Καραμανλής και Βενιζέλος: μια συγκριτική θεώρηση

Καραμανλής και Βενιζέλος: μια συγκριτική θεώρηση

6' 8" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δύο μεγάλες μορφές δεσπόζουν στην πολιτική ζωή του τόπου μας στον εικοστό αιώνα: ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Και οι δύο αυτοί άνδρες -προερχόμενοι από την ελληνική περιφέρεια (Κρήτη και Μακεδονία αντίστοιχα)- αφιέρωσαν τη ζωή τους σε αυτό που αποκαλούμε σήμερα «υψηλή στρατηγική».

Ο Βενιζέλος ηγήθηκε στον αγώνα για την εδαφική ολοκλήρωση της Ελλάδας, κυριολεκτικά διπλασιάζοντας την επικράτειά της μετά τους Βαλκανικούς πολέμους και τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Δυστυχώς, ακολούθησε η Μικρασιατική Καταστροφή με τον ξεριζωμό ενάμισι εκατομμυρίου Ελλήνων από τις πατρογονικές τους εστίες. Σε εκείνη την κρίσιμη ώρα του Ελληνισμού, ο Κρητικός ηγέτης προσάρμοσε (λέξη – κλειδί) την εξωτερική πολιτική της χώρας μας στη νέα πραγματικότητα. Εγκατέλειψε τον αλυτρωτισμό (τη Μεγάλη Ιδέα) και υιοθέτησε την αρχή της διαφύλαξης της εδαφικής ακεραιότητας μιας (σχεδόν) ολοκληρωμένης και εθνοτικά ομοιογενούς (μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών) πατρίδας. Μέγιστη προσφορά του Βενιζέλου ήταν και τα καθοριστικά προγράμματα αποκατάστασης των προσφύγων, ο εκσυγχρονισμός των θεσμών και η ομαλοποίηση των σχέσεων με την Τουρκία κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του (1928-32).

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής -το επίκεντρο του σημερινού άρθρου- μπορεί να συγκριθεί με τον Βενιζέλο, κυρίως στη μετα-αλυτρωτική περίοδο του τελευταίου, η οποία αρχίζει το 1923. Αναλαμβάνει ο Καραμανλής τα πολιτικά ηνία του τόπου (το 1955) ύστερα από μια εφιαλτική εικοσαετία πολιτικής ανωμαλίας, δικτατορίας, πολέμου εναντίον των δυνάμεων του Αξονα, καταστροφικής κατοχής, και εμφύλιου σπαραγμού.

Ας ξαναθυμηθούμε εκείνες τις γκρίζες εποχές: 1933-36, σειρά πραξικοπημάτων και παλινόρθωση της μοναρχίας. 1936-40, η παραφασιστική δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά. 1940-41, το ηρωικό έπος της Αλβανίας και η σιδηρόφραχτη εισβολή των Ναζί. 1941-44, εξοντωτική κατοχή (Γερμανών, Ιταλών και Βουλγάρων) και απαρχή -στην καρδιά της ελληνικής αντίστασης- του δευτέρου μεγάλου διχασμού του 20ού αιώνα. 1946-49, αιματηρός εμφύλιος πόλεμος και απόλυτη περιθωριοποίηση των ηττημένων. 1949-55, σταδιακή ανασυγκρότηση των κατεστραμμένων υποδομών της χώρας και σταθεροποίηση της υπανάπτυκτης ελληνικής οικονομίας. Αλλά και πολυμέτωπη αντιπαράθεση με τη Βρετανία και την Τουρκία για το Κυπριακό, και διατήρηση του κλίματος της αντικομμουνιστικής υστερίας με θλιβερό σύμβολο της πόλωσης, τη Μακρόνησο.

Οπως και με τον Βενιζέλο, είναι λογικό να διαιρέσουμε την πολιτεία του Καραμανλή σε δύο περιόδους: η πρώτη περίοδος, 1955-1963, θα μπορούσε να αποκληθεί μια εποχή «ήπιας και σταδιακής προσαρμογής». Η ενεργητικότητα του Μακεδόνα ηγέτη επικεντρώθηκε στην περαιτέρω ανάπτυξη της οικονομίας και στην εφικτή (για τις συνθήκες της εποχής) άμβλυνση των εμφυλιοπολεμικών παθών. Ταυτοχρόνως, κύριο μέλημά του έγινε η αναθεώρηση του Συντάγματος του 1952 με την ενίσχυση της εκλεγμένης κυβέρνησης και τη συνεπαγόμενη περιστολή των εξουσιών του βασιλιά. Δεν είναι τυχαίο ότι το 1963 ο Καραμανλής (όπως και ο Βενιζέλος με τον Κωνσταντίνο, 1915-16) ήρθε σε σύγκρουση με τον Παύλο και με τη βασίλισσα Φρειδερίκη. Η σύγκρουση αυτή οδήγησε τον Καραμανλή στην παραίτηση από την πρωθυπουργία και (μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου ’63) στην αυτοεξορία. Αξίζει οι μελετητές του μέλλοντος να κάνουν μια ίσων αποστάσεων συγκριτική ανάλυση της αντιπαράθεσης Καραμανλή – Παύλου (1963) και Γεωργίου Παπανδρέου – Κωνσταντίνου (1965).

Η δεύτερη περίοδος του Καραμανλή (1974-1995) έχει εξασφαλίσει σχεδόν την καθολική επιδοκιμασία της ελληνικής διανόησης. Ξεκινά την ανηφορική πορεία του ο λακωνικός Μακεδόνας, μετά την επταετή δικτατορία των συνταγματαρχών (που απομόνωσε την Ελλάδα) και το εγκληματικό πραξικόπημα του Ιωαννίδη στην Κύπρο (που άνοιξε την κερκόπορτα της τουρκικής εισβολής και κατοχής της Μεγαλονήσου).

Στους πρώτους μήνες της πρωθυπουργίας του, ο Καραμανλής έλυσε το πολιτειακό (που τόσο είχε ταλαιπωρήσει τον τόπο) με το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου του ’74. Αξίζει να τονιστεί ότι ήταν το πρώτο στην αλυσίδα των δημοψηφισμάτων καθορισμού του ελληνικού πολιτεύματος που έγινε χωρίς νοθεία και, επομένως, δεν αμφισβητήθηκε δραστικά από τους ηττημένους. Επιπροσθέτως, η νομιμοποίηση των κομμουνιστικών πολιτικών δυνάμεων και η ήπια αποχουντοποίηση που επέβαλε ο Καραμανλής, συνέβαλαν καθοριστικά στην επούλωση των εμφυλιακών πληγών. Πάνω από όλα, ο Καραμανλής αντιμετώπισε αποτελεσματικά την τουρκική απειλή -που μετά την Κύπρο είχε εκδηλωθεί επικίνδυνα και στο Αιγαίο- ενισχύοντας την πολεμική ετοιμότητα των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, ώστε να εξασφαλίζεται έκτοτε η αποτροπή.

Κορυφαία, όμως, εισφορά του μεγάλου Ελληνα πολιτικού στη μοίρα του τόπου μας ήταν η επιλογή της ένταξης της Ελλάδας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Σε μια εποχή -στα μέσα της δεκαετίας του ’70- που οι πολιτικές μας δυνάμεις και η κοινή γνώμη ασπάζονταν έναν έντονο ευρωσκεπτικισμό, το ένστικτο του Καραμανλή έδειχνε μόνο ένα δρόμο – προς Ευρώπη. Οπως χαρακτηριστικά είχε δηλώσει ο Ζισκάρ Ντ’ Εστέν «ήταν ο Καραμανλής και όχι η Ελλάδα, που εντάχθηκε στην Ευρώπη». Αν σήμερα σκεφτούμε πόσο καθολικά αποδεκτή έχει γίνει η ευρωπαϊκή επιλογή στον τόπο μας, τότε θα καταλάβουμε ότι η στόφα ενός μεγάλου ηγέτη αποδεικνύεται από τον ορθολογισμό των επιλογών του, έστω και αν αυτές συνεπάγονται το λεγόμενο πολιτικό κόστος στην ώρα της αρχικής απόφασης.

Αξίζει να αναφέρω μια μεγάλη ακόμη προσφορά του Καραμανλή κατά τη διάρκεια της πρώτης προεδρίας του: συνέβαλε αποφασιστικά στη σταθεροποίηση της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ (1981-85). Θεωρήθηκε ο Καραμανλής ασφαλιστική δικλίδα (για τη διατήρηση του δυτικού προσανατολισμού της χώρας μας) από τον ανήσυχο και παρεμβατικό υπερατλαντικό παράγοντα. Χωρίς τον Καραμανλή, θα είχαν, πιθανότατα, εκδηλωθεί αμερικανικές καλυμμένες δραστηριότητες για την αποσταθεροποίηση και πολιτική εξουδετέρωση του Ανδρέα Παπανδρέου. Επίσης, με δεδομένες τις υπερεξουσίες που διέθετε η Προεδρία της Δημοκρατίας (πριν από τη συνταγματική αναθεώρηση του 1985-86), ο Ανδρέας Παπανδρέου διευκολύνθηκε απέναντι στους συντρόφους του στη δική του επιλογή προσαρμογής (πάλι η λέξη – κλειδί) στο δόγμα «Ανήκομεν εις την Δύσιν». Ετσι το σύνθημα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», για να θυμηθούμε ένα από τα ηρωικά αποφθέγματα του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 1970, παρέμεινε στο ράφι των πληθωριστικών του διακηρύξεων.

Μέχρι στιγμής θα θεωρήσετε το άρθρο μου απολύτως δοξαστικό για τους δύο ιστορικούς ηγέτες. Αλλά στην πολιτική ζωή «ουδείς αναμάρτητος». Ενδεικτικά, θα μπορούσα να αναφέρω και λάθη και παραλείψεις του Βενιζέλου και του Καραμανλή: Τον Βενιζέλο θα κυνηγά -κυριολεκτικά- η απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη το 1919 και, ιδίως, η επέκταση του μετώπου μέχρι τα Δαρδανέλλια και τον Εύξεινο το 1920. Δύο χρόνια αργότερα και μετά την ολέθρια επιλογή του ελληνικού λαού στις εκλογές του 1920 να καταψηφίσει τον Κρητικό ηγέτη και να φέρει στην εξουσία τον γερμανόφιλο Κωνσταντίνο, ήρθε η μεγάλη καταστροφή στις αιματοβαμμένες εκτάσεις της Μικράς Ασίας. Θα μπορούσε, επίσης, να χρεωθεί ο Βενιζέλος στα χρόνια 1933-35, για την αμφιθυμία του σχετικά με την παλινόρθωση της μοναρχίας και για την ανοχή του στην παρεμβατική δράση φιλοβενιζελικών στρατιωτικών κύκλων στην πολιτική.

Στον Καραμανλή, σε πολύ μικρότερη κλίμακα, μπορούμε να χρεώσουμε την άναρχη δόμηση της Αθήνας (την περίφημη αντιπαροχή), καθώς και την απόφασή του να εγκαταλείψει την Ελλάδα μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου 1963. Τον βαραίνει, επίσης, η εν θερμώ κίνηση για την αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ μετά τη δεύτερη εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο. Χρειάστηκε η σύμφωνη γνώμη της Τουρκίας για να επανενταχθεί η χώρα μας στον ευρωατλαντικό αμυντικό οργανισμό το φθινόπωρο του 1980, με κόστος την απώλεια στρατηγικών διευθετήσεων στο Αιγαίο, που ίσχυαν στην περίοδο 1952-74. Χρεώνεται, τέλος, με ένα ακόμη «ολίσθημα»: τον υπερβολικό του συναισθηματισμό στο θέμα της μη αποδοχής μιας σύνθετης ονομασίας για την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας.

Πριν καταλήξω, αξίζει να κάνω μια τελευταία σύγκριση ανάμεσα στους δύο ιστορικούς ηγέτες. Η Μεγάλη Ιδέα της ολοκλήρωσης του αλύτρωτου Ελληνισμού ήταν η κινητήρια δύναμη της πολιτικής του Βενιζέλου στα χρόνια 1910-20. Αλλά και ο Καραμανλής, μετά το 1974, αν όχι πολύ νωρίτερα, πρόσφερε μια νέα εκδοχή της «Μεγάλης Ιδέας» στον σύγχρονο Ελληνισμό: τη βαθιά ενσωμάτωση της χώρας μας στην Ευρώπη, σε μια κοινωνία αλληλοεξαρτώμενων δημοκρατιών, οι οποίες κατάφεραν να αντικαταστήσουν τον πόλεμο με την πρόοδο και τη συνεργασία.

* Ο κ. Θ. Κουλουμπής είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή