Στην Αθήνα την άνοιξη

2' 31" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η άνοιξη, που έχει αλλάξει τόσο πολύ την πόλη αυτές τις τελευταίες εβδομάδες, επιδρά με έναν τρόπο περίπλοκο. Καθώς επενεργεί πάνω σε όλες τις αισθήσεις, δημιουργεί το αναγκαίο εκείνο αίσθημα της διαστολής και μεταβάλλει τη θέαση, την πρόσληψη και την κατανόηση οικείων όψεων.

Στην Αθήνα, με το υπέροχο κλίμα της Αττικής, η πόλη, δυνητικά, είναι ένας βοτανικός κήπος. Δεν είναι στην πραγματικότητα, παρά μόνον κατά τόπους, εκεί που, σαν μικρές μοβ φωτιές ή κίτρινες λάμψεις ή κόκκινοι χείμαρροι, ξεχύνονται οι εαρινές οπτασίες. Η δυναμική της πόλης, ακόμη και η αστική γεωγραφία της, πόσο μάλλον το υδατογράφημα της μνήμης της, αντλεί από το στοιχείο της μεταβολής. Και η άνοιξη, κάθε χρόνο, δοξάζει αυτό ακριβώς το στοιχείο. Τη μεταβολή.

Στην οδό Ηρακλείτου, στο Κολωνάκι, λίγο κάτω από τη Σκουφά προς Σόλωνος, βλέπω (κι ας μην υπάρχει πια) τη θεόρατη γλυσίνα που αγκάλιαζε κάποτε το μεσοπολεμικό σπίτι. Κόπηκε όταν το σπίτι ανακαινίστηκε αλλά όταν περπατάω στο πεζοδρόμιο, νιώθω το θρόισμα και την κεντημένη σκιά της, σαν ένας ακρωτηριασμένος που νιώθει το απόν χέρι του (όπως ο ήρωας στο θαυμάσιο «14» του Ζαν Εσνόζ, εκδ. Ικαρος). Συχνά, η ματιά του διαβάτη πλημμυρίζει με μοβ, λιλά και ρόδινα στίγματα (να θυμίζει την άνοιξη σαν «θρύψαλο μενεξεδί», όπως λέει ο Ελύτης) και φέρνει στο νου τις φορτωμένες τσαμπιά γλυσίνες από τη Μαυρομματαίων, τη Βασιλίσσης Σοφίας, αλλά και από κάποιους κήπους στο Χαλάνδρι το 1978 ή στην Κυπριάδου ακόμη πιο πίσω. Λίγα φυτά της άνοιξης είναι τόσο αμφίσημα όσο η γλυσίνα, ίσως επειδή ανθίζει για λίγο. Σε ένα έργο του, ο Γιώργος Βαρλάμος την αποθεώνει, γεμίζει τον καμβά, στρώνει αυτό το μενεξεδί, σαν του Υμηττού, αλλά με πέταλα άνθους, μοβ ή κατακόκκινα σαν τις παπαρούνες προς το Ρουφ ή την Καλλιθέα, στη σκηνή του έρωτα στην «Κερένια Κούκλα» του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου.

Οι φορτωμένες γλυσίνες πολυκατοικίες στην Αθήνα, πιο πολύ στη φαντασία, ζωντανεύουν εκείνα τα βισκοντικά σπίτια της Ρώμης και του Παλέρμο, με τους στίχους του Παζολίνι και τον απόηχο της Λαμπεντούζα. Αυτή η βαμμένη μελαγχολία, πικρή χαρά της άνοιξης, που ανθίζει πρώτα στις κυψέλες του μυαλού, σαν προσμονή και αίτημα, ξυπνάει πρώτα στο σπέρμα του ανέμου.

Η Αθήνα θα είχε πολλά να κερδίσει αν μπορούσε να βρεθεί ένας τρόπος να μιλήσει κανείς για τη μυρωδιά της αθηναϊκής νερατζιάς, όταν αυτή πριν από τη γλυσίνα και την παπαρούνα, ζαλίζει το μυαλό και το ραντίζει κιτρινόλευκα ανθάκια. Αυτή η Αθήνα, ευτυχώς, επιβιώνει και κάθε άνοιξη, νομοτελειακά, ανεξάρτητα από τη δική μας ύπαρξη και συνείδηση, θα μετατρέπει την πόλη σε μία ανορθολογική σκηνή θεάτρου, όπου εκεί, και μόνον εκεί, οι αισθήσεις θα παίρνουν κεφάλι από τη λογική. Θα έβρισκε κανείς πολλούς τρόπους για να μιλήσει για την Αθήνα τον Απρίλη, για την πόλη εκείνη που έχει μία δική της εκδοχή για το έαρ, μια δική της μυρωδιά, από ανθισμένα δέντρα, χωμάτινη σκόνη, λάστιχα αυτοκινήτου, μαγειρεμένο φαγητό και αμπαρωμένα σπίτια. Μυρωδιές που ζωντανεύουν όταν η θερμοκρασία σκαρφαλώσει στο 20 και όταν μία βόλτα στην Καλλιδρομίου με θέα τον «Αίολο», το πιο «βισκοντικό» (και πάλι) σπίτι της Αθήνας, μοιάζει σαν ένας περίπατος σε έναν κήπο αισθήσεων.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή