Διακρινοντας

3' 26" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δεν ξέρω αν η φιλολογία και η κριτική έχουν πλήρως συνειδητοποιήσει την ιδιάζουσα θέση που κατέχει ο Χριστόφορος Μηλιώνης μέσα στο σώμα της ελληνικής λογοτεχνίας, όντας ο πεζογράφος που κατ’ εξοχήν σχολίασε ένα από τα μαζικότερα και κρισιμότερα συμβάντα της ελληνικής ζωής – τη μεταπολεμική μετακίνηση μεγάλων τμημάτων του ελληνικού πληθυσμού από την ύπαιθρο στις πόλεις. Οχι πως περιέγραψε το ίδιο το συμβάν – στα πενήντα πέντε όμως χρόνια της λογοτεχνικής του παρουσίας το έργο του στάθηκε επίμονα πάνω στις τεράστιες συναισθηματικές και ψυχολογικές επιπτώσεις, στις σημαντικές συνέπειες και στις ολέθριες απώλειες που συνόδεψαν τις μετακινήσεις αυτές. Προσωπικός έτσι και εξομολογητικός ο τόνος του, όχι όμως εσωστρεφής και ιδιωτικός, διότι εκείνο που κατόρθωσε να καταγράψει υπήρξε μια κοινή αίσθηση καθόλου ευκαταφρόνητη, μια συλλογική εμπειρία που αφορά τους περισσότερους. Οπως στις παλαιότερες διηγηματογραφικές συλλογές «Καλαμάς και Αχέροντας» (1985) και «Χειριστής ανελκυστήρος», (1995), στο μυθιστόρημα «Δυτική συνοικία» (1980) και στις νουβέλες «Ακροκεραύνια» (1976) και «Μοτέλ» (2005), έτσι και στα περισσότερα από τα έντεκα διηγήματα της νέας διηγηματογραφικής του συλλογής «Τα πικρά γλυκά» (Μεταίχμιο, σελ. 160), ο Μηλιώνης αποκαλύπτει τη βαθιά νοσταλγία του για τον γενέθλιο τόπο στον οποίο επιστρέφει με κάθε αφορμή. Μέσα από τη μνήμη και τον συνειρμό, ο αφηγητής του οδηγείται στα παιδικά του χρόνια σε χωριό της Ηπείρου («Το λιθάρι», «Ο χαρταετός»), καθώς και στα πρώτα νεανικά χρόνια της στρατιωτικής θητείας («Προσκλητήριο», «Εκείνη η Ανοιξη») και της επαγγελματικής σταδιοδρομίας («Ενας είναι ο Θεός»). Επιστροφή στον απολεσθέντα παράδεισο; Κάθε άλλο. Ο αφηγητής ούτε εξιδανικεύει ούτε ωραιοποιεί. Τα μακρινά εκείνα χρόνια των διώξεων και των ερημώσεων δεν ήταν καθόλου εύκολα. Τα πρόσωπα δεν υπήρξαν άλλωστε ήρωες, αλλά θύματα των στερήσεων και των καταστροφών. Ωστόσο, στο αίσθημα και στην ψυχολογία του αφηγητή αποκτούν τεράστια σημασία. Διότι μέσα από το πρίσμα της μεταγενέστερης πεζής, ισοπεδωμένης και εντελώς ανούσιας, άχρωμης, κενής αστικής ζωής, εκείνο το δύσκολο, βασανισμένο παρελθόν αποδεικνύεται ουσιαστικότερο και πολύ πιο αληθινό. Γι’ αυτό και στον Χριστόφορο Μηλιώνη συναντάμε έναν μεγάλο καημό για την οριστικά χαμένη αυθεντικότητα και το ανυπολόγιστο κόστος το οποίο προήλθε από τον απάνθρωπο αλλά ταυτόχρονα αναπόφευκτο εξαστισμό. Χωρίς ωστόσο να υφίσταται καμιά διάθεση καταγγελίας – διότι δίπλα στη βαθύτατη αυτή νοσταλγία υπάρχουν ταυτόχρονα το χιούμορ και η παραδοχή της πραγματικότητας, μια θυμοσοφική απόφαση ότι τίποτα δεν μπορεί πια να αλλάξει, μια ήρεμη αποδοχή της απώλειας.

Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι ολόκληρη η ουσία της πεζογραφίας του Μηλιώνη βρίσκεται στον τρόπο που ο συγγραφέας χειρίζεται λογοτεχνικά τη φυσιογνωμία του αφηγητή. Οπως και στα προηγούμενα έργα, έτσι και στα «Πικρά γλυκά» δεν συναντάμε έναν Ελληνα επαρχιώτη με τις αρνητικές συνδηλώσεις που κατά κανόνα συνοδεύουν τον συγκεκριμένο χαρακτηρισμό. Συναντάμε αντιθέτως ένα ορεσίβιο που εγκαταστάθηκε τελικά στην πόλη, έναν συγκεκαλυμμένα τρυφερό, στοχαστικό, συναισθηματικό και συγκινημένο άνθρωπο, που δεν θαμπώνεται καθόλου από τις αστικές σειρήνες και τους καταναλωτικούς συρμούς, που πατάει γερά στα πόδια του και νιώθει εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του γιατί ξέρει ποιος είναι. Το πλαίσιο μέσα στο οποίο γεννήθηκε καταστράφηκε, οι συντεταγμένες άλλαξαν, το στίγμα χάθηκε. Εκείνος όμως ούτε θρηνεί ούτε καταστροφολογεί, αλλά ξέρει να μιλήσει συζητώντας με ευθύτητα για τους δεσμούς του με τη Φύση και τους ανθρώπους του χωριού, αναζητώντας με ακατασίγαστο πάθος τον ρυθμό της παλιάς ζωής, ξέροντας τι έχασε και πώς να το αποτιμήσει. Ρίζες έτσι αποκαλύπτεται πως δεν είναι ο τόπος, οι άνθρωποι ή τα αντικείμενα, αλλά το συναίσθημα που καταφέρνει να κρατάει άσβεστο μέσα του για όλα αυτά. Με αυτόν τον τρόπο κατορθώνει να κάνει νύξη σε τόσο ουσιαστικά στοιχεία της ατομικής ταυτότητας όπως είναι το πρόσωπό του ( «Η φωτογένεια») και το οικογενειακό του όνομα («Η μηλιά» ).

Εχω υποστηρίξει ότι ορισμένα από τα παλαιότερα έργα του Μηλιώνη, όπως το μυθιστόρημα «Σιλβέστρος» (1987), η διηγηματογραφική συλλογή «Τα φαντάσματα του Γιορκ» (1999) και η νουβέλα «Μοτέλ» (2005), αντλούν έντονα από την παράδοση του φασματικού, του χιμαιρικού και του ονειρικού σε αντιδιαστολή προς την παράδοση του ρεαλισμού. Με αφορμή το «Πικρά γλυκά» που αναπτύσσεται πάνω στον ίδιο τόνο με το «Καλαμάς και Αχέροντας» και τον «Χειριστή ανελκυστήρος», θα πρέπει να παραδεχθώ ότι στον Μηλιώνη οι δυο παραδόσεις κατά κάποιο τρόπο συγχωνεύονται, καθώς το θέμα σε όλα τα βιβλία του μοιάζει εντέλει να είναι μόνον ένα: το παρελθόν και τα ακατανίκητα φαντάσματά του.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή