Πόσο «αθώα» είναι τελικά τα… πρόβατα στα δάση

Πόσο «αθώα» είναι τελικά τα… πρόβατα στα δάση

8' 24" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ελλείψει Κτηματολογίου και δασικών χαρτών, έξω από τις πόλεις και τα χωριά επικρατεί… ό,τι βολεύει τον καθένα. Ετσι, τα δάση μετατρέπονται σε οικόπεδα, οι δασικές εκτάσεις σε βοσκοτόπια, τα βοσκοτόπια σε δάση και ούτω καθεξής. Μέσα σε αυτό τον γενικό χαμό έρχονται κατά διαστήματα τροπολογίες και νομοθετικές ρυθμίσεις να αντιμετωπίσουν κάποιο πραγματικό πρόβλημα, να «θεραπεύσουν» ένα προηγούμενο λάθος, αλλά και να ικανοποιήσουν ένα μικρό ή μεγάλο ρουσφέτι, ή να καλύψουν κάποια μικρή ή μεγάλη παρανομία.

Επόμενο είναι λοιπόν κάθε ρύθμιση που αγγίζει ένα ευαίσθητο ζήτημα, όπως πολύ πρόσφατα το νομικό καθεστώς των βοσκοτόπων, να αντιμετωπίζεται, καταρχήν, με καχυποψία. Το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης υπερασπίζεται τη ρύθμιση, υποστηρίζοντας ότι μέσω αυτής θα ενισχυθεί σημαντικά η κτηνοτροφία από κοινοτικά κονδύλια. Δασολόγοι και νομικοί, όμως, εκφράζουν επιφυλάξεις, εκτιμώντας ότι μπορεί να αποτελέσει «παράθυρο» για καταπατήσεις δασικών εκτάσεων.

Ας ξεκινήσουμε από την ίδια τη ρύθμιση. Πρόκειται για μία τροπολογία που κατατέθηκε από ομάδα βουλευτών (όχι το ίδιο το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης) σε ένα άσχετο με τη γεωργία νομοσχέδιο (ν. 4264/14, άσκηση εμπορικών δραστηριοτήτων εκτός καταστήματος), η οποία τροποποιεί τον δασικό κώδικα του 1969 (ν.δ. 86/69). Δίνει έναν ορισμό των βοσκότοπων ως «εκτάσεις στις οποίες αναπτύσσεται αυτοφυής ή μη βλάστηση ποώδης, φρυγανική ή ξυλώδης με θαμνώδη ή αριά δενδρώδη μορφή ή και μεικτή, οι οποίες δύναται να χρησιμοποιηθούν για βόσκηση ζώων». Ορίζει ότι μπορεί να δίνονται για βόσκηση και δάση ή δασικές εκτάσεις βάσει διαχειριστικού σχεδίου. Και επιτρέπει κατασκευές ή εγκαταστάσεις «που προβλέπονται από τα διαχειριστικά σχέδια για την εξυπηρέτηση της λειτουργίας του βοσκότοπου, των κτηνοτρόφων και την καλύτερη διαβίωση των ζώων».

«Πρόκειται για μια πολύ σημαντική τομή», λέει στην «Κ» ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, Θανάσης Τσαυτάρης. «Με τη διεύρυνση του ορισμού του βοσκότοπου –ένα θέμα που δίνουμε για χρόνια μάχη μέσω των Ελλήνων ευρωβουλευτών– έγιναν επιλέξιμα περίπου 40-50 εκατ. στρέμματα βοσκήσιμων εκτάσεων. Με το πνεύμα των Ευρωπαίων, βοσκότοπος είναι ένα λιβάδι με ετήσια ποώδη βλάστηση. Στη χώρα μας, όμως, πέραν της ποώδους βλάστησης, έχουμε και φρυγανώδη και ξυλώδη βλάστηση, όπως τα πουρνάρια, που βοσκούνται».

Η βοσκή σε δάση και δασικές εκτάσεις δεν απαγορεύεται ούτε σήμερα από τη νομοθεσία. Αρα ποια είναι η διαφορά; «Ορίζουμε την έννοια των βοσκήσιμων εκτάσεων ως προς την επιλεξιμότητα από τη νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), για να συμπεριλάβουμε στα διαχειριστικά σχέδια ακόμα και δάσος. Μπορεί οι ειδικοί να κρίνουν ότι είναι καλό κάποιες ημέρες την εβδομάδα να βοσκείται ένα κομμάτι δάσους και να αφαιρείται έτσι, λ.χ., το 5% της ξηρής μάζας και να περιορίζονται οι πυρκαγιές. Δεν δίνουμε όμως τα βοσκοτόπια και τις βοσκήσιμες εκτάσεις απλώς για να επιδοτήσουμε τους κτηνοτρόφους, αλλά για να τις διαχειριστούν και να τις βελτιώσουν», εξηγεί ο κ. Τσαυτάρης. Οπως επισημαίνει ο υπουργός, με την ισχύουσα ΚΑΠ, ο κτηνοτρόφος που ασκούσε ελεύθερη κτηνοτροφία εισέπραττε μια ειδική ενίσχυση, που σχετιζόταν με το ζωικό του κεφάλαιο. Ομως από το 2015 και μετά, τα δικαιώματα αυτά καταργούνται και οι ενισχύσεις θα δίνονται με βάση την έκταση των βοσκοτόπων. «Θα δοθεί ώθηση ειδικά στην εκτατική αιγοκτηνοτροφία, από όπου “περνάει” η φέτα και το αιγοπρόβειο κρέας, σημαντικά κομμάτια της γαστριμαργικής μας ταυτότητας».

Εφόσον αυτή η ρύθμιση είναι τόσο σημαντική και επιδιώκεται επί σειρά ετών, γιατί επελέγη να κατατεθεί σε ένα άσχετο νομοσχέδιο και μάλιστα με αυτό τον τρόπο; «Αρχικά, η σκέψη ήταν να αποτελεί κομμάτι ενός μεγάλου νομοθετήματος του υπουργείου Περιβάλλοντος, Ανάπτυξης και Κλιματικής Αλλαγής. Αλλά, λόγω ευρωεκλογών, επελέγη να προωθηθούν τα αμιγώς “μνημονιακά” νομοσχέδια. Ετσι ο μόνος τρόπος για να συζητηθεί και να ψηφιστεί η ρύθμιση πριν από το κλείσιμο της Βουλής ήταν αυτός».

Σύμφωνα με τη ρύθμιση, την ευθύνη για την κατανομή των δικαιωμάτων βόσκησης θα έχουν οι κατά τόπους κτηνοτροφικές ενώσεις. Οι δικαιούχοι θα πρέπει να καταβάλουν μίσθωμα το ύψος του οποίου θα καθοριστεί με κοινή υπουργική απόφαση των υπουργών Αγροτικής Ανάπτυξης, Περιβάλλοντος και Οικονομικών. Τα μισθώματα θα κατατίθενται υπέρ των δήμων και θα πρέπει, τουλάχιστον σύμφωνα με τα όσα προβλέπει η ρύθμιση, να διατίθενται αποκλειστικά για τη συντήρηση και την κατασκευή έργων υποδομής στον βοσκότοπο, καθώς και για τη σύνταξη διαχειριστικών σχεδίων βόσκησης. Η βοσκή θα απαγορεύεται σε εκτάσεις που έχουν κηρυχθεί αναδασωτέες. Πάντως, ο χρόνος της απαγόρευσης, ειδικά για τις αναδασωτέες εκτάσεις κοντά σε οικισμούς, χωριά και λεκάνες χειμάρρων μειώνεται στη μία πενταετία για τα πρόβατα και τα μεγάλα ζώα και στη μία επταετία για τις αίγες. Τα δε διαχειριστικά σχέδια θα πρέπει να οριστικοποιηθούν μέσα σε μία τριετία, με ευθύνη των κτηνοτροφικών οργανώσεων, ή της Περιφέρειας και την έγκριση του γενικού γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης.

Στο στόχαστρο η δασική νομοθεσία

Η δασική νομοθεσία βρίσκεται συνεχώς στο «στόχαστρο» του νομοθέτη την τελευταία εικοσαετία. Προ ημερών, το υπουργείο Περιβάλλοντος αναγκάστηκε να συμμορφωθεί με πρόσφατες αποφάσεις του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου και να ανακαλέσει εγκύκλιο που είχε υπογράψει το 2010 ο τότε υφυπουργός Περιβάλλοντος Θανάσης Μωραΐτης, σχετικά με τον ορισμό του δάσους.

Η νέα εγκύκλιος, που φέρει την υπογραφή του αναπληρωτή υπουργού Νικ. Ταγαρά (και έρχεται σε συνέχεια των αποφάσεων 32, 33 και 34/2013 του ΣτΕ), επαναφέρει τον ορισμό του δάσους και των δασικών εκτάσεων όπως διατυπώνονται στο άρθρο 24 του Συντάγματος, κάνοντας δύο αναγκαίες διευκρινίσεις. Οτι «για τον ορισμό του δάσους είναι αδιάφορο το είδος ή τα είδη των άγριων ξυλωδών φυτών, δηλαδή αν είναι δασοπονικά ή μη». Και ότι η προσθήκη της λέξης «αναγκαία» στον ορισμό του δάσους κατά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 δεν ανατρέπει τον ορισμό, απαιτώντας να προσδιοριστεί αριθμητικά η έκταση (η εγκύκλιος Μωραΐτη εξαρτούσε τον ορισμό του δάσους από συγκεκριμένα ποσοστά βλάστησης, μια προσέγγιση που εκτός από αντισυνταγματική είχε κατηγορηθεί και ως αντιεπιστημονική).

Παρότι η είδηση αυτή ακούγεται εξαιρετικά τεχνοκρατική, έχει ιδιαίτερη σημασία. Πρώτον, γιατί ακυρώνει τις ρυθμίσεις του 2003 (ν. 3147, ν. 3208) με τις οποίες επιχειρήθηκε να τροποποιηθεί επί το δυσμενέστερον ο ορισμός του δάσους και της δασικής έκτασης. Δεύτερον, γιατί δείχνει ποια μπορεί να είναι η τύχη ανάλογων ρυθμίσεων, την περίοδο μάλιστα που το υπουργείο Περιβάλλοντος έχει προαναγγείλει ότι θα καταθέσει νέο δασικό νομοσχέδιο στη Βουλή.

«Οι στάνες μπορεί να γίνουν μεζονέτες και ξενώνες»

Ισοδυναμεί ή όχι η ρύθμιση με έμμεσο αποχαρακτηρισμό δασικών εκτάσεων; Μήπως κρύβεται κάποια «σκιά» στον νέο ορισμό των βοσκοτόπων; Τα ερωτήματα αυτά απασχόλησαν δασολόγους, περιβαλλοντολόγους και νομικούς από την πρώτη στιγμή που κατατέθηκε η ρύθμιση.

Χαρακτηριστικό είναι ότι κατά τη συζήτηση της ρύθμισης στη Βουλή υπήρξε σύγκρουση βουλευτών με τον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης, ενώ η διαφωνία για τις επιπτώσεις της ρύθμισης εξακολουθεί να βρίσκεται ψηλά σε πολιτικό επίπεδο.

Κύρια αιτία είναι… το κακό προηγούμενο. Το 1987, η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ επιχείρησε με τον νόμο 1734 για την οριοθέτηση των βοσκοτόπων να αποχαρακτηρίσει εκατομμύρια στρέμματα δασικών εκτάσεων. Ο ορισμός που δινόταν στον βοσκότοπο είναι ο ίδιος με εκείνον της σημερινής τροπολογίας. Ομως ο ν. 1734/87 δεν μακροημέρευσε: το 1990, με την απόφαση 664 του Δ΄ τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε αντισυνταγματικός. Οπως επισημαίνεται στην απόφαση, με την επίμαχη ρύθμιση, «μια έκταση που ενδεχομένως αποτελεί δάσος ή δασική έκταση ή περιλαμβάνει δάσος ή δασική έκταση ή έχει κηρυχθεί αναδασωτέα χαρακτηρίζεται βοσκότοπος. Τούτο έχει ως συνέπεια την άμεση μεταβολή του δασικού χαρακτήρα και του προορισμού της εκτάσεως αυτής, αφού παύει πλέον να υπάγεται στο προστατευτικό πλέγμα των διατάξεων που διέπουν τα δάση και τις δασικές εκτάσεις ή τις αναδασωτέες εκτάσεις. (…) Περαιτέρω δεν έχουν θεσπιστεί οι όροι και οι προϋποθέσεις με τη συνδρομή των οποίων θα μπορούσε να επιτραπεί κατ’ εξαίρεση η επέμβαση σε δάση και δασικές εκτάσεις. (…) Ετσι καθιερώνεται νομοθετικά η δυνατότητα μιας έντονης και ποσοτικώς απροσδιόριστης επέμβασης στα προστατευόμενα από τα άρθρα 25 και 117 του Συντάγματος φυσικά αγαθά», αναφέρει η απόφαση. Το 1997 ακολούθησε δεύτερη απόφαση (Ε΄ τμήμα, αρ. 370/97), με τις οποίες επιβλήθηκε η ακύρωση από την Πολιτεία όσων νομαρχιακών αποφάσεων για ορισμό βοσκότοπου δεν είχαν ανακληθεί.

«Νομίζω ότι ο ορισμός που δίνει η τροπολογία είναι προβληματικός», λέει ο κ. Νίκος Χλύκας, πρόεδρος του Πανελλήνιου Συνδέσμου Μελετητών-Γεωτεχνικών. «Ο βοσκότοπος προσδιορίζει τη μορφή της γης. Αρα δεν γίνεται κάτι να είναι ταυτόχρονα βοσκότοπος και δάσος. Με τον ορισμό αυτό δημιουργείται σύγχυση ως προς το είδος της έκτασης. Θα έπρεπε αντ’ αυτού να επιλεγεί ο όρος “βοσκήσιμη έκταση”. Πολύ φοβάμαι πως αν προσβληθεί η ρύθμιση, θα κριθεί αντισυνταγματική». Οπως επισημαίνει ο κ. Χλύκας, είναι ιδιαίτερα σημαντικό το υπουργείο να δώσει βάση στα διαχειριστικά σχέδια για τη βοσκή. «Η βόσκηση μιας έκτασης μπορεί να συμβάλει στην καλύτερη λειτουργία ενός οικοσυστήματος, όμως η υπερβόσκηση μπορεί να προκαλέσει ζημιά».

Ο νομικός συντονιστής της περιβαλλοντικής οργάνωσης WWF Γιώργος Χασιώτης επισημαίνει δύο σημεία προβληματισμού. «Στη ρύθμιση προβλέπεται η εκπόνηση μελετών για την αναβάθμιση των βοσκοτόπων και την εντατικοποίηση της βοσκής, χωρίς να γίνεται διαχωρισμός στο είδος των βοσκήσιμων εκτάσεων, ούτε να λαμβάνεται υπόψη ο πολλαπλός ρόλος του δάσους και η σημασία του για τη βιοποικιλότητα», αναφέρει.«Περαιτέρω, μας ανησυχεί η πρόβλεψη για εγκαταστάσεις που εξυπηρετούν τους κτηνοτρόφους και τη διαβίωση των ζώων. Μπορεί κάποιος να δεχθεί μια στάνη και μια δεξαμενή για τα ζώα. Υπάρχει όμως ο κίνδυνος να γίνει κατάχρηση και να βρεθούμε με ξενώνες και μεζονέτες σε δασικές εκτάσεις, λαμβάνοντας υπόψη και πόσο πλημμελώς επιτηρούμε τις δασικές μας εκτάσεις. Αλλά και το ότι ποτέ δεν κατεδαφίζεται τίποτα στα δάση. Αντίθετα, το μόνο που βλέπουμε τα τελευταία χρόνια είναι ρυθμίσεις νομιμοποίησης αυθαιρεσιών και παρανομιών». Ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, πάντως, εκτιμά πως η ρύθμιση δεν θα αντιμετωπίσει πρόβλημα. «Δεν είναι στις προθέσεις μας να αποχαρακτηρίσουμε δάση και δασικές εκτάσεις. Γι’ αυτό και επισημαίνουμε ότι η καταγραφή μιας περιοχής ως βοσκότοπου δεν επηρεάζει το νομικό καθεστώς της. Επίσης δεν θα μπορεί όποιος ενοικιάζει μια δημόσια έκταση προς βοσκή να τη διεκδικήσει αργότερα, γιατί είναι ξεκάθαρο ότι δεν έχει δικαιώματα επί της γης. Επιπλέον, σε σχέση με την απόφαση του ΣτΕ, επιβάλλουμε διαχειριστικά σχέδια. Μόνο φέτος θα επιτρέψουμε να δοθούν βοσκότοποι με προσωρινό διαχειριστικό σχέδιο, επειδή δεν προλαβαίνουμε. Από του χρόνου όμως θα ελέγχονται όλα από τις αποκεντρωμένες διοικήσεις». Πάντως, το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης δεν έχει «λευκό μητρώο» ως προς τις προθέσεις των ρυθμίσεών του. Για παράδειγμα ο ν. 4061/12 για την ακίνητη περιουσία του υπουργείου άνοιξε τον δρόμο για την πώληση καταπατημένων δημόσιων δασικών εκτάσεων, που αποψιλώθηκαν για να καλλιεργηθούν προ του 1975, εφόσον εμφανιστεί ως καταπατητής ένας αγρότης. Ανάλογη ρύθμιση είχε ακυρωθεί από το ΣτΕ ως αντισυνταγματική, γεγονός που δεν εμπόδισε το υπουργείο να τη θεσπίσει εκ νέου. Ενάντια στη ρύθμιση έχει προσφύγει η Πανελλήνια Ενωση Δασολόγων Δημοσίων Υπαλλήλων.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή