Γ. Χουβαρδάς: «Ξεφορτώνω τα δικά μου σκοτάδια»

Γ. Χουβαρδάς: «Ξεφορτώνω τα δικά μου σκοτάδια»

6' 28" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αν κάτι αλλάζει στον Γιάννη Χουβαρδά με τον χρόνο είναι η επιθυμία να επικοινωνήσει πιο άμεσα με τους ανθρώπους, είτε ανήκουν στο ανώνυμο κοινό των παραστάσεών του είτε στους συνεργάτες του. Εκτίθεται περισσότερο –όχι με την αισθητική και τη σκηνοθετική του άποψη, η πρόκληση και η ανατροπή δεν έλειψαν ποτέ από το έργο του– αλλά με τις σκέψεις που ομολογεί, τα συναισθήματα που εκφράζει. Ενα χρόνο μετά τη λήξη της θητείας του στο Εθνικό Θέατρο, ύστερα από μια εξαετή, επιτυχημένη, πορεία στη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή, τον συναντήσαμε στις πρόβες της όπερας του Μότσαρτ «Ντον Τζοβάνι», που σκηνοθετεί για την Εθνική Λυρική Σκηνή, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. «Σας λείπει το Εθνικό;», τον ρωτάμε. «Οχι», απαντάει κοφτά, χωρίς ιδιαίτερη διάθεση να συνεχίσει. Επιμένουμε. «Η απάντηση είναι κοφτή», επιστρέφει, «γιατί αισθάνθηκα από την πρώτη στιγμή ότι είχα κλείσει έναν κύκλο στο Εθνικό Θέατρο. Εφυγα πλήρης, πιστεύοντας ότι έκανα αυτά που είχα να κάνω. Ερχονται άλλοι άνθρωποι για να συνεχίσουν ή να κάνουν κάτι διαφορετικό».

– Με τον νέο καλλιτεχνικό διευθυντή, Σωτήρη Χατζάκη, τι πορεία ακολουθεί το Εθνικό;

– Είναι μια μετάβαση σε κάτι διαφορετικό από αυτό που εγώ πρεσβεύω. Το σέβομαι, οι επιλογές του καθενός είναι σεβαστές.

– Είχατε πρόταση συνεργασίας;

– Οχι. Εκανα μια προσέγγιση θέλοντας να απαλλάξω τη νέα διεύθυνση από μια αμηχανία. Δεν προχώρησε η συνεργασία γιατί υπήρχαν προβλήματα με τις ημερομηνίες. Υπήρχε, όμως, η πρόθεση να επανέλθουν. Δεν επανήλθαν. Το γεγονός ότι δεν έχει γίνει καμία πρόταση είναι και μία στάση απέναντί μου.

– Τι θα ξεχωρίζατε από τη θητεία σας στο Εθνικό;

– Τη συνεργασία με τον Μπομπ Γουίλσον. Σε μια στιγμή μεγάλης κρίσης για τη χώρα, είχαμε ανάγκη να έρθει ένας καλλιτέχνης του δικού του διαμετρήματος για να δώσει αίγλη στο Εθνικό Θέατρο. Αυτό και συνέβη. Ο ίδιος πήρε πολύ σοβαρά τη δουλειά του εδώ, κατέβασε πολύ την αμοιβή του σε σχέση με τα στάνταρ του. Ο ίδιος ήθελε να ανεβάσει ελληνικό έργο. Είχε προτείνει και τη «Μήδεια». Καταλήξαμε στην «Οδύσσεια». Νομίζω ότι έτσι έκλεισε και η εξαετία μου με έναν θετικό απόηχο.

– Το κοινό άλλαξε με την κρίση;

– Βέβαια. Δεν πάει στα θεάματα αφ’ υψηλού για να περάσει κάποιες ευχάριστες ώρες. Προσέρχεται στο θέατρο με μια σχεδόν «θρησκευτική» διάθεση, γνωρίζοντας ότι οι καλλιτέχνες τού δίνουν ένα μεγάλο κομμάτι από το είναι τους. Ερχονται για να το προσλάβουν και να το μετουσιώσουν. Ερχονται γιατί κάποιος τους απευθύνεται με αξιοπρέπεια. Τώρα καταλαβαίνουμε πολύ καλά τι ρόλο μπορεί να παίξει η τέχνη στην ψυχή μας. Είναι η παρηγορία. Με τη θρησκευτική έννοια. Είναι η ουσιαστική επικοινωνία και με το κοινό και με τους καλλιτέχνες. Τα θέατρα είναι τόποι συνάντησης κοινοτήτων. Γι’ αυτό ένα κλείνει, δύο ανοίγουν.

Eίναι η Αθήνα;

Η πρόβα μόλις έχει τελειώσει στο κτίριο της Καλλιθέας, που παραχωρείται στη Λυρική, γι’ αυτόν τον σκοπό, έχουμε μεταφέρει δύο καρέκλες κοντά στο σκηνικό για να αποφύγουμε τον ήλιο που περνάει, ανελέητος, μέσα από τα τζάμια. Το αιρκοντίσιον δεν επιτρέπεται γιατί πρέπει να προστατεύονται οι φωνές των καλλιτεχνών. Το σκηνικό γκρίζο, λιθόστρωτο, με ένα κοντέινερ – καντίνα. Η πόλη στην οποία ζει ο σύγχρονος Ντον Τζοβάνι είναι σκοτεινή, βρώμικη. Πόλη της κρίσης και της βίας. Ενας αφαιρετικός ρεαλισμός, η αίσθηση ενός διάχυτου κακού, κάτι δυσοίωνου. «Θα μπορούσε να είναι η Αθήνα», σχολιάζουμε. «Φυσικά», επιβεβαιώνει ο Γ. Χουβαρδάς. «Θα μπορούσε να είναι και μια πόλη στην Ευρώπη πριν από την πτώση του Τείχους. Ο χώρος, οι άνθρωποι, τα ζητήματα, είναι κοινά: ημικατασκευασμένα πεζοδρόμια, αυθαίρετες κατασκευές κ.ο.κ. Και οι άνθρωποι… Τέσσερις κομπάρσοι που υποδύονται τους άστεγους θα είναι μόνιμα στη σκηνή από την αρχή έως το τέλος. Είναι το δικό μου σχόλιο. Δεν μ’ ενδιαφέρει ο Ντον Τζοβάνι καρδιοκατακτητής, που συλλέγει γυναίκες στη λίστα του. Εξάλλου, επί της ουσίας, δεν είναι καρδιοκατακτητής. Ολες οι προσπάθειές του ακυρώνονται. Βρίσκεται στο τέλος μιας πορείας, όπως η δική μας κοινωνία, και δεν ξέρεις τι θα ακολουθήσει. Εχει allure (γοητεία) υποκόσμου. Η συγκεκριμένη όπερα δεν είναι ένα παιγνιώδες δράμα με έξυπνες καταστάσεις, ανατροπές, χαριτωμένους διαλόγους και χάπι εντ. Υπάρχει χάπι εντ στην πραγματικότητα; Εγώ ξέρω ότι οι κακοί δεν πεθαίνουν!..».

Ο σκηνοθέτης δίνει ιδιαίτερο βάρος στο θέμα της βίας: «Με ενδιαφέρει ο Ντον Τζοβάνι ως προϊόν βίας αυτής της κοινωνίας που επιστρέφει τη βία σε πολλαπλάσια μορφή. Παρότι ο Ντα Πόντε και ο Μότσαρτ δεν το διευκρινίζουν, πρέπει ο Ντον Τζοβάνι στην παιδική του ηλικία να είχε ένα τεράστιο τραύμα. Είτε από ένα σκληρό πατέρα είτε γιατί οι γονείς του είχαν κάκιστες σχέσεις μεταξύ τους. Εάν έχεις μεγαλώσει σε τέτοιες ακραίες συνθήκες, βλέπεις την αγάπη και παθαίνεις έναν πανικό. Λες “δε θέλω την αγάπη, την καταστρέφω”». Παρά την ανάγνωση που επιχειρεί, ο Γ. Χουβαρδάς, διαβεβαιώνει ότι «δεν θα στραμπουλήξουμε τον Μότσαρτ!».

«Νομίζω -συνεχίζει- ότι η βία ανέκαθεν ήταν αλλά τώρα πια ακόμη περισσότερο είναι, απροκάλυπτα, η πρώτη αξία και με τη θετική και με την αρνητική έννοια. Για τη Χρυσή Αυγή, για παράδειγμα, η βία είναι θετική. Μπορεί να είναι ένα βλέμμα, ένα “όχι”, μια κίνηση. Μπορεί να φτάσει μέχρι τον φόνο. Φοβάμαι ότι αυτό είναι και το χειρότερο που μας συνέβη με την κρίση: η έξαρση της βίας. Χρειάζεται να γίνει πολύ δουλειά για να γίνουμε “κανονικοί” άνθρωποι, να ηρεμήσουμε, να πιστέψουμε στον εαυτό μας, να μη νιώθουμε διαρκώς απειλούμενοι».

Ο 64χρονος Γιάννης Χουβαρδάς έχει γεννηθεί στο κέντρο της Αθήνας. Μάρνη – Φωκίωνος Νέγρη. Εζησε τα τελευταία έξι χρονιά την Ομόνοια – Αγίου Κωνσταντίνου (Εθνικό Θέατρο) σε μια από τις χειρότερες περιόδους της. Θεωρεί ότι με τις παρεμβάσεις του υπουργού Ν. Δένδια και του δημάρχου Γ. Καμίνη η κατάσταση έχει βελτιωθεί. «Εξαρτάται όμως απολύτως από τα πρόσωπα. Δεν υπάρχει ολοκληρωμένο σχέδιο με όραμα και ραχοκοκαλιά. Αν δεν υπήρχαν, δηλαδή, ο Δένδιας και ο Καμίνης μπορεί τίποτα να μην είχε γίνει. Η Αθήνα, όμως, είναι ακόμη διασωληνωμένη. Εχει ενδεχομένως ξεφύγει από τον άμεσο κίνδυνο αλλά χρειάζεται προστασία, ενίσχυση, ιδέες για να ζωντανέψει και αγάπη».

– Οι περισσότερες παραστάσεις σας ανασυνθέτουν μια ατμόσφαιρα μάλλον σκοτεινή και δυσοίωνη. Σας ταλαιπωρεί η πραγματικότητα;

– Οι παραστάσεις είναι η ψυχοθεραπεία μας. Το θέατρο, μου έχει δώσει τη δυνατότητα να έχω καλύτερη ζωή. Το πνεύμα της δημιουργίας είναι θετικό συστατικό της ύπαρξης. Ξεφορτώνω στη σκηνή τα σκοτάδια μου.

– Ποια επιθυμία σας είναι η πιο σταθερή, σας ακολουθεί στον χρόνο και εντείνεται;

– Υπάρχει κάτι: είχα, για μεγάλο μέρος της ζωής μου, έντονη άπωση στην οικογένεια, στο ίχνος, να αφήσω πίσω κάτι απτό. Από κάποιο σημείο όμως και μετά άρχισα να νιώθω αυτήν την ανάγκη. Να θέλω να την καρποφορήσω. Τώρα τη σκέφτομαι πιο έντονα. Μήπως ήρθε η στιγμή; Είναι κάτι που θα ήθελα. Να γίνω πατέρας. Δεν ξέρω αν καταφέρω να το πραγματοποιήσω, αλλά θα το ήθελα.

Οι συντελεστές

Η υπόθεση της όπερας του Μότσαρτ αφορά τις ερωτικές περιπέτειες του ακόλαστου Ισπανού ευγενούς Ντον Τζοβάνι. Αποπειράται να βιάσει τη Ντόνα Αννα και, προσπαθώντας να διαφύγει, σκοτώνει τον πατέρα της ο οποίος επιστρέφει από τον κόσμο των νεκρών για να πάρει εκδίκηση.

Ο Ντον Τζοβάνι δεν μετανοεί για όσα έχει κάνει και οδηγείται στην Κόλαση. Ο σκηνοθέτης Γιάννης Χουβαρδάς σημειώνει στο πρόγραμμα ότι «η δράση τοποθετείται σε μια άδεια νυχτερινή πλατεία, κάπου στην Κεντρική Ευρώπη, όπου περιφέρονται υπάρξεις ντυμένες με μια ακατέργαστη τραχύτητα για να προστατεύονται από την παγωνιά και την ωμότητα του τοπίου και των άλλων ανθρώπων».

Η παράσταση, σε μουσική διεύθυνση Λουκά Καρυτινού, θα δώσει την πρεμιέρα της στο Ηρώδειο την Τετάρτη 11 Ιουνίου, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Ακολουθούν ακόμα τρεις παραστάσεις στις 13, 14 και 15 Ιουνίου. Τα σκηνικά είναι της Εύας Μανιδάκη, τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη, οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου, η διεύθυνση χορωδίας του Αγαθάγγελου Γεωργακάτου. Τον ομώνυμο ρόλο ερμηνεύουν ο Φράνκο Πομπόνι και ο Διονύσης Σούρμπης. Ντόνα Αννα: Μυρτώ Παπαθανασίου, Φραντσέσκα Ντότο. Ντον Οτάβιο: Αντώνης Κορωναίος, Μούζα Νκούνα. Ντόνα Ελβίρα: Τσέλια Κοστέα, Μαρία Λουίτζα Μπόρσι. Λεοπορέλο: Χριστόφορος Σταμπόγλης, Ζοζέ Φαρντίλια. Μαζέτο: Πέτρος Μαγουλάς. Τσερλίνα: Μαρία Μητσοπούλου. Στον ρόλο του διοικητή: Δημήτρης Καβράκος, Τάσος Αποστόλου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή