Επιτέλους, ευάλωτος και ανασφαλής

Επιτέλους, ευάλωτος και ανασφαλής

7' 26" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η πρώτη γνωριμία με έναν ζωντανό κινηματογραφικό θρύλο εμπεριέχει πάντα ένα στοιχείο σουρεαλισμού. Τον αναγνωρίζεις χωρίς να τον γνωρίζεις. Σου φαίνεται οικείος δίχως ποτέ να έχει υπάρξει κομμάτι της καθημερινότητάς σου. Μια τέτοια εμπειρία εμπίπτει σε ιδιαίτερη κατηγορία deja vu. Στις 28 Ιανουαρίου και συγκεκριμένα στο πλατό της ταινίας «Bereave», μπροστά μου δεν είχα τον ήρωα από το «Κουρδιστό πορτοκάλι» ή τον «Καλιγούλα», αλλά τον Mάλκολμ Μακ Ντάουελ, ο οποίος με κοίταζε μ’ εκείνο το έντονα διερευνητικό του βλέμμα καθώς μου έσφιγγε το χέρι. Δυνατά. Εκείνη τη μέρα θα γυρνούσαμε την πρώτη μου σκηνή, με συνοδό και «συμπαίκτη» (αγαπημένη του λέξη) τον τόσο γνώριμο και ταυτόχρονα τόσο αναπάντεχα διαχυτικό και θερμό Mάλκολμ.

Στην ταινία «Bereave», ο Mακ Ντάουελ ενσαρκώνει τον Garvey, ένα χαρακτήρα ο οποίος «όντας στα τελευταία στάδια καρκίνου, προσπαθεί –ανεπιτυχώς– να αποκρύψει την ασθένειά του από την οικογένειά του και να βρει τρόπους να πεθάνει μόνος του», εξηγεί ο ελληνικής καταγωγής σεναριογράφος της ταινίας Evangelos Giovanis (Ευάγγελος Γιοβάνης), που σκηνοθέτησε την ταινία μαζί με τον αδελφό του George Giovanis. «Δε μπορεί, Θε μου, να φύγει κανείς μοναχός του» είχε γράψει κάποτε ο Μανόλης Αναγνωστάκης, κι αυτή η φράση ταιριάζει γάντι στον ήρωα που υποδύεται ο Μάλκολμ. Τον ρόλο της κλονισμένης συζύγου του Garvey έχει η διάσημη Βρετανίδα ηθοποιός Τζέιν Σίμουρ, ενώ του εκκεντρικού αδελφού του ο βραβευμένος με Οσκαρ ηθοποιός Κιθ Καραντάιν.

Κατά τη διάρκεια της πρόβας με τον Μακ Ντάουελ, που έγινε λίγη ώρα προτού εμφανιστεί η ασπρόμαυρη κλακέτα και ακουστεί για πρώτη φορά η λέξη «action», ένιωσα να με τυλίγει αυτό το γνώριμο «σύννεφο» δέους και νευρικότητας. Βιάστηκα να το αποδιώξω προκειμένου να μην επισκιάσει τη μοναδικότητα και την πολυτιμότητα εκείνης της στιγμής. Εκ των υστέρων σκέφτηκα ότι ίσως αυτά τα άβολα συναισθήματα να μας είναι τελικά πολύτιμα, ακριβώς επειδή μας δόθηκε ένας καλός λόγος να τα νιώσουμε. Λίγο πριν γίνει η πρώτη λήψη, ο Μάλκολμ μού έκλεισε το μάτι και μου έσφιξε το χέρι, «εμβολίζοντάς» με έτσι με την ορμητικότητά του.

Ενθουσιασμός εκατέρωθεν

«Η συνεργασία μου με τον Μάλκολμ Μακ Ντάουελ ήταν από τις πιο θριαμβευτικές στιγμές της ζωής μου», δήλωσε ο Ευάγγελος Γιοβάνης, συναίσθημα το οποίο μοιραστήκαμε αρκετοί. Ο Μακ Ντάουελ ανταπέδωσε τον ενθουσιασμό μας λέγοντας ότι είχε πολλά χρόνια να νιώσει τόσο ευχάριστα σε γύρισμα, ενώ αποκάλεσε τους αδελφούς Γιοβάνη «τους πιο ταλαντούχους νέους σκηνοθέτες που γνωρίζει».

Στη συγκέντρωση που έκανε στο σπίτι της στο Μαλιμπού η Τζέιν Σίμουρ, μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων, ξεκλέψαμε λίγο χρόνο με τον Μακ Ντάουελ για να μιλήσουμε, μακριά από τους καλεσμένους, αλλά και τους τρεις μικρούς του γιους – των οποίων η λατρεία προς τον πατέρα τους ήταν τόσο εμφανής όσο και η ομοιότητά τους.

– Το «If» (1968) ήταν η πρώτη σας ταινία, η οποία παρά τη μεγάλη επιτυχία της προκάλεσε οξύτατες αντιδράσεις λόγω του αντικομφορμιστικού χαρακτήρα της. Ποιες είναι οι αναμνήσεις σας από εκείνη την εποχή;

– Το «If» ήταν σε προσωπικό επίπεδο μία σημαντική ταινία, διότι αφενός σηματοδότησε την απαρχή της κινηματογραφικής μου καριέρας, αφετέρου είχε ιδιαίτερο βάρος για τα μηνύματα που ήθελε να περάσει. Το 1968 ήταν για την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες χρονιά έντονων κοινωνικών αναταράξεων και ζυμώσεων. Θυμάμαι τις διαδηλώσεις κατά του πολέμου στο Βιετνάμ, ενάντια στους πυρηνικούς εξοπλισμούς, τα πρώτα Gay Pride. Η κινητοποίηση και η αντίδραση των μαθητών και φοιτητών ήταν πολύ δυναμική εκείνον τον καιρό. Το «If» ήταν για την εποχή του ανατρεπτικό και επαναστατικό και, ενώ είχε μεγάλη απήχηση στη νεολαία της Αγγλίας, ταυτόχρονα υπήρξαν και αρκετοί που θίγονταν από το ριζοσπαστικό πνεύμα του σεναρίου, το οποίο απροκάλυπτα έχωνε ένα μαχαίρι στην καρδιά του καθεστώτος. Εκεί άλλωστε στόχευε και η ταινία, η οποία στάθηκε η αφορμή να γνωρίσω και να συνεργαστώ με έναν εξαίρετο σκηνοθέτη και άνθρωπο, τον Λίντσεϊ Αντερσον. Μάλιστα, το σχολείο στο οποίο έγιναν τα γυρίσματα, ήταν το σχολείο στο οποίο είχε πάει ο ίδιος ο Λίντσεϊ!

– Λίγα χρόνια μετά ερμηνεύσατε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία-ορόσημο «Κουρδιστό πορτοκάλι» (1971) του Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Πρόκειται για έργο που άφησε έντονα το στίγμα του στο συλλογικό ασυνείδητο αρκετών γενεών. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, είχατε σκεφτεί την απήχηση που θα μπορούσε να έχει μετέπειτα η συγκεκριμένη ταινία;

– Οχι, δεν μπορούσα να προβλέψω πόσο μεγάλη επιτυχία θα γινόταν, ούτε πόσο θα διαρκούσε αυτή η επιτυχία. Αλλά σίγουρα ένιωθα ότι έπαιρνα μέρος σε μια σημαντική και ιδιαίτερη δουλειά. Ενώ με χαροποιεί η αναγνώρισή της, η συγκεκριμένη ταινία είναι κάτι σαν δίκοπο μαχαίρι για μένα… Αισθάνομαι ότι έχω κάνει τόσες άλλες αξιόλογες –και ίσως καλύτερες– δουλειές από αυτήν και με στενοχωρεί ότι όλοι θέλουν να με ρωτούν μόνο για εκείνη. Παρ’ όλ’ αυτά, αναγνωρίζω ότι μου έδωσε την ευκαιρία να παίξω έναν πολύ ενδιαφέροντα ρόλο και είμαι περήφανος για την ερμηνεία μου. Ο Κιούμπρικ με επέλεξε για το «Κουρδιστό πορτοκάλι» αφού με είχε δει στο «If». Οσες φορές βλέπω τον εαυτό μου σε σκηνές από το «Κουρδιστό πορτοκάλι», νιώθω σαν κάποιος να ξεφυλλίζει μπροστά μου ένα παλιό άλμπουμ με φωτογραφίες.

Με τον Κιούμπρικ

– Τι θυμάστε από τη συνεργασία σας με τον Κιούμπρικ;

– Ο Κιούμπρικ έδινε μεγάλη σημασία στη λεπτομέρεια, αλλά ταυτόχρονα άφηνε τον ηθοποιό ελεύθερο να βρει τον δρόμο του, χωρίς ιδιαίτερη καθοδήγηση. Την ποιότητα της ερμηνείας μου την οφείλω σε αυτόν. Μου έλεγε «πάρε την μπάλα και παίξε» και αυτό το εκτίμησα πολύ. Εμπιστευόταν τους ηθοποιούς του και όσους ένιωθε ότι δεν μπορούσε να εμπιστευθεί απλώς τους… απέλυε. Απέλυσε 30 ηθοποιούς από το «Κουρδιστό πορτοκάλι»!

– Κατά τη διάρκεια της καριέρας σας έχετε παίξει τον ρόλο του περιθωριακού, του ψυχοπαθούς, του καταστροφικού. Γιατί πιστεύετε ότι σας έχουν δοθεί αυτοί οι ρόλοι; Τελικά, μήπως η σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης έχει μεγαλύτερο εξερευνητικό ενδιαφέρον για έναν ηθοποιό;

– Σίγουρα είχε περισσότερη πλάκα για μένα να υποδύομαι αυτούς τους ρόλους. Εχω περάσει αξέχαστα ερμηνεύοντας τον ρόλο του ψυχοπαθούς! Μάλιστα, πιστεύω ότι η συγκεκριμένη ερμηνεία μου στο «Κουρδιστό πορτοκάλι» προδιέγραψε και τη μετέπειτα πορεία μου σε αυτό που ορθώς περιγράψατε ως σκοτεινή πλευρά. Ξαφνικά όλοι με ήθελαν να παίξω τον τρελό! Νομίζω ότι οι άνθρωποι δεν έχουν πολλή φαντασία και έτσι μου «κόλλησαν» αυτή την ταμπέλα, διότι ύστερα από αυτήν την ταινία μπορούσαν πλέον να με δουν μόνο μ’ έναν τρόπο. Σε αυτή τη φάση της ζωής μου, νιώθω ότι ήδη έχω παίξει τον ίδιο ρόλο αρκετές φορές και δεν με ενδιαφέρει η ιδέα να το ξανακάνω.

– Φαντάζομαι ότι πολλοί νέοι σεναριογράφοι και σκηνοθέτες σάς προσεγγίζουν επιθυμώντας συνεργασία μαζί σας. Τι σας ώθησε να πείτε το ναι και να συμμετάσχετε στην ταινία «Bereave», όταν σας έγινε η πρόταση από δύο νέους και πρωτοεμφανιζόμενους στους κύκλους του Χόλιγουντ σκηνοθέτες, τον Γιώργο και τον Ευάγγελο Γιοβάνη;

– Κατ’ αρχάς, με γοήτευσε το ανθρωποκεντρικό σενάριο της ταινίας. Ηθελα αυτή τη φορά να δώσω στον εαυτό μου την ευκαιρία να παίξει ένα χαρακτήρα ευάλωτο, ανασφαλή και πολύπλοκο, ο οποίος φοβάται τον θάνατο όταν τον κοιτάει στα μάτια. Το «Bereave» είναι επίσης μια ιστορία παντοτινής αγάπης. Είναι κάτι το οποίο δεν θα περίμενε κανείς να με δει να ερμηνεύω και ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο ένιωσα την ανάγκη να το δοκιμάσω. Το πείσμα και η αφοσίωση που έδειξαν οι αδερφοί Γιοβάνη έκαναν το «Bereave» πραγματικότητα.

– Σε αυτήν την ταινία αποκτήσατε και την εμπειρία της συνεργασίας με Ελληνες. Ποιες είναι οι εντυπώσεις σας για το ελληνικό στοιχείο;

– Με έχουν κερδίσει το πάθος και η τόλμη που επιδεικνύουν για τη δουλειά τους. Το ελληνικό ταμπεραμέντο και η εξωστρέφεια του Ελληνα μου ταιριάζει πολύ. Διαπίστωσα πως οι έντονοι διάλογοι, που συχνά αγγίζουν τα όρια της λογομαχίας, είναι μέρος της καθημερινότητάς σας, αλλά αυτό το θεωρώ υγιές και παραγωγικό εφ’ όσον κοινός στόχος είναι η δημιουργία. Επίσης, είμαι φανατικός οπαδός της Λίβερπουλ και δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι, όταν είχαμε παίξει με τον Ολυμπιακό, το 2005, συνειδητοποίησα πως οι μόνοι άλλοι οπαδοί που είχα δει έως τότε να παθιάζονται τόσο πολύ με την μπάλα –εκτός από εμάς τους Βρετανούς– ήταν οι Ελληνες!

Για τον «Καλιγούλα»

– Η ταινία «Καλιγούλας» (1979) είχε προκαλέσει σκανδαλώδεις αντιδράσεις για τις σκηνές σκληρού πορνογραφικού περιεχομένου, τις οποίες ο σκηνοθέτης ενσωμάτωσε στην ταινία αφού είχατε τελειώσει τα γυρίσματα. Στην ταινία υποδύεστε τον Καλιγούλα με συμπρωταγωνιστές τον Πίτερ Ο’ Τουλ και την Ελεν Μίρεν. Πώς αισθάνεστε τώρα γι’ αυτή σας τη συμμετοχή;

– Είχα και συνεχίζω να έχω ανάμεικτα συναισθήματα. Δεν είναι τέχνη, δεν είναι μια καλή ταινία, αν και έχω ακούσει ότι σε μερικούς άρεσε πολύ! Είμαι περήφανος για την ερμηνεία μου, αλλά υπάρχει ακόμα το έντονο αίσθημα προδοσίας γι’ αυτό που συνέβη μετά, χωρίς τη συναίνεσή μας. Η συνεργασία μου με τον Πίτερ Ο’ Τουλ ήταν το πιο φωτεινό κομμάτι αυτής της εμπειρίας. Πρόσφατα, μάλιστα, η βρετανική εφημερίδα Guardian δημοσίευσε ένα κομμάτι για μένα και τον Ο’ Τουλ και μαζί με αυτό και ένα βίντεο/απόσπασμα με τους δυο μας από τον «Καλιγούλα». Το ξαναείδα και είπα στον εαυτό μου «τελικά είχαμε περάσει μια χαρά!». Γέλασα και σκέφτηκα ότι δεν θα έπρεπε κανείς να πάρει τον «Καλιγούλα» στα σοβαρά. Ούτε ακόμα κι εγώ ο ίδιος! Και με αυτό το σκεπτικό τελικά, κατάφερα να απολαύσω την ταινία ξανά.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή