Ευλογία ή κατάρα;

3' 46" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το μεταναστευτικό είναι ίσως το κρισιμότερο ζήτημα που αντιμετωπίζει η χώρα μετά την οικονομική ύφεση. Κράτος και κοινωνία καλούνται να ενσωματώσουν χιλιάδες ανθρώπους με εντελώς διαφορετικές καταβολές, αξίες και δεξιότητες. Δεν είναι τυχαίο πως δυσκολεύονται να το αντιμετωπίσουν ευρωπαϊκές χώρες με μακρόχρονη σχετική εμπειρία, αλλά και κατεξοχήν μεταναστευτικές κοινωνίες (ΗΠΑ, Αυστραλία, Καναδάς). Οι κοινωνικές, οικονομικές και ιδεολογικές διαστάσεις του θέματος είναι τεράστιες και συνδέονται με ένα σύνθετο πλέγμα πολιτικών επιλογών: από τη φύλαξη των συνόρων ώς τις υποδομές για την υποδοχή όσων αιτούνται άσυλο και τις πολιτικές ενσωμάτωσης των μεταναστών στον κοινωνικό και οικονομικό ιστό. Είναι κάτι παραπάνω από σαφές ότι η Ελλάδα έχει καθυστερήσει να διαμορφώσει μια ολοκληρωμένη μεταναστευτική πολιτική, καθώς η ρευστότητα του προβλήματος διαπλέκεται με τη γενικότερη αδυναμία του κράτους και τον πολωμένο χαρακτήρα ενός δημόσιου διαλόγου όπου κυριαρχούν οι κραυγές και περισσεύουν οι αυταπάτες.

Η Ελλάδα αντιμετωπίζει μια οξεία εκδοχή του προβλήματος. Ενα πρώτο κύμα κυρίως ευρωπαϊκής προέλευσης ακολούθησε την πτώση της Σοβιετικής Ενωσης, οπότε και σύμφωνα με την απογραφή του 2001, 762.000 άνθρωποι εισήλθαν στη χώρα, δηλαδή το 7% του πληθυσμού ή αλλιώς το 9% του εργατικού δυναμικού της Ελλάδας. Το δεύτερο κύμα, που διογκώνεται όλο και περισσότερο, προέρχεται κυρίως από την Ασία και την Αφρική. Από το 2002 έχουν γίνει 883.000 συλλήψεις για παράνομη είσοδο ή παραμονή στη χώρα, 132.524 μόνο μέσα στο 2010!

Παρά τα φυσιολογικά προβλήματα, το πρώτο κύμα απορροφήθηκε χωρίς υπέρμετρους κραδασμούς και τελικά μάλλον ωφέλησε τη χώρα, συνεισφέροντας δυναμισμό και εργατικότητα. Τα παιδιά των Αλβανών που μεγάλωσαν στη χώρα μας δεν ξεχωρίζουν από τους συνομήλικους τους και όταν αριστεύουν ζητούν να υψώσουν την ελληνική σημαία. Είναι, όμως, πολύ αμφίβολο πώς τα πράγματα θα εξελιχθούν με αντίστοιχο τρόπο και για το δεύτερο κύμα, ειδικά εν μέσω οικονομικής κρίσης. Οι πρόσφατοι μετανάστες έχουν ιδιαίτερα χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και περιορισμένες δεξιότητες. Για τους περισσότερους ίσως, η Ελλάδα αποτελεί απλό πέρασμα. Εγκλωβίζονται όμως και γκετοποιούνται, με όλες τις αρνητικές επιπτώσεις που κάτι τέτοιο συνεπάγεται.

Αντιμέτωποι με το πρόβλημα είναι μια Δημόσια Διοίκηση που αδυνατεί να διευθετήσει κεντρικά ζητήματα, όπως η Δικαιοσύνη ή η Παιδεία και μια κοινωνία τραυματισμένη από την οικονομική ύφεση. Στη δημόσια συζήτηση κυριαρχούν αυταπάτες: από τη μία, όσοι θεωρούν πώς είναι δυνατό να λύσουμε το πρόβλημα, μετατρέποντας την Ελλάδα σε χώρα-φρούριο και απελαύνοντας εκατοντάδες χιλιάδες ενταγμένους ανθρώπους, κάτι που πέρα από αποκρουστικό, είναι ανέφικτο. Από την άλλη, όσοι συγχέουν το συναίσθημα με τη δημόσια πολιτική και θεωρούν πως η χώρα μας υποχρεούται να συνδράμει οποιονδήποτε καταφθάνει στις ακτές της. Οι πρώτοι βλέπουν μόνο ζημιές εκεί που οι δεύτεροι αγνοούν κάθε κόστος. Για τους μεν, η μετανάστευση είναι κατάρα, για τους δε ευλογία. Ταυτόχρονα, καιροφυλακτούν όσοι αντιμετωπίζουν τους μετανάστες ως εξαργυρώσιμη πολιτική αξία, θεωρώντας πως ανακάλυψαν είτε το επαναστατικό προλεταριάτο που δεν παρήγαγε ποτέ η Ελλάδα, είτε τον μπαμπούλα που θα στρέψει τον κόσμο προς στην ακροδεξιά.

Η μετανάστευση όμως έχει δύο όψεις. Οπως έχουν δείξει πολλές οικονομικές μελέτες, η ραγδαία αύξηση του εργατικού δυναμικού συμβάλλει στην επέκταση της παραγωγής σε τομείς που δεν ήταν συμφέροντες με το προϋπάρχον εργατικό κόστος, στην ελάττωση του πληθωρισμού και στην αύξηση του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος. Συγχρόνως, όμως, προκαλεί συμπίεση των χαμηλών ημερομισθίων, αύξηση της ανεργίας και της οικονομικής ανισότητας, αύξηση της παραοικονομίας και αύξηση των δημοσίων δαπανών που σχετίζονται με την απορρόφηση των μεταναστών από το κοινωνικό σύνολο. Περισσότερο απ’ όλους, θίγονται τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα. Ταυτόχρονα, κοινωνιολογικές μελέτες έχουν αποτυπώσει τους τεράστιους τριγμούς που προκαλεί η ομαλή ενσωμάτωση όχι μόνο των μεταναστών αλλά, κυρίως, των απογόνων τους. Κάποια προάστια ευρωπαϊκών πόλεων θυμίζουν αμερικανικά γκέτο που παράγουν ισλαμιστές τρομοκράτες.

Εθελοτυφλούμε αν νομίζουμε πως το πρόβλημα θα λυθεί με πρόχειρες και αφελείς διακηρύξεις ανθρωπιστικών προθέσεων, αδιάκριτες και μαζικές νομιμοποιήσεις ή με μέτρα ασφαλείας και μόνο. Η αποτελεσματική διαχείρισή του απαιτεί το ξεπέρασμα τόσο της αδιέξοδης ρητορικής όσο και της πολιτικής της αδράνειας. Εφτασε η ώρα να αποδεχθούμε ένα κομμάτι των μεταναστών ως συμπατριώτες, με τους οποίους θα συμβιώσουμε ισότιμα. Οχι όμως με τους πάντες και όχι δίχως όρους. Αυτό ισοδυναμεί με τη διατύπωση ενός κοινωνικού συμβολαίου που θα περιλαμβάνει σαφή δικαιώματα και υποχρεώσεις και θα στοχεύει στην πλήρη ενσωμάτωση εκείνων των μεταναστών που μπορούν και θέλουν να γίνουν μέλη της ελληνικής κοινωνίας. Συνεπάγεται όμως και τον αποκλεισμό των υποχωρήσεων σε εκβιασμούς και την εφαρμογή αυστηρών μέτρων που θα περιορίζουν ένα ανθρώπινο ρεύμα, το οποίο έχει αποκτήσει χαρακτηριστικά εισβολής. Τελικά, το αν η μετανάστευση θα συμβάλει στην ευημερία της χώρας ή στην κατάπτωσή της εξαρτάται κυρίως από εμάς τους ίδιους.

* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Yale. Ο κ. Χάρης Μυλωνάς είναι επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο George Washington.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή