Παθητική ή ενεργητική εξωτερική πολιτική;

Παθητική ή ενεργητική εξωτερική πολιτική;

2' 12" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η Ελλάδα αντιμετωπίζει ένα εξωτερικό περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από ρευστότητα, αβεβαιότητα και πολυπλοκότητα. Σε μια σειρά θεμάτων έχει την πολυτέλεια να κινείται εντός του κοινοτικού πλαισίου και να εφαρμόζει πολιτικές που διαμορφώνονται στο επίπεδο της Ε.Ε. Σε θέματα άμεσου ενδιαφέροντος, ωστόσο, είναι υποχρεωμένη να χαράζει εθνική πολιτική. Στην παρούσα συγκυρία, η διεθνής εικόνα και η επιρροή της χώρας έχουν δεχθεί ισχυρό πλήγμα λόγω της κρίσης και η χώρα διαθέτει περιορισμένους πόρους για την άσκηση εξωτερικής πολιτικής. Δεδομένων των καταιγιστικών εξελίξεων σε διεθνές και περιφερειακό επίπεδο, η συνεχιζόμενη απουσία της Ελλάδας θα είναι σαφώς επιζήμια για τα εθνικά μας συμφέροντα. Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα: μια αποδυναμωμένη χώρα πρέπει να ακολουθήσει μια παθητική πολιτική αναμένοντας μια καλύτερη συγκυρία ή μια σχετικά ενεργητική πολιτική προσπαθώντας να εκμεταλλευτεί τυχόν ευκαιρίες; Θα πρέπει να σημειωθεί, βεβαίως, ότι ακόμα και σε καλύτερες εποχές η Ελλάδα σπανίως ακολούθησε μια ενεργητική εξωτερική πολιτική. Συνήθως αντιδρούσαμε στις πρωτοβουλίες τρίτων, συχνά με μια στείρα άρνηση χωρίς να αντιπροτείνουμε κάτι διαφορετικό.

Στην τρέχουσα συγκυρία είναι επιβεβλημένο να αλλάξουμε προσέγγιση και νοοτροπία, σκεφτόμενοι αντισυμβατικά, όπου απαιτείται, και με βασικό στόχο την απόκτηση της πρωτοβουλίας κινήσεων σε ζητήματα υψηλής σπουδαιότητας. Στο πλαίσιο αυτό, θα χρειαστεί να υιοθετήσουμε μια σειρά από παραδοχές. Για παράδειγμα, ένας περιφερειακός ρόλος ή μια στρατηγική σχέση με μια μεγάλη δύναμη δεν χαρίζεται αλλά αποκτάται ως αποτέλεσμα μιας καλά σχεδιασμένης στρατηγικής που θα εφαρμοστεί με συνέπεια σε βάθος χρόνου. Ή ότι η ανάληψη επαρκώς προετοιμασμένων πρωτοβουλιών κατά κανόνα βοηθά στη συσσώρευση διπλωματικού κεφαλαίου για τη χώρα. Επιπλέον, η Ελλάδα έχει, δυστυχώς, μια σειρά από ανοιχτά ζητήματα: ελληνοτουρκικές σχέσεις, Κυπριακό, ονομασία της πΓΔΜ, σχέσεις με την Αλβανία. Η επικρατούσα νοοτροπία σε σημαντικό τμήμα του διπλωματικού δυναμικού, αλλά και του πολιτικού προσωπικού της χώρας, είναι ότι η διαχείριση των θεμάτων σχεδόν αποτελεί αυτοσκοπό και όχι αναγκαστική επιλογή στην περίπτωση που αποτύχουν οι προσπάθειες επίλυσης των προβλημάτων (με τρόπο, βεβαίως, που να κατοχυρώνει τα πραγματικά εθνικά συμφέροντα).

Επειδή «πενία τέχνας κατεργάζεται», πρέπει να αξιοποιήσουμε στον βέλτιστο βαθμό το διαχρονικό μας πλεονέκτημα, το ανθρώπινο δυναμικό, ενθαρρύνοντας την καινοτόμο σκέψη και προωθώντας μια πιο ευέλικτη οργάνωση του υπουργείου Εξωτερικών και άλλων συναρμόδιων υπουργείων (π.χ. με τη δημιουργία ομάδων εργασίας και όχι απλώς διυπηρεσιακών επιτροπών). Χρειάζεται, επίσης, να επιδιώξουμε τακτικές και στρατηγικές συμμαχίες με διάφορους παραδοσιακούς και μη εταίρους και δυνητικούς συμμάχους και να εκμεταλλευτούμε τις όποιες δυνατότητες και ευκαιρίες προσφέρει η συμμετοχή μας στην Ε.Ε. Ταυτόχρονα, η χώρα χρειάζεται σταθερότητα και χρόνο για να ανακτήσει τις δυνάμεις της. Για να απαντήσω, λοιπόν, στο αρχικό ερώτημα χρησιμοποιώντας ποδοσφαιρικούς όρους, η ελληνική εξωτερική πολιτική πρέπει να παίξει «σφιχτή άμυνα με καλά οργανωμένες και συχνές αντεπιθέσεις».

* Ο κ. Θάνος Π. Ντόκος είναι γενικός διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή