Ακρόπολη, Μουσείο, σουβλάκι και ύπνο…

Ακρόπολη, Μουσείο, σουβλάκι και ύπνο…

3' 53" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Είναι Τετάρτη μεσημέρι, στον δρόμο προς την Ακρόπολη έχει ήλιο σαν να ’ναι ήδη Ιούνιος. Κι όμως, μέχρι τον πεζόδρομο κάτω από τον Ιερό Βράχο, η πόλη είναι άδεια. Από το Κολωνάκι ώς τη Συγγρού, ούτε ένας τουρίστας. Πρέπει να πάρεις τη στροφή για το μουσείο, για να βρεθείς ξαφνικά ανάμεσα σε πλήθη Ρώσων, Αγγλων και Ισπανών. Ολοι μαζί πάνε πέρα-δώθε στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Είναι η «τουριστική ζώνη», όπως λέει και η Ελένη, η ξεναγός στο ρωσικό γκρουπ που τώρα βγαίνει από το Μουσείο της Ακρόπολης. «Γιατί δεν τους πάτε καμιά βόλτα ώς το Κολωνάκι;», τη ρωτάω. «Δεν περιλαμβάνεται στο πακέτο τους», μου απαντάει εκείνη. «Και δεν το θέλουν κιόλας. Δεν πάνε ούτε το απόγευμα που έχουν ελεύθερο χρόνο. Μόνο αρχαία θέλουν να δουν».

Είναι η παράδοξη διαχείριση του τουριστικού χρόνου στην Αθήνα. Μπορεί ορδές Ρώσων τουριστών να αποβιβάζονται στο πλακόστρωτο του Μουσείου της Ακρόπολης, μπορεί οι αμερικανικές οικογένειες να ανεβαίνουν σχεδόν τρέχοντας τα σκαλάκια προς τα εκδοτήρια του Ιερού Λόφου, αλλά «όχι, όχι, προτιμώ να μη βγω έξω το βράδυ», λέει ο Τζέικ από το Κολοράντο όταν τον ρωτάω αν έχει ακούσει τίποτα για τη βραδινή ζωή της Αθήνας.

Καθώς περπατάμε προς τον Παρθενώνα, μου λέει πως θα μείνει τρεις μέρες στην πόλη, αλλά επειδή το ξενοδοχείο που διάλεξαν εκείνος και η γυναίκα του, η Στέφανι, είναι «σε ύποπτη περιοχή», ο Τζέικ θεωρεί πως όλη η Αθήνα είναι μια παραλλαγή της Ομόνοιας. «Ποτό στο Γκάζι; Φαγητό στην παραλία; Εστω μια βόλτα στο Ζάππειο;» Η Στέφανι με κοιτάζει με απορία. Δεν θέλει να προσβάλει τη χώρα μας, οπότε «μόνο κάτω απ’ την Ακρόπολη μας προστατεύουν οι θεοί!», μου λέει γελώντας. Για την υπόλοιπη Αθήνα, εκείνη και ο άνδρας της έχουν την εικόνα των δελτίων ειδήσεων. «Κρίση, διαδηλώσεις…» Μου λέει πως με μεγάλη προσοχή εκείνη και ο Τζέικ πήγαν την Τρίτη ώς το Σύνταγμα, να δουν την αλλαγή φρουράς. Και θεώρησαν πως είναι πολύ τυχεροί που δεν βρέθηκαν κυκλωμένοι από διαδηλωτές, δακρυγόνα και ΜΑΤ.

Φυσικά, υπάρχουν και χειρότερα. Η Ελλη, που ξεναγεί ένα γκρουπ αγγλόφωνων στην Ακρόπολη, μου εξηγεί πως υπάρχουν και τουρίστες που δεν περνούν καθόλου από την Αθήνα. «Οι Κινέζοι, ας πούμε, θέλουν να πάνε κατευθείαν στη Σαντορίνη, γιατί αυτό είναι το όνειρο της ζωής τους. Από πέρυσι σιγά σιγά έχουν αρχίσει να ανακαλύπτουν και την Κρήτη. Αλλά είναι ζήτημα αν μένουν συνολικά έξι μέρες στην Ελλάδα». Αντιστοίχως οι Ρώσοι ξεκινούν από τη Θεσσαλονίκη και μετά πάνε Κέρκυρα, Κρήτη και τώρα τελευταία Ρόδο. «Ερχονται στην Ελλάδα κι έχουν συγκεκριμένα πράγματα στο μυαλό τους», λέει η Ελλη. «Οι Ρώσοι ας πούμε, βλέπουν εκκλησίες. Ενώ στους υπόλοιπους έχουν πολλή πέραση ο Ζορμπάς και οι αρχαίοι θεοί. Κι αυτό όσο καλό ήταν παλιότερα, τώρα μας κάνει ζημιά». Τη ρωτάω τι εννοεί. «Από μας ξέρουν μόνο την κρίση, τα νησιά και τη μυθολογία», απαντάει η γυναίκα. «Μερικοί νομίζουν πως πιστεύουμε ακόμα στο δωδεκάθεο!».

Ούτε δύο ημέρες

Που θα πει πως, μετά την επίσκεψη στην Ακρόπολη, η Αθήνα δεν τους μοιάζει πια ενδιαφέρουσα. «Αμα θέλουμε, κάνουμε βραδινή ζωή και στην Ιμπιζα», όπως λέει κι ο Πέδρο απ’ τη Μαδρίτη όταν τον ρωτάω πώς περνάει τα βράδια του στην Ελλάδα. «Εδώ, σουβλάκι και ύπνο».

Τα στατιστικά λένε πως το 2004 ο ξένος επισκέπτης κατά μέσο όρο έμενε στην Αθήνα σχεδόν τρεις μέρες. Σήμερα, οι πράκτορες θα εύχονταν να μπορούσαν να κρατήσουν τους ξένους τόσο πολύ – πλέον, ο μέσος όρος έχει πέσει κάτω από τις δύο μέρες. «Προσγειώνονται στο αεροδρόμιο, πάμε κατευθείαν Ακρόπολη, Μουσείο, Αρχαιολογικό, ίσως και Μπενάκη. Περπατούν στο Μοναστηράκι, τρώνε στην Πλάκα, και το άλλο πρωί φύγαμε για Ολυμπία», λέει μια νεαρή ξεναγός στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Κι αυτό είναι το ανοιξιάτικο πρόγραμμα διακοπών στην Αθήνα: ο ξένος θα πληρώσει για τα εισιτήρια και το γεύμα του, θα αγοράσει κάτι από την Αδριανού, θα πιει καφέ και θα φύγει, χωρίς ποτέ να μάθει τι άλλο υπάρχει σ’ αυτήν την πόλη εκτός από τον Παρθενώνα.

«Αν βγάλεις το ξενοδοχείο, ο καθένας τους πληρώνει γύρω στα 50, το πολύ 60 ευρώ την ημέρα», λέει η Αγγελική, που είναι υπεύθυνη σε γκρουπ τα τελευταία δύο χρόνια. «Και δεν μιλάμε για τους πιο τσιγκούνηδες». Που θα πει πως στην Αθήνα, κάθε τουρίστας ξοδεύει περίπου 100 ευρώ για να μείνει δύο ημέρες – δηλαδή πολύ λιγότερο απ’ ό,τι θα του στοιχίσει το πέρασμά του από τη Ρώμη ή το Παρίσι. Η κοπέλα με βλέπει που εκπλήσσομαι. «Μα πού να ξοδέψουν;», κάνει. «Η Ρώμη έχει φημισμένα μαγαζιά, το Παρίσι έχει διάσημα εστιατόρια, ακόμα και η Τουρκία έχει δερμάτινα και χαλιά». Ενώ η Αθήνα; Οι ξένοι δεν τριγυρνούν στο Κολωνάκι ούτε πάνε για ψώνια στην Ερμού. «Το πολύ να αγοράσουν κάτι από το Μοναστηράκι», όπως λέει και η Αγγελική. «Και πόσο πια να κοστίσει ένα μπλουζάκι με μαιάνδρους;».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή