Εσωτερικό «κούρεμα» ή μοχλός ανάπτυξης;

Εσωτερικό «κούρεμα» ή μοχλός ανάπτυξης;

3' 57" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Καλώς ή κακώς, και ανεξάρτητα από το αν η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 25ης Μαρτίου επικυρωθεί από τα εθνικά κοινοβούλια της Ε. Ε., η Ελλάδα έχει πλέον δεσμευτεί να προχωρήσει σ’ ένα πρωτοφανές πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων ύψους 50 δισ. ευρώ. Οι αποφάσεις για μείωση του επιτοκίου δανεισμού και επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του δανείου είναι πραγματικά πολύτιμες, μειώνοντας σημαντικά την επιβάρυνση του προϋπολογισμού, όχι μόνο στην επόμενη τριετία (καθυστέρηση αποπληρωμής του δανείου), αλλά και σε προοπτική δεκαετίας (μείωση επιβάρυνσης τοκοχρεολυσίων). Αλλά είναι η δέσμευση για την άντληση 50 δισ. ευρώ από ιδιωτικοποιήσεις (σε προοπτική τετραετίας) που θα επιφέρει τα πιο θεαματικά αποτελέσματα. Μια κίνηση που, αν αποδώσει καρπούς, θα μειώσει την επιβάρυνση του προϋπολογισμού από επιτόκια κατά 2 δισ. ευρώ ετησίως περίπου, διευκολύνοντας την ταχύτερη μείωση του ελλείμματος προς τον στόχο του 3% για το 2015.

«Ολα καλά», λοιπόν; Δυστυχώς όχι. Αφενός, είναι πολύ αμφίβολο ότι η Ελλάδα θα καταφέρει να αντλήσει ένα τέτοιο ποσό. Λίγους μόνο μήνες πριν, τον Οκτώβριο του 2010, η κυβέρνηση έκανε λόγο για ένα «φιλόδοξο» σχέδιο άντλησης 1 δισ. ευρώ από ιδιωτικοποιήσεις για το 2011. Αναρωτιέται κανείς: αν το 1 δισ. ευρώ ήταν φιλόδοξο (που μάλλον ήταν, σε σχέση τουλάχιστον με τα 0 δισ. του 2010), τότε τι μπορεί να είναι τα 12,5 δισ. ευρώ κατ’ έτος (μέσος όρος) επί τέσσερα συναπτά έτη στα οποία δεσμεύτηκε τώρα; Αφετέρου, υπάρχει το ερώτημα τι θα πωληθεί για την επίτευξη της άντλησης των 50 δισ. ευρώ. Ακόμη και αν το ελληνικό κράτος πουλήσει το σύνολο των μεριδίων που κατέχει σε παραγωγικές επιχειρήσεις και επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, δεν πρόκειται να εισπράξει παραπάνω από 10-15 δισ. ευρώ (5-6 δισ. ευρώ από τις εισηγμένες στο Χρηματιστήριο). Τα υπόλοιπα θα πρέπει να βρεθούν όχι από ιδιωτικοποιήσεις, αλλά από την αξιοποίηση (με ή χωρίς εισαγωγικά) της δημόσιας περιουσίας: ήτοι, την πώληση δημόσιων κτιρίων και εκτάσεων και την εκχώρηση χρήσης λιμανιών, οδικών αξόνων, σιδηροδρόμων, ορυχείων κ. λπ.

Η κυβέρνηση, λοιπόν, βρίσκεται σ’ ένα δίλημμα. Από τη μία, η παραχώρηση πλουτοπαραγωγικών πηγών (λιμάνια, ορυχεία) με όρους «fast-track» θα οδηγήσει σχεδόν σίγουρα σε εκποίησή τους κάτω από την πραγματική τους αξία, με αποτέλεσμα την αύξηση του κοινωνικού κόστους (σε όρους περιβαλλοντικούς, εργασιακούς ή απλά οικονομικούς). Από την άλλη, η πώληση ακίνητης περιουσίας ισοδυναμεί με ενθάρρυνση μη παραγωγικών επενδύσεων, που δεν ανεβάζουν την παραγωγικότητα, δεν δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας και αντίθετα απορροφούν «ρευστό» από την αγορά. Δεν βοηθούν επομένως προς την κατεύθυνση αύξησης του εθνικού προϊόντος παρά, βασικά, στη μείωση του χρέους.

Και εδώ προκύπτει ένα μεγάλο ζήτημα. Τα 50 δισ. ευρώ των ιδιωτικοποιήσεων, αν και εφόσον προκύψουν, δεν θα «αξιοποιηθούν» για την ενίσχυση της ελληνικής οικονομίας (ας πούμε, μέσω μείωσης της φορολογίας και αύξησης των δημοσίων επενδύσεων), αλλά για τη μείωση του όγκου του δημόσιου χρέους. Με άλλα λόγια, τα χρήματα αυτά δεν θα μείνουν στην ελληνική οικονομία: θα πάνε στους δανειστές μας (ως αποπληρωμή), οι οποίοι θα μειώσουν έτι περαιτέρω την έκθεσή τους σε ελληνικούς τίτλους και άρα και τον κίνδυνο που διατρέχουν για μια ελληνική μερική στάση πληρωμών (haircut). Ετσι, αν οι αγορές σήμερα υπολογίζουν ότι περί τα 100 δισ. ευρώ από τις επενδύσεις τους σε ελληνικούς τίτλους έχουν ήδη χαθεί (ποσοστό «κουρέματος» 30-35%), με την «αξιοποίηση» των 50 δισ. ευρώ θα μπορέσουν να κεφαλαιοποιήσουν το 50% αυτού του ποσού, ανταλλάσσοντας άυλους τίτλους του ελληνικού Δημοσίου με τίτλους ακίνητης περιουσίας (που θα πωληθεί μαζικά και άρα σε τιμή κάτω της αγοραίας αξίας της). Αυτό ισοδυναμεί με ένα «εσωτερικό κούρεμα». Μόνο που σε αυτήν την περίπτωση θύμα του «μπαρμπέρη» δεν είναι ο δανειστής, αλλά ο χρήστης και δικαιούχος της δημόσιας περιουσίας. Η οποία θα εκποιηθεί με ρυθμούς «fast-track» και με χαμηλό τίμημα. Χωρίς αμφιβολία, υποβαθμίζοντας το περιβάλλον (ορυχεία, λιμάνια) και τις παρεχόμενες υπηρεσίες (τρένα, ενέργεια) και υποσκάπτοντας τις δυνατότητες της χώρας να αξιοποιήσει αυτές τις πηγές σε κάποια άλλη συγκυρία, όπου οι όροι διαπραγμάτευσης της κάθε «αξιοποίησης» θα είναι πιο επωφελείς και ο σχεδιασμός των ιδιωτικοποιήσεων πιο ολοκληρωμένος.

Αυτό δεν είναι ακριβώς «ξεπούλημα». Αλλά είναι ένα μέτρο ανάγκης που δεν λύνει το βασικό οικονομικό πρόβλημα της χώρας, καθώς δεν κινείται στην κατεύθυνση της συστηματικής στήριξης της εθνικής οικονομίας, με αύξηση των δημοσίων επενδύσεων και τόνωση της ιδιωτικής ζήτησης. Θα μπορούσε η κυβέρνηση να δεσμευτεί ότι μέρος των 50 δισ. ευρώ θα «αξιοποιηθεί» γι’ αυτόν τον σκοπό; Η έλλειψη ενός αναπτυξιακού σχεδίου στον διακανονισμό που επιτεύχθηκε στις 25 Μαρτίου και η έμφαση αποκλειστικά και μόνο σε εισπρακτικά μέτρα και μέτρα τόνωσης της προσφοράς δεν παραπέμπουν σε κάτι τέτοιο. Αν είναι όντως έτσι, τότε η συμφωνία αυτή απλά «επιμηκύνει» την αναμονή του αναπόφευκτου (στάση πληρωμών – συνολική επαναδιαπραγμάτευση του χρέους) και μειώνει το κόστος του για τους δανειστές μας…

* Ο κ. Βασίλης Μοναστηριώτης είναι επίκουρος καθηγητής στην Πολιτική Οικονομία της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, στο Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο της Οικονομικής Σχολής του Λονδίνου (London School of Economics – LSE).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή