Μια «αξέχαστη Γουίνι», μια ξεχασμένη Χριστίνα

Μια «αξέχαστη Γουίνι», μια ξεχασμένη Χριστίνα

2' 23" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αδικος είναι ο χρόνος για τους ηθοποιούς. Δεν εννοώ τα γηρατειά, αλλά το άυλο, το ασύλληπτο, το εφήμερο της τέχνης τους. Ο, τι δημιουργούν σβήνει μόλις σβήσουν τα φώτα, όμως τα αποτυπώματα της τέχνης τους μένουν στη μνήμη των ανθρώπων που είχαν την τύχη να βρεθούν, έστω και για λίγο, κοντά τους.

Το «Παρασκήνιο» (ΕΤ1), 35 χρόνια μετά το θάνατο της ηθοποιού Χριστίνας Τσίγκου, γυρεύει εκείνα τα αποτυπώματα, προσπαθεί να τα συνθέσει σε ένα ντοκιμαντέρ του Ηλία Γιαννακάκη.

Πέθανε στην Αθήνα το 1973, στα 53 της χρόνια, πάμπτωχη και μόνη. Η καριέρα της (τι αταίριαστη λέξη!) αρχίζει με τη φυγή της από την Αίγυπτο, στις αρχές του ’50, όταν η Χριστίνα μαζεύει ό, τι έχει απομείνει από την κάποτε μυθική πατρική περιουσία και πηγαίνει στο Παρίσι για να… αγοράσει ένα θέατρο. Εκεί ανεβάζει πρωτοποριακές παραστάσεις που κερδίζουν τον έπαινο των επαϊόντων, αλλά και το κυνηγητό της εφορίας. Χάνει το θέατρο, αλλά όχι τη φλόγα της.

Κορυφαίο υποκριτικό επίτευγμά της ήταν ο ρόλος της Γουίνι στις «Ευτυχισμένες μέρες» του Μπέκετ στην Αθήνα (η μετάφραση δική της). Για «αίσθηση μαγική», για «ένα ξωτικό» μιλούν όσοι την είδαν. «Ψέλλιζε η ψυχή της», λέει ο Κ. Γεωργουσόπουλος. Ο Μπέκετ τη θαύμαζε και την εμπιστευόταν και την είχε χαρακτηρίσει «αξέχαστη Γουίνι».

Για το χαρακτήρα της δεν ειπώθηκαν πολλά. Μόνον ότι αδιαφορούσε για το χρήμα και τα υλικά αγαθά, π. χ., έψαχνε να βρει ένα κόσμημά της ανάμεσα στα σωληνάρια με τη λαδομπογιά του άντρα της, του σπουδαίου ζωγράφου Θάνου Τσίγκου, που κι αυτός πέθανε νωρίς, στα 51 του χρόνια. Η θυελλώδης σχέση τους δεν κράτησε πολύ.

Το θέμα δεν είναι να πούμε πόσο μεγάλη ηθοποιός πρέπει να ήταν η Χριστίνα Τσίγκου. Το είπαν άλλοι, πιο αρμόδιοι. (Μόνο μια Μαντάμ Σουσού θα έλεγε σήμερα «συμφωνώ μαζί σου, Ζαν Πολ Σαρτρ!»). Ομως δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε το πόσο ασυγχώρητα ξεχασμένοι είναι κάποιοι δημιουργοί. Ζούμε στην εποχή της αποθέωσης της επικοινωνίας, των πληροφοριών, των δικτύων και όμως μια προσωπικότητα τέτοιου διαμετρήματος είναι γνωστή μόνο σε έναν πολύ στενό κύκλο. Και να ήταν μόνον η Χριστίνα Τσίγκου…

Ρώτησα σε ένα μεγάλο βιβλιοπωλείο αν έχουν το βιβλίο του Ανδρέα Νενεδάκη «Ο ζωγράφος Τσίγκος στον πόλεμο και στην φυλακή» (1965). Ο πωλητής γέλασε: «ούτε στο κομπιούτερ δεν το έχουν!» Να λοιπόν που υπάρχουν πολλοί βαθμοί λήθης: η εκταφή, η απομάκρυνση ενός βιβλίου από τα ράφια του βιβλιοπωλείου και, ύστερα, η εξαφάνισή του από το ηλεκτρονικό οστεοφυλάκιο.

Το ντοκιμαντέρ αυτό δεν μας έμαθε μόνον ότι κάποτε έζησε μια σπουδαία ηθοποιός, που τα τελευταία 20 χρόνια της ζωής της έκανε πολλά. Μας έκανε να ζηλέψουμε εκείνους που πρόλαβαν να δουν αυτό το ξωτικό στη σκηνή όπως ζηλεύουμε κι εκείνους που πρόλαβαν την ανοιχτή κοίτη του Ιλισσού και άκουσαν τα βατραχάκια του. Κυρίως όμως μάς υπενθύμισε ότι στην τέχνη δεν υπάρχουν «επιτυχημένοι» και «loosers» και ότι κάποιοι «χαμένοι» μπορεί να είναι πιο νικητές από τα χαϊδεμένα παιδιά της επικαιρότητας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή