Γιατί η Ελλάδα αποτυγχάνει;

Γιατί η Ελλάδα αποτυγχάνει;

4' 41" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στο πρόσφατο βιβλίο τους, με τίτλο «Γιατί αποτυγχάνουν τα κράτη», ο Νταρόν Ατζέμογλου και ο Τζέιμς Ρόμπινσον εγκαινιάζουν ένα διάλογο, ο οποίος εξακολουθεί να προκαλεί κατάπληξη. Πρόκειται για ένα τεράστιο ιστορικό έργο, το οποίο αναλύει περιπτώσεις από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μέχρι τη Σοβιετική Ενωση. Κατά παράδοξο τρόπο, οι συγγραφείς δεν αναφέρονται καθόλου ούτε στην αρχαία ούτε στη σύγχρονη Ελλάδα. Ωστόσο, η επιχειρηματολογία τους έχει οπωσδήποτε σχέση με τη σημερινή οικονομική κρίση.

Η βασική τους πρόταση είναι ότι υπάρχει ένας καθοριστικός παράγων επιτυχίας ή αποτυχίας, ο οποίος είναι ανθεκτικός ανά τους αιώνες. Ο παράγων αυτός είναι η φύση των θεσμών που δημιουργεί ένα κράτος. Με τον όρο «θεσμοί», οι συγγραφείς στην πραγματικότητα εννοούν «κανόνες». Τους κανόνες που διέπουν τη λειτουργία των κυβερνήσεων, τους κανόνες, βάσει των οποίων οι πολιτικοί λογοδοτούν στον λαό, τους κανόνες της αγοράς και τα κίνητρα που δίδονται στους πολίτες για να ευημερήσουν, να καινοτομήσουν και να εκπαιδευτούν. Οταν αυτοί οι κανόνες συνδυάζονται για να προωθήσουν την κοινωνική ενσωμάτωση -ή να αποτυπώσουν έναν κοινό στόχο-, η επιτυχία είναι πιθανότερο να συμβεί.

Από ιδεολογικής πλευράς, οι κανόνες αυτοί ευνοούν τη δημοκρατία, την ελεύθερη αγορά και την κοινωνική αλληλεγγύη. Αυτοί οι κανόνες είναι πολύ πιο σημαντικοί από τη γεωγραφία, τον πολιτισμό, το κλίμα ή την πιθανότητα ασθένειας.

Υπάρχουν συνεπώς και καλά και κακά νέα για την Ελλάδα. Δεν είναι στο DNA της Ελλάδας, στο εθνικό της DNA, να αποτυγχάνει. Μπορούμε, για παράδειγμα, να σκεφτούμε περιπτώσεις Ελλήνων που ευημέρησαν σε διαφορετικό οικονομικό σύστημα. Ούτε η Ελλάδα δεν τα καταφέρνει, επειδή βρίσκεται στη λάθος θέση. Ούτε είναι το κλίμα της που ανακόπτει την ανάπτυξη και την καινοτομία. Τα κακά νέα είναι ότι η Ελλάδα έχει μείνει πίσω όχι εξαιτίας ενός συγκεκριμένου ηγέτη ή ενός συγκεκριμένου κόμματος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, κανείς δεν επιρρίπτει ευθύνες με ευκολία. Τα πράγματα είναι πιο σύνθετα: για να προοδεύσει η Ελλάδα, θα πρέπει να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις των θεσμών της. Και οι μεταρρυθμίσεις αυτές δεν θα πρέπει να αφορούν σε μεμονωμένους θεσμούς, αλλά στο σύνολο των θεσμών.

Το γεγονός αυτό δεν προκαλεί κατάπληξη στους περισσότερους. Αναφερόμαστε στο οικονομικό μοντέλο της Γερμανίας ή στο κοινωνικό μοντέλο της Δανίας. Κανείς όμως δεν αναφέρεται στο «μοντέλο της Ελλάδας», ούτε στο οικονομικό ούτε το κοινωνικό. Δεν είναι ένα οικοδόμημα που μπορεί εύκολα να ανεγερθεί και κανείς δεν θεωρεί ότι μπορεί να το έχει δημιουργήσει. Σειρά ηγετών στην Ελλάδα υποσχέθηκαν ότι θα προχωρήσουν σε γενναίες μεταρρυθμίσεις όσον αφορά τον τρόπο λειτουργίας του κράτους και στο πώς αυτό συνδέεται με τον πολίτη και την οικονομία. Ολοι απέτυχαν, ελάχιστοι είχαν ένα μικρό αντίκτυπο. Το σύστημα μοιάζει με έναν εκτός ελέγχου Λεβιάθαν. Πώς αλλιώς μπορείς να ερμηνεύσεις τις ιδιαιτερότητες των προνομιακών «κλειστών επαγγελμάτων», τις τεράστιες καθυστερήσεις στη δράση της διοίκησης που οφείλονται στην αναμονή για την υπογραφή του υπουργού, ή το ποσοστό «ευκολίας για τις επιχειρήσεις», που κάνει την Παγκόσμια Τράπεζα να πιστεύει ότι τη χώρα χτύπησε διάττων αστέρας; Στη σύγχρονη ιστορία της, η Ελλάδα σημείωσε σημαντικά επιτεύγματα, όμως οι σημερινοί της θεσμοί είναι εφιάλτης.

Ο Νίκος Μουζέλης και ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς έχουν γράψει αναλυτικά για το πώς έχουν προκύψει αυτές οι ιδιαιτερότητες: μια ελίτ που εξαρτιόταν από μεταπρατικά κεφάλαια, δημιούργησε ένα σύστημα που δεν κατάφερε να περάσει τη δοκιμασία των Ατζέμογλου και Ρόμπινσον. Το σύστημα αυτό στρέβλωσε την οικονομία, δεν ευνοούσε την κοινωνική ενσωμάτωση και συντηρούσε την αναποτελεσματικότητα στον τρόπο λειτουργίας του κράτους. Προσθέστε σε αυτό και τον κατά καιρούς διαλυτικό ρόλο του Στέμματος και του Στρατού και έχετε ένα σύστημα που ξεστράτισε ακόμη περισσότερο.

Αυτή η κληρονομιά προσδιόρισε την πρόοδο και τον «εκσυγχρονισμό», με τρόπους που απεδείχθησαν διχαστικοί. Τόσο η πρόοδος όσο και ο εκσυγχρονισμός συνδέθηκαν με την εικόνα της Ευρώπης, μέσω του Κοραή, του Τρικούπη, του Καραμανλή και του Σημίτη.

Ο Νικηφόρος Διαμαντούρος έχει περιγράψει τη διαχρονική μάχη, από την αρχή της συστάσεως του σύγχρονου ελληνικού κράτους, μεταξύ των «εκσυγχρονιστών» και των υπερασπιστών της «κουλτούρας των ηττημένων».

Η Ευρώπη ήταν η βασική άγκυρα, όμως αντιμετωπίστηκε και σαν φίλος και σαν εχθρός.

Και η σημερινή κρίση έχει επιτείνει ακόμη περισσότερο τη σύγκρουση συμφερόντων και νοοτροπιών. Είναι αλήθεια ότι σχεδόν οι πάντες πιστεύουν στις «μεταρρυθμίσεις» αλλά αναφέρονται σε διαφορετικά πολιτικά λεξιλόγια. Καθώς το κράτος δεν έχει αναπτύξει συνεκτικό μοντέλο για να εξισορροπήσει μια ανταγωνιστική αγορά με ένα σύστημα πρόνοιας, ούτε μια δημόσια διοίκηση που λειτουργεί ανεξάρτητα από πολιτικά ρουσφέτια και τη διαφθορά, οι συμπεριφορές που δεν προσιδιάζουν σε πολίτες και καλύπτουν συντεχνιακά συμφέροντα, αποκτούν ιδεολογική νομιμοποίηση και προβάλλονται ως απολύτως λογικές.

Ετσι λοιπόν μάθαμε ότι ο υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης, Αντώνης Μανιτάκης, ενδέχεται να παραιτηθεί αν η κυβέρνηση απολύσει 15.000 δημοσίους υπαλλήλους. Η πρόταση δεν είναι αυτοί να απολυθούν χωρίς αποζημίωση, αλλά να τεθούν σε εφεδρεία. Η ΔΗΜΑΡ και ο υπουργός επιμένουν ότι το μέτρο αυτό πρέπει να έχει προσωρινό χαρακτήρα. Η δουλειά στο Δημόσιο πρέπει να είναι μόνιμη. Ο σχετικός διάλογος παραβλέπει κάθε προσπάθεια να καταγραφεί πόσους δημόσιους υπαλλήλους, με ποια προσόντα, χρειάζεται η Ελλάδα. Με βάση τη δοκιμασία των Ατζέμογλου και Ρόμπινσον, να προσδιοριστεί, δηλαδή, ποια στρατηγική πληροί τις προϋποθέσεις της αποτελεσματικότητας και της κοινωνικής ενσωμάτωσης. Το δίλημμα είναι το ζήτημα εδώ: η πορεία της ιστορικής ανάπτυξης συχνά έχει κάνει το παράλογο να μοιάζει απολύτως λογικό.

Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και άλλα παραδείγματα. Σε ποια άλλη σύγχρονη οικονομία, η λέξη «κέρδος» θα ήταν βρώμικη λέξη; Ή σε ποιο άλλο πανεπιστημιακό σύστημα, η «πρωτιά» θα ήταν αντίθετη με την «αξιολόγηση»; Αυτές οι παραδοξότητες δεν έχουν καμιά σχέση με την τρόικα. Προϋπήρχαν, είναι δημιούργημα της Ελλάδας. Και εξηγούν γιατί η Ελλάδα μπερδεύει τους ξένους. Το βιβλίο όμως των Ατζέμογλου και Ρόμπινσον ίσως εξηγήσει και στους Ελληνες γιατί το κράτος τους αποτυγχάνει.

* Ο κ. Kevin Featherstone είναι καθηγητής στο τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών στο LSE και επί του παρόντος, διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή