Διακρινοντας

3' 22" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σε ένα κυκλαδίτικο νησί αποβιβάζεται προς τα τέλη της άνοιξης ένας άντρας. Νοικιάζει ένα σπιτάκι με αυλή και θέα το Αιγαίο και παραμένει εκεί κατά τη διάρκεια της σεζόν, προσπαθώντας, όπως δηλώνει, να γράψει ένα βιβλίο. Πηγαινοέρχεται, όλη μέρα αράζει στο σπίτι και στο καφενείο, συνδέεται με τους κατοίκους του χωριού, παρακολουθεί ένα γάμο. Το «Καψα-χιτ, φουλ μιξ» του Πέτρου Αυλίδη εμφανίζει ενδιαφέρον ως μια ανανεωμένη εκδοχή της παραδοσιακής ηθογραφίας στα τέλη της δεκαετίας του 2000 (Γαβιηλίδης, σελ. 207). Ο συγγραφέας σχεδιάζει ένα τοπίο, διαγράφει έναν χαρακτήρα, εξιστορεί δυο τρία περιστατικά της ντόπιας ζωής και κυρίως συλλαμβάνει έναν ρυθμό. Στηρίζεται πάνω στο βιωματικά γνωστό, το οποίο μας μεταδίδει. Και ταυτόχρονα, αν και μεσήλικας (γ. 1953), αναδεικνύει τους τρόπους μιας κατά πολύ νεότερης γενιάς -ενός ανθρώπου χωρίς επαγγελματικές και οικογενειακές υποχρεώσεις που, παίζοντας στα δάχτυλα τη νεολαιίστικη ιδιόλεκτο, βρίσκεται βαθιά χωμένος μέσα στην ηλεκτρονική τεχνολογία.

Πολλά από όσα απεικονίζονται αποτελούν εμπειρίες χαραγμένες στο πετσί μας: Η άφιξη με το καράβι και η νυχτερινή αποβίβαση στο νησί. Η ενοικίαση δωματίων και η αγορά προμηθειών από το μίνι μάρκετ. Η καυτή πέτρα, ο ανελέητος ήλιος και η μικρή σκιά, η αρμύρα της θάλασσας και το δροσερό αεράκι του Αιγαίου. Κι ακόμα, ο συγχρωτισμός με ανθρώπους που κανείς δεν σκοτώνεται στη δουλειά και όπου ο καθένας ξέρει για τον άλλον τα πάντα. Ο καφετζής που λύνει σταυρόλεξα, η μόνιμα εγκατεστημένη στο νησί Αγγλίδα, ο υποχρεωτικός βαρκάρης και η ιδιότυπη φιγούρα του αφηγητή: αργόσχολος, ράθυμος, ειρωνικός, καμιά φορά κυνικός, αλλά ταυτόχρονα καλόκαρδος· αδιάφορος για τα λεφτά, μποέμ, παιχνιδιάρης· άνθρωπος που αναπαύεται, λιάζεται και χτυπάει μύγες – μεταφορικά, αλλά και κυριολεκτικά, προκειμένου να ταΐσει το πλάσμα με το οποίο τελικά συνδέεται, μια ψυχρόαιμη σαύρα. Στο πρώτο μέρος, ο χρόνος μοιάζει με μια σπουδή πάνω στο τίποτα, αποκαλύπτοντας μιαν ορισμένη αντίληψη για τη ζωή – κενό, αμεριμνησία, νιρβάνα. Στο δεύτερο μέρος, το οποίο καλύπτει τον νησιώτικο γάμο, ο αφηγητής συνάπτει μια πολύ ουσιαστικότερη σχέση: με τον αγροφύλακα, παλιό φόβο και τρόμο του νησιού που, προϊόντος του χρόνου, έχει μετατραπεί σε ανάπηρο ανήμπορο γεροντάκι στα χέρια μιας άσπλαχνης κόρης.

Παρά τη μικρή του θητεία στα γράμματα, ο συγγραφέας έχει την αίσθηση της τεχνικής: από την άποψη της σκηνοθεσίας, είναι θεατρικός (καθώς τα πρόσωπά του εμφανίζονται να εισέρχονται και να αποχωρούν από τις διάφορες τοποθεσίες του νησιώτικου σκηνικού). Και ταυτόχρονα είναι κινηματογραφικός (όταν λόγου χάρη βλέπει τη σκιά του στην πόρτα). Κάνει ακόμα συστηματικότατη χρήση της ιδέας του αφηγηματικού μοτίβου με τις επαναλαμβανόμενες διαδρομές, την επανερχόμενη μουσική του τοπικού ραδιοσταθμού, τις άοκνες προσπάθειες εξημέρωσης της σπιτικής σαύρας, τους νοερούς διαλόγους του με τον εκδότη του και τις εντυπωσιακές επιλύσεις σταυρολέξων (κλείνοντας πονηρά το μάτι στον αναγνώστη του, όταν η άγνωστη τετραψήφια λέξη που καλείται να βρει, είναι το μυθιστόρημα του Αλμπέρτο Μοράβια «Ανία»). Επίσης, η έκφρασή του εμφανίζει ενδιαφέρον, η μικρή, εντελώς απογυμνωμένη, συχνά μονολεκτική φράση, με τον μάγκικο τόνο των πυκνότατων greeklish. Είναι ένας λόγος που διαθέτει ευθύτητα και αμεσότητα (λίγες κουβέντες και σταράτες), παραπέμποντας στη βραχώδη οικονομία του τοπίου – παρά ορισμένες αδόκιμες λεκτικές επιλογές, όπως λόγου χάρη το ουσιαστικό βρέσιμο. Δύο, επίσης, αστοχίες στην ανάπτυξη της ιστορίας στο τέλος: η συνομιλία του αφηγητή με τα πνεύματα και η σεξουαλική του σχέση με μια από τις καλεσμένες του γάμου, διότι και οι δύο οδηγούν την εξιστόρηση στις συμπληγάδες της προβλέψιμης κοινοτοπίας.

Ο Τάκης Παπατσώνης είναι ο πρώτος που έγραψε νεωτερικά ποιήματα. Είχε βαθύτατα την αίσθηση της συμμετρικής εκφοράς του λόγου, κάλυπτε δηλαδή την αναγκαία προϋπόθεση, προκειμένου να λειτουργήσει ποιητικά η γλώσσα του ως αναφορικός παράγων. Την άποψη του για την καινοτόμο παρουσία και την καλλιτεχνική βαρύτητα του μεσοπολεμικού ποιητή, αναδημοσιεύει ο κριτικός Αλέξανδρος Αργυρίου στο βιβλίο του «Τάκης Παπατσώνης» (εκδ. Γραβριηλίδης, σελ. 219). Περιλαμβάνει δύο δημοσιευμένες κριτικές του για τις ποιητικές συλλογές «Εκλογή Α΄ και Β΄» και «Οπου ην κήπος» στα περιοδικά «Ταχυδρόμος» και «Συνέχεια» στα 1964 και 1973, αντιστοίχως. Και ακόμα περιλαμβάνει ένα εκτενές αδημοσίευτο κείμενο, προϊόν σημειώσεων που κράτησε το 1984 για τέσσερα δίωρα μαθήματα που έδωσε στην Εταιρεία Σπουδών της Σχολής Μωραΐτη, με την ευκαιρία των πενήντα χρόνων από την πρώτη έκδοση των ποιημάτων «Εκλογή Α΄» του Τάκη Παπατσώνη.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή