Διακρινοντας

3' 29" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το να εντοπίσει ένας κριτικός τη στιγμή ανάφλεξης του καλλιτεχνικού σπινθήρα σ’ ένα λογοτεχνικό, θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο αποτελεί την απόλυτη δικαιολογία της επαγγελματικής ύπαρξής του. Πώς κατορθώνουν ορισμένες από τις καλογυρισμένες χολιγουντιανές παραγωγές να απονευρώνουν εντελώς τις εξιστορήσεις τους; Πώς, ενώ θέτουν τις βάσεις για μια συναρπαστική πλοκή, ενώ χρησιμοποιούν ταλαντούχους ηθοποιούς και ενώ τραβούν υπέροχα πλάνα, καταλήγουν σε πληκτικές λίγο πολύ παρελάσεις ωραίων εικόνων; Γιατί στην ταινία «Σφραγισμένα χείλη» του Στίβεν Ντάλντρι κυριαρχεί απλώς «το μελόδραμα ως κρούστα του ιστορικού δράματος» όπως σωστά παρατήρησε ο κινηματογραφικός κριτικός της «Καθημερινής» Δημήτρης Μπούρας (12.2.09); Και ποια είναι αντιθέτως τα χαρακτηριστικά που έκαναν την πηγή έμπνευσης της ταινίας, το μυθιστόρημα «Διαβάζοντας στη Χάνα» (Κριτική, 1997) του Γερμανού Μπέρνχαρντ Σλινκ, ένα υψηλής δραματικής αξίας πεζογραφικό έργο; Καθώς η ταινία του Ντάλντρι παρακολουθεί αρκετά πιστά τη μυθιστορηματική πλοκή του Σλινκ, η συγκριτική προσέγγιση προσφέρει την ευκαιρία για επισήμανση κρίσιμων διαφορών. Στα μέσα της δεκαετίας του ’50 ο δεκαπεντάχρονος Μίχαελ Μπεργκ αποκτά κρυφή ερωτική σχέση με την μυστηριώδη τριανταπεντάχρονη Χάνα. Ο δεσμός τους θα διακοπεί ωστόσο ξαφνικά όταν η Χάννα θα εξαφανιστεί. Φοιτητής της Νομικής μερικά χρόνια αργότερα, θα την ξανασυναντήσει μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου όπου η παλιά ερωμένη του αντιμετωπίζει την κατηγορία του εγκληματία πολέμου. Και θα διαπιστώσει πως όχι μόνον δεν θα υπερασπιστεί αποτελεσματικά τον εαυτό της όπως οι υπόλοιπες ένοχες συγκατηγορούμενές της, αλλά θα τον επιβαρύνει υπέρμετρα με αποτέλεσμα να καταδικαστεί σε ισόβια.

Μετά την ταινία είχα ένα σωρό απορίες. Πώς είναι δυνατόν μια γυναίκα, και μάλιστα με τη θωριά της Κέιτ Γουίνσλετ να εξακολουθεί να παραμένει αγράμματη στην ανοικοδομούμενη Γερμανία των μέσων της δεκαετίας του ’50, όπως εντέλει αποδεικνύεται πως συμβαίνει στην ιδιόρρυθμη Χάνα; Και τι σχέση έχει η αγραμματοσύνη με τα αποτρόπαια εγκλήματα των ναζιστικών στρατοπέδων; (Το συνηθισμένο στερεότυπο ασχολείται με το ακριβώς αντίθετο: με την ενεργητική συμμετοχή στο Ολοκαύτωμα ανθρώπων υψηλής κουλτούρας). Κι έπειτα τι ακριβώς υπερασπίζεται η Χάνα όταν αναλαμβάνει την ολοκληρωτική ευθύνη των εγκλημάτων προκειμένου να μην παραδεχθεί την αγραμματοσύνη της; Χωρίς ικανοποιητικές απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά, το βασικό κλειδί του έργου – η αδυναμία της ηρωίδας να αποκρυπτογραφεί τις γραπτές σελίδες – συρρικνώνεται σε ένα φτωχό αφηγηματικό τέχνασμα ικανό μόνον για εύκολες συγκινήσεις: όπως συμβαίνει λόγου χάρη στις σκηνές όπου ο τρυφερός μαθητής διαβάζει ιστορίες στην ερωμένη του ή όπου η σαδιστική Χάνα βάζει τις νεαρές μελλοθάνατες να της διαβάζουν. Καθώς οι χαρακτήρες και οι σχέσεις τους απεικονίζονται ατελώς, η δραματική ένταση συρρικνώνεται, με αποτέλεσμα, υπερβαίνοντας τη δομική αντοχή της ταινίας, το συναίσθημα να ξεχειλίζει και να την πνίγει.

Στο μυθιστόρημα τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Με την αίσθηση του χειροπιαστού που δημιουργούν οι ιδιαίτερα αισθαντικές περιγραφές, με τον εξομολογητικό τόνο που επιβάλλει η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, και με τον βαθύ ρυθμό που γεννούν οι εναλλαγές της άδολης τρυφερότητας και της σκληρής ψυχρότητας, το κείμενο κατορθώνει να αναδείξει τη Χάνα ως μια απολύτως πειστική φυσιογνωμία. Γιατί η παρατεταμένη αγραμματοσύνη της; Γιατί η ένοχη απόκρυψή της; Και το κυριότερο, γιατί η εγκληματική συμπεριφορά της; Μα γιατί η Χάνα υπήρξε μια γυναίκα απολύτως δύσκαμπτη, συναισθηματικώς ανάπηρη, ικανή το πολύ για τρεις ή τέσσερις αντιδράσεις. Και βαθιά αλλάζει μόνον προς το τέλος, όταν θα μάθει να διαβάζει, αλλαγή συγκλονιστική για την οποία η ταινία αποτυγχάνει να μας πείσει. Απόδειξη, η επίσκεψη του Μπεργκ στο κελί της, όταν εκείνη θα έχει πια αυτοκτονήσει ύστερα από 18 χρόνια εγκλεισμού, μια μέρα πριν από την αποφυλάκισή της. Τι θα δει ο ήρωας ότι διάβαζε στις ατελείωτες ώρες της μοναξιάς της, η Χάνα της κινηματογραφικής ταινίας; Την «Κυρία με το σκυλάκι» με όλες τις ρομαντικές συνδηλώσεις που ανακαλεί ο τίτλος του Τσέχοφ. Και τι θα δει ο Μπεργκ πως διάβαζε η Χάνα του μυθιστορήματος; Τις αποτρόπαιες μαρτυρίες του Πρίμο Λέβι, του Ζαν Αμερί και του Ελι Βίζελ. Για μια μόνο στιγμή, ο αφηγητής του μυθιστορήματος ανοίγει μια λεπτή ρωγμή σε αυτή την ψυχρή, αδιαπέραστη επιφάνεια που υπήρξε η Χάνα, και μας επιτρέπει να κοιτάξουμε. Τι θα δούμε; Αυτό που αντίκρισε προφανώς και η ίδια: την άβυσσο που υπήρξε μέσα και γύρω της, συνθήκη αφόρητη που τελικά δεν την αντέχει. Προκαλώντας ένα ανακουφιστικό σπασμό των δακρυγόνων μας αδένων, το αίσθημα της κάθαρσης, οδηγεί στη συγγνώμη. Απέναντι στον μονότροπο συναισθηματισμό της κινηματογραφικής ταινίας, το μυθιστόρημα αντιπαραθέτει την αμφιθυμική καλειδοσκοπική πολυσημία του.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή