Δικαστική ανεξαρτησία

2' 4" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι δικαστές -της ποινικής και πολιτικής δικαιοσύνης- αποφάσισαν τη συνέχιση των κινητοποιήσεών τους μέχρι τις 19 Ιανουαρίου 2013, διότι θέλουν να καταστήσουν σαφές στην κυβέρνηση ότι το ζήτημα γι’ αυτούς δεν έκλεισε με την ψήφιση του Μνημονίου, με το οποίο επιβλήθηκαν νέες, υψηλού ποσοστού μειώσεις των αποδοχών τους (22% κατά μέσον όρο), με αποτέλεσμα, συνυπολογιζομένου και του ποσοστού των περικοπών που είχαν ήδη επιβληθεί, το σύνολο των μειώσεων να υπερβαίνει το 50% (είναι οι μεγαλύτερες μειώσεις σε ολόκληρο τον δημόσιο τομέα). Η κυβέρνηση επέδειξε μία άκαμπτη αδιαλλαξία χωρίς την παραμικρή υποχώρηση και επιμένει να αγνοεί ότι:

Το Σύνταγμα επιτάσσει στην Εκτελεστική και Νομοθετική Εξουσία να διασφαλίζουν την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών και να τους εξασφαλίζουν αποδοχές ανάλογες με το λειτούργημά τους. Και τούτο διότι η ανεξαρτησία του δικαστή είναι το θεμέλιο του κράτους δικαίου και σε αυτήν ασφαλώς εμπεριέχεται και η οικονομική του ανεξαρτησία, ώστε να μην είναι ευάλωτος σε τυχόν πιέσεις.

Το Σύνταγμα αναγνωρίζει τη διάκριση των εξουσιών, καθώς και την ισοτιμία τους και κατά συνέπεια δεν επιτρέπεται οι αποδοχές των λειτουργών της Δικαστικής Εξουσίας να είναι κατώτερες εκείνων των λειτουργών των άλλων δύο εξουσιών.

Το Σύνταγμα απαγορεύει -και ορθώς- στους δικαστές να ασκούν οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα και επομένως οι αποδοχές τους είναι το μοναδικό τους εισόδημα.

Οι δικαστές καλύπτουν, με δικές τους δαπάνες, όλα τα έξοδα που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων τους. Δηλαδή τα έξοδα για τη διατήρηση γραφείου και βιβλιοθήκης στην κατοικία τους, όπου είναι υποχρεωμένοι να εργάζονται καθημερινά, όπως επίσης επιβαρύνονται με έξοδα για τις μετακινήσεις τους όταν υπηρετούν εκτός της οικογενειακής τους εγκατάστασης, καθώς έχουν συχνά και μεταθέσεις και αποσπάσεις, σε αντίθεση με άλλους κρατικούς λειτουργούς, π.χ. βουλευτές, των οποίων οι αντίστοιχες δαπάνες καλύπτονται από τον προϋπολογισμό της Βουλής.

Κατά συνέπεια οι νέες, υψηλού ποσοστού μειώσεις του μισθολογίου των δικαστών είναι καταφανώς αντισυνταγματικές, όπως αναγνωρίστηκε και από την πρόσφατη απόφαση της Ολομελείας του Αρείου Πάγου, την οποία ουδόλως έλαβε υπόψη η κυβέρνηση. Σημειωτέον ότι στην Ιρλανδία που αντιμετώπισε τη σοβαρότερη οικονομική κρίση, οι μισθοί των δικαστών μειώθηκαν κατά 16% στον πρώτο βαθμό και μέχρι 23% στον ανώτατο.

Οι νέες αυτές, υψηλού ποσοστού μειώσεις είναι αναμφίβολο ότι θέτουν σε κίνδυνο την ανεξαρτησία των δικαστών, καθώς και ότι καθιστούν προβληματική την άσκηση των καθηκόντων τους.

Αυτοί είναι λόγοι της έντονης δυσαρέσκειας των δικαστών και η αιτία των συνεχιζόμενων αντιδράσεών τους. Καλούμε την κυβέρνηση να αναθεωρήσει, επιτέλους, τη στάση της.

* Η κ. Βασιλική Θάνου – Χριστοφίλου είναι αρεοπαγίτης, πρόεδρος της Ενώσεως Δικαστών και Εισαγγελέων.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή