Υποθεσεις

5' 35" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στις παρέες του καθενός μας, εκεί όπου αναζητήσαμε νόημα μέσα στην τόση διάλυση, αλλά και στα αμέτρητα τηλεφωνήματά μας, οι συζητήσεις ήταν πολύ πιο ζωηρές και ζουμερές από αυτές που έγιναν και γίνονται τούτες τις φλογισμένες ημέρες στα γραφεία των κομμάτων, στις αίθουσες του Κοινοβουλίου, στα στούντιο της τηλεόρασης, η οποία παραμένει μέγας σκηνοθέτης της μικροϊστορίας μας. Απλή η εξήγηση: στα κόμματα, όσα, ανεξαρτήτως τίτλου και προϊστορίας, συγκροτούν το πολιτικό κατεστημένο, και στην τηλεόραση επίσης, κάποια στιγμή, την ώρα που γκρεμίζονταν όλες οι βιτρίνες του μέχρις υπνώσεως βαυκαλιστικού αυτοθαυμασμού μας, φάνηκε ότι αλλάζουν πολλά. Φάνηκε προς στιγμήν ότι ο πρωτότυπος, ανέκδοτος χαρακτήρας των γεγονότων και η ισχύς τους, η πανελλαδική εξάπλωσή τους, ο διεθνής τους αντίκτυπος και ο σαρωτικός αυθορμητισμός που τα διέκρινε έβγαλε για λίγο από τη νάρκη τους τους θεσμούς (και η τηλεόραση, στους θεσμούς συναριθμείται πια, αυτή είναι η μετανεωτερκή Βουλή, αυτήν έβλεπε και ο πρωθυπουργός, κι όχι μόνο για να πληροφορείται, αλλά και για να κρίνει αν πρέπει να δράσει και πώς, αφού ανήκει κι αυτός στην τάξη των πολιτικών που γνωρίζει τον δήμο μόνο από τις δημοσκοπήσεις και τις εικονικές του αναπαραστάσεις).

Αλλά τελικά επρόκειτο για ψευδαίσθηση. Τίποτε δεν είχε αλλάξει, διότι τίποτε δεν είναι δυνατόν να αλλάξει. Ακόμα και ο τόσος έπαινος που επιδαψίλευσαν στο «υπεύθυνο ΚΚΕ» οι κυβερνητικοί προύχοντες και οι λαϊκορθόξοξοι «συναγερμένοι» της ακροδεξιάς, αναμενόμενος ήταν, ενδοσυστημικός. Ενα κόμμα που τρέμει το αυθόρμητο και βδελύσσεται το ακαπέλωτο, και οι πορείες του οποίου γίνονται έξω από τον πραγματικό κόσμο, σε έναν άλλον κόσμο, παράλληλο, αυτόκλειστο και αυτοσυντηρούμενο, ποιον άλλον να ενοχλήσει εκτός ίσως από τα μέλη του εκείνα που έχουν αρχίσει να κατανοούν ότι η αναμονή του «καθαρού προλεταριακού κινήματος» δεν διαφέρει σε πολλά από την αναμονή της Δευτέρας Παρουσίας και ότι εκείνη η διά της «Πανσπουδαστικής Νο 8 οξύτατη καταγγελία της ίδιας της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, το 1973, σαν «προβοκάτσιας», έχει αφήσει ανεξίτηλα και καθοδηγητικά τα σημάδια της;

Κάποιες ανούσιες μικροαλλαγές ήταν βέβαια ευδιάκριτες: Τα βαριά στελέχη των δύο πυλώνων του κυβερνητισμού, της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, χάθηκαν από τη γυάλινη επικράτεια τις πρώτες ημέρες κι ώσπου να καταλαγιάσουν κάπως τα πράγματα, προφανώς για να μην καούν αναμασώντας τις κοινοτοπίες της ένοχης αμηχανίας τους. Κι έμεινε έτσι ολόκληρη κυβέρνηση «της κεντροδεξιάς και του μεσαίου χώρου» να εκπροσωπείται από ό,τι χαμηλότερο πολιτικά και αντιδραστικότερο, τον κ. Αργύρη Ντινόπουλο και τον κ. Γεράσιμο Γιακουμάτο· από την πλευρά του, το ΠΑΣΟΚ, που οι Πάγκαλοί του κι οι Βενιζέλοι του είχαν χαθεί από το προσκήνιο καίτοι φανατικοί της δημοσιότητας, το εκπροσωπούσε ο κ. Νίκος Μπίστης, που λοιδόρησε σκαιότατα το αίτημα να διαλυθούν τα ΜΑΤ, προφανώς επειδή έχει λησμονήσει ότι κάποτε το φώναζε και αυτός μέσα από τις τάξεις του τότε ιδεολογικού του χώρου. Α, ναι, έκανε κάποιες δηλώσεις και ο κ. Γιώργος Παπανδρέου, που πήγαινε ψάχνοντας, περισσότερο ασαφής και με περισσότερο ανελλήνιστη γλώσσα από κάθε άλλη φορά, έντρομος μπροστά στην πιθανότητα να πάρει την εξουσία, μια εξουσία που (αυτό μοιάζει να το καταλαβαίνει κι ο ίδιος ώρες ώρες) κανένας δεν τη δικαιούται λόγω ονόματος και μόνο, λόγω κληρονομίας. Το μόνο που φαίνεται ότι θυμόταν πολύ καλά ο κ. Γ. Α. Παπανδρέου είναι ότι ο πατέρας του, ο Α. Γ. Παπανδρέου, χρωστούσε ένα κομμάτι της εξουσίας που κατέκτησε το 1981 στο γεγονός ότι τον Νοέμβριο του 1980, μετά την (ατιμώρητη βέβαια) δολοφονία του Ιάκωβου Κουμή και της Σταματίνας Κανελλοπούλου από τα κλομπ και τις σφαίρες των ΜΑΤ, αυτός και το κόμμα του εμφανίστηκαν σαν η δύναμη της τάξης, της πυγμής και του νόμου (η πυγμή αυτή αποκαλύφθηκε τον Νοέμβριο του 1985 με την επίσης ατιμώρητη διολοφονία του δεκαπεντάχρονου Μιχάλη Καλτεζά), αποσπώντας έτσι την εμπιστοσύνη και την ψήφο των «νοικοκυραίων». Αυτό ακριβώς το πατρικό παράδειγμα υπαγόρευσε τη (μη) δράση του σημερινού αρχηγού του ΠΑΣΟΚ, ο οποίος, μετά τον έναν νεκρό τώρα, τον δεκαπεντάχρονο Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο, εμφάνισε επίσης το κόμμα του σαν δύναμη πυγμής, τάξης και ασφάλειας, αλιεύοντας στην ίδια δεξαμενή ψήφων, των έμφοβων «μέσων Ελλήνων»· για τούτο και η δημόσια «παρέμβασή» του περιορίστηκε στο άναμμα κεριών στο Περιστέρι.

Συμβατική, συμβατικότατη και ολίγιστη υπήρξε η σκέψη που παρήχθη στο εσωτερικό των κυβερνητικών κομμάτων τούτες τις μέρες, πιθανότατα επειδή συμβατικά, ρηχά, επιπόλαια ήταν και τα αισθήματα που τους προκάλεσε η αλληλουχία των γεγονότων. Για όσους έχουν μάθει να εξουσιάζουν, για όσους δηλαδή έχουν μάθει να μετρούν και τις ψυχές σαν αριθμούς, ακόμα κι ένας θάνατος, μια δολοφονία ενός δεκαπεντάχρονου, είναι αφομοιώσιμο γεγονός, μια «παράπλευρη απώλεια» που κοστίζει όσο μια ανακοίνωση συλλυπητηρίων. Δεν συγκινήθηκαν, δεν ταρακουνήθηκαν, απλώς υποκρίθηκαν. Και δίχως αισθήματα, νέα, θερμά, γνήσια αισθήματα, δεν παράγεται σκέψη, δεν παράγεται άλλη σκέψη από εκείνη τη χαμηλότατης στάθμης που παραγόταν ώς τώρα. Εσπευσαν βέβαια πάμπολλα κυβερνητικά και κομματικά στελέχη, όσα είναι ήδη θρονιασμένα στην εξουσία κι όσα ελπίζουν ότι έρχεται η ώρα τους, αφού το απελπιστικό εκκρεμές Καραμανλής-Παπανδρέου-Καραμανλής-Παπανδρέου έδειξε να κινείται πάλι, να δηλώσουν με θεατρικά σπασμένη φωνή ότι «πρέπει ν’ ακούσουμε τα παιδιά» (οι πιο «λαϊκοί» προτιμούσαν το ρήμα «αφουγκραστούμε»). Και ενόσω υποτίθεται ότι τέντωναν τ’ αυτιά τους για ν’ ακούσουν καλύτερα, μίλαγαν, μίλαγαν ακατάπαυστα, μηρυκάζοντας λέξεις που τους έχουν υπεξαιρέσει όλο το νόημα («μέλλον», «αυτοκριτική», «σεβασμός», «δημοκρατία», «ισονομία», «αξιοκρατία», «όνειρο, «δικαιώματα, «ελευθερίες»), λέξεις που ποτέ δεν τις πίστεψαν και ποτέ δεν θα τις πιστέψουν. Κι όταν πια οι κάμερες αποσύρθηκαν συντονισμένες από τους δρόμους, οι «ευήκοοι» βιάστηκαν να πετάξουν τη μάσκα και να επιστρέψουν στο βαλτωμένο λιμάνι της εγωπάθειάς τους, ν’ ακούνε μόνο τον εαυτό τους, να μαγεύονται. Το ίδιο ακριβώς έπραξαν και οι προεστοί της τηλεόρασης, της πρωινής ζώνης της μεσημεριάτικης, των ειδήσεων: κουράστηκαν γρήγορα κι αυτοί να παριστάνουν ότι «ακούνε τα παιδιά» και να προσπαθούν να μιλήσουν μια γλώσσα που τους προκαλεί αλλεργία και επανέκαμψαν στην πεπατημένη τους η οποία, σαν γυάλινη, είναι πια ραγισμένη, αν και οι ίδιοι δεν φαίνεται να το έχουν συνειδητοποιήσει.

Στις συζητήσεις των «ανωνύμων», ωστόσο, γύρω από ένα τραπέζι ή και διά του τηλεφώνου, ανταλλάσσονταν αισθήματα, γι’ αυτό και σχηματίζονταν σκέψεις, μπερδεμένες ίσως και θυμικής καταγωγής, πάντως ζεστές, ανθρώπινες, με την αυθεντική αγωνία τους και την ουσιαστική έγνοια τους, με τη σκληρή κριτική τους και τη σκληρότερη αυτοκριτική τους, συμπυκνωμένη σε τούτη τη φρασούλα: «Τα μούτρα μας σπάνε με τις πέτρες τους τα παιδιά», όσα τέλος πάντων τις πετάνε. Τα μούτρα μας, δηλαδή και τα δικά τους μούτρα, τα μελλοντικά, αν μείνουν εγκλωβισμένα στη δική μας διαδρομή, μέσα στον κόσμο που ετοιμάσαμε και τους παραδώσαμε· έναν κόσμο που εκλύει βία, αυθαιρεσία, ατομικισμό, αγοραφοβία και υλοφροσύνη σχεδόν από όλους τους πόρους του, και οπωσδήποτε από όλους τους θεσμούς του. Εμείς πάντως, οι «μεγάλοι», οι «ώριμοι», μετά το πρώτο ξάφνιασμα και την αρχική υποκριτική εκδήλωση ενδιαφέροντος, κάνουμε ό,τι μπορούμε να τα κρατήσουμε εγκλωβισμένα. Γέμισε πάλι παιδονόμους ο τόπος· με αυστηρότερους ανάμεσά τους εκείνες τις «ψυχές τις μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες» του Σεφέρη που μια βδομάδα πριν παρίσταναν ότι «αφουγκράζονται τα παιδιά».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή