπλισμών.

β) Υποστήριξη -με αυστηρούς κοινοτικούς όρους- της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας, διακηρύσσοντας, όμως, ότι αν δεν έχει λυθεί το θέμα της τουρκικής κατοχής στην Κύπρο και αν δεν έχει αρθεί το casus belli στο Αιγαίο, η προοπτική τελικής ένταξης της Τουρκίας θα τεθεί με δημοψηφίσματα στην κρίση των λαών της Ελλάδας και της Κύπρου.

γ) Αξιοποίηση του ευρωπαϊκού παράγοντα και, σε περίπτωση αναβολής της συνταγματικής ολοκλήρωσης της Ευρώπης των 25, παραμονή της χώρας μας στον εσωτερικό, σκληρό πυρήνα της Ευρωζώνης.

δ) Διατήρηση συμπληρωματικών (όχι ανταγωνιστικών) σχέσεων στον ευρωατλαντικό πολιτικο-αμυντικό χώρο. Οπως γίνεται αντιληπτό, η όποια μελλοντική σύγκρουση των δύο πυλώνων του Ατλαντικού θα είχε, λόγω αμερικανικών δραστηριοτήτων, επικίνδυνες επιπτώσεις στην ευπρόσβλητη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.

Θα κλείσω τη σημερινή επιφυλλίδα με λίγα μόνο λόγια για την Κύπρο. Πρέπει να αντιληφθούμε ότι μετά τη συντριπτική απόρριψη (76%) του Σχεδίου Ανάν έχει δημιουργηθεί η εντύπωση διεθνώς ότι οι Ελληνοκύπριοι δεν θέλουν τη λύση. Παρεμπιπτόντως, σε διεθνές συνέδριο στην Μπολόνια το 2004, παρόντος και του Αλβαρο ντε Σότο, είχα χαρακτηρίσει το σχέδιο Ανάν ως «διαδικαστικό τερατούργημα» (procedural monstrosity). Αλλά υποστήριξα το «ναι» γιατί πίστευα ότι ακόμη και ένα κακό σχέδιο θα μπορούσε να εφαρμοστεί στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ισως δεν θα έπρεπε να είχαμε υποτιμήσει τα σοβαρά ανταλλάγματα – επιστροφή εδαφών στα Βαρώσια και τη Μόρφου, επιστροφή προσφύγων (γύρω στις 90.000 στο προτεινόμενο Ελληνοκυπριακό ομόσπονδο τμήμα), αποζημιώσεις για μη επιστρεφόμενες περιουσίες και, κυρίως, σταδιακή αποχώρηση τουρκικών στρατευμάτων από τα Κατεχόμενα.

Κοιτάζοντας το μέλλον, η κυπριακή κυβέρνηση (με συνεπή ελλαδική υποστήριξη) πρέπει να κατεβάσει βροχή προτάσεων – από μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης έως και επιστροφή στον διακοινοτικό διάλογο υπό την αιγίδα (αλλά χωρίς επιδιαιτησία) του ΟΗΕ – που θα περιέχουν χειροπιαστά κίνητρα για τους Τουρκοκυπρίους και την Τουρκία.

Σε τελευταία ανάλυση, το «καρότο είναι καλύτερο από τη μαγκούρα» για την αντιμετώπιση του τουρκικού προβλήματος του Ελληνισμού. Αλλά, για καλό και για κακό, πρέπει να έχουμε και τη μαγκούρα πρόχειρη και καλοδιατηρημένη.

* Ο κ. Θεόδωρος Κουλουμπής είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και αντιπρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ). Κατά το διάστημα Σεπτεμβρίου 2006 – Απριλίου 2007 ο συγγραφέας θα λειτουργήσει ως επισκέπτης ερευνητής στο Woodrow Wilson Center for Scholars της Washington, D.C.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή