40% μικρότερο κράτος!

3' 50" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σε μια κανονική χώρα, η αναγγελία εκ μέρους ενός υπουργείου του στόχου «40% μικρότερο κράτος» θα αποτελούσε οπωσδήποτε την είδηση του μήνα. Η προοπτική μείωσης των κρατικών δομών σχεδόν κατά το ήμισυ δεν συνιστά μόνο σοβαρό περιορισμό του κόστους λειτουργίας του Δημοσίου, αλλά επιπλέον θέτει στην ημερήσια διάταξη ζητήματα νοοτροπιών του πολιτικού συστήματος και των πολιτών γενικότερα. Αν θέλουμε να συρρικνώσουμε τόσο πολύ το κράτος όσο ο στόχος διακηρύττει, απαιτείται να αλλάξουμε και ως κοινωνία· δεν είναι μόνο δημοσιονομικό θέμα, είναι ζήτημα κουλτούρας.

Από το υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης επιδιώκεται, λοιπόν, έως το 1916, η μείωση των διοικητικών δομών κατά 40%. Μου φαίνεται εξαιρετική ιδέα. Από το 2009 έως σήμερα, στον τομέα του λειτουργικού του κόστους, το κράτος έχει να παρουσιάσει κυρίως τον περιορισμό κατά σχεδόν 9 δισ. ευρώ (από 24,5 δισ. ευρώ σε 15,7 δισ. ευρώ) της ετήσιας μισθολογικής δαπάνης. Η μείωση αυτή αναμφισβήτητα δεν είναι αμελητέα, αλλά λόγω της οριζόντιας λογικής μέσω της οποίας εφαρμόστηκε απέκτησε έναν πολύ άδικο χαρακτήρα. Ουσιαστικά υπέστησαν όλοι τις ίδιες περικοπές, χρήσιμοι και μη, ικανοί και ανίκανοι, εργατικοί και οκνηροί, άνθρωποι με ταλέντο και ατάλαντοι, υπάλληλοι με προσόντα και μη. Δυστυχώς, το κράτος συνεχίζει να ακολουθεί πιστά την ίδια λογική: οι υπάλληλοί του να πληρώνονται με βάση τα προσόντα, τη χρησιμότητα και την απόδοση του χειρότερου Ελληνα δημοσίου υπαλλήλου. Μοιάζει προς το παρόν μακρινός, αλλά ας ελπίσουμε κάποτε εφικτός, στόχος η σύνδεση των απολαβών κάθε υπαλλήλου με τα προσόντα του, την απόδοσή του και τη θέση ευθύνης που κατέχει.

Στην πραγματικότητα, η δομική μείωση του κράτους αποτελεί ένα απαραίτητο βήμα εκσυγχρονισμού εξίσου αναγκαίο με αυτό που πραγματοποίησε ο Ελευθέριος Βενιζέλος το 1911 όταν με την ψήφιση του Συντάγματος καθιέρωσε τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων με σκοπό να τους προστατεύσει από την αυθαιρεσία των κομματικών ανταγωνισμών και τον ακραίο πελατειασμό. Σήμερα, η μείωση του κράτους συνδέεται άμεσα με την ανάγκη να ξαναβρεί η αντιπροσωπευτική δημοκρατία τη νομιμοποίησή της στη μεσαία τάξη που πληρώνει φόρους. Γιατί, όσο οι πολίτες δεν βλέπουν ανταποδοτικά οφέλη για τους φόρους που πληρώνουν, τόσο περισσότερο υπονομεύεται η αφοσίωσή τους στη δημοκρατικά οργανωμένη κοινωνία, τόσο φουσκώνει ο λαϊκισμός και ο εξτρεμισμός. Το σπάταλο, διεφθαρμένο και αναποτελεσματικό κράτος δεν στοιχίζει μόνο ακριβά στους φορολογουμένους, υπονομεύει την ουσία του κοινωνικού συμβολαίου και οδηγεί στον αυταρχισμό.

Ο διακηρυγμένος στόχος της μείωσης του κράτους, λοιπόν, αποτελεί ένα μεγάλο ζητούμενο όχι μόνο για την τσέπη των φορολογουμένων αλλά και για την ποιότητα της σχέσης του πολίτη με το κράτος. Ομως, δυστυχώς, δεν αρκούν οι διακηρύξεις. Από διακηρύξεις επανίδρυσης και εκσυγχρονισμού χορτάσαμε και το αποτέλεσμα το είδαμε: χρεοκοπία. Το ζήτημα είναι η πίστη και η αποφασιστικότητα της κυβέρνησης σε έναν τέτοιο στόχο, που συνδέεται με ευρύτερες μεταρρυθμίσεις απαγκίστρωσης της οικονομίας και της κοινωνίας από τα δεσμά του κρατισμού, του ρουσφετιού και της αναξιοκρατίας. Δεν έχω καμιά αμφιβολία πως κάποια μέλη της κυβέρνησης παίρνουν στα σοβαρά την υπόθεση του μικρού αποτελεσματικού κράτους. Αυτό που με προβληματίζει είναι αν η κυβέρνηση ως συλλογική οντότητα συμφωνεί μαζί τους.

Δεν έχω ξεπεράσει, βλέπετε, το γεγονός πως πρόσωπα και λογικές που υπονόμευσαν την πορεία της χώρας συνεχίζουν να βρίσκονται στο τιμόνι της και προσπαθούν κιόλας να με πείσουν πως είναι οι σωτήρες μου – βεβαίως η κυβέρνηση θα πρέπει να ευγνωμονεί την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, που φρόντισε να πριονίσει τους όποιους δεσμούς της με τη λογική και τους μετριοπαθείς ψηφοφόρους θέτοντας ένα επιζήμιο δίλημμα: φθαρμένοι και λογικοί ή άφθαρτοι και αλλόφρονες;

Δεν έχω ξεχάσει, λοιπόν, ούτε και συγχωρήσει ακόμη την πληθώρα των πολιτικών εγκλημάτων μιας ολόκληρης εικοσαετίας: την τρέλα της δεκαετίας του ’90 για το Μακεδονικό που οδήγησε την εξωτερική μας πολιτική στα βράχια, την έξαλλη αντίδραση την ίδια περίοδο στην πολιτική των αποκρατικοποιήσεων, την ενίσχυση των συντεχνιακών διεκδικήσεων, το κλείσιμο των δρόμων από τους αγρότες, την εξωφρενική διόγκωση του κράτους, τη ζημιογόνα εμμονή στο άρθρο 16 του Συντάγματος για τα μη κρατικά πανεπιστήμια, την υποκριτική άρνηση για την ιδιωτικοποίηση της Ολυμπιακής ή του Λιμένος Πειραιά, τη σκοτεινή υπόθεση της Ζίμενς, τα «μαύρα ταμεία» και τα θαλασσοδάνεια των κομμάτων. Πρόκειται για μια θλιβερή λίστα.

Στην πραγματικότητα, δεν έχω πεισθεί πως τα κόμματα, όπως και οι άνθρωποι, αλλάζουν εύκολα συνήθειες. Ολοι αυτοί που πολέμησαν επί είκοσι πέντε χρόνια σημαντικές μεταρρυθμίσεις στον τομέα του κράτους και της οικονομίας, σήμερα εμφανίζονται να θέλουν να μοιραστούν τις δάφνες από την επιστροφή μας στις αγορές, ενώ όλο το προηγούμενο διάστημα υπονόμευαν κάθε αναγκαία αλλαγή, παριστάνοντας τους αντι-τροϊκανούς με τις σκληρές κόκκινες γραμμές. Μας κούρασαν! Ελπίζω να κουράστηκαν και οι ίδιοι, δίνοντας χώρο για την απαραίτητη πλέον ανανέωση της πολιτικής μας ζωής.

* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα και στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή