Με επιτυχία ολοκληρώθηκε η πρώτη απόπειρα να επιστρέψει η Κύπρος στις αγορές αφού υπέγραψε το μνημόνιο, ακολουθώντας τα χνάρια της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας αλλά και της Ελλάδας. Η Κύπρος εξέδωσε 5ετές ομόλογο 750 εκατ. ευρώ με επιτόκιο στο 4,75%. Η απόδοση διαμορφώθηκε στο 4,85%, δηλαδή ήταν χαμηλότερη του 5% με 5,25% που είχε προβλεφθεί με βάση δημοσκόπηση του ειδησεογραφικού πρακτορείου Reuters.
Η ζήτηση ήταν αρκετά μεγαλύτερη στα 2 δισ. ευρώ παρά το ότι η βαθμολογία του χρέους της εντάσσεται στην κατηγορία των «σκουπιδιών» (junk) και οι προοπτικές ανάπτυξης είναι αρκετά δυσοίωνες, δεδομένου ότι η χώρα αντιμετωπίζει μεγάλες προκλήσεις. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Νίκος Αναστασιάδης, τόνισε ότι «η επιτυχία που σημειώθηκε σήμερα δεν υπονοεί τη χαλάρωση της προσπάθειας για τη μεταρρύθμιση και εξυγίανση της οικονομίας».
Πριν από την έκδοση, η Κύπρος είχε πραγματοποιήσει μια σειρά συναντήσεων με επενδυτές στο Λονδίνο ώστε να διασφαλίσει η κυβέρνηση ότι το έδαφος θα είναι πρόσφορο στη χθεσινή δημοπρασία. Είχε ήδη προηγηθεί τον Απρίλιο μια «δοκιμαστική» έκδοση 6ετούς ομολόγου μόνον 100 εκατ. ευρώ, με επιτόκιο 6,5% που πραγματοποιήθηκε μέσω ιδιωτικής τοποθέτησης. Οπως επισημάνθηκε σε πρόσφατο δημοσίευμα της βρετανικής εφημερίδας Financial Times, «αν και η οικονομία της Κύπρου επλήγη πολύ από το πακέτο διάσωσης, αναγκάζοντας την κυβέρνηση να προχωρήσει σε «κούρεμα» καταθέσεων και σε ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού κλάδου, η Λευκωσία τα έχει καταφέρει πολύ καλύτερα απ’ ό,τι αναμενόταν».
Ο οίκος Standard & Poor’s αναβάθμισε την πιστοληπτική αξιολόγηση της Κύπρου στη βαθμίδα «Β», η οποία παραμένει στην κατηγορία του υψηλού επενδυτικού ρίσκου. Ενδεικτικό του θετικού κλίματος που επικρατεί στις αγορές κρατικών ομολόγων του ευρύτερου ευρωπαϊκού Νότου είναι η μεγάλη πτώση των αποδόσεών τους από τότε που η Ιρλανδία και η Πορτογαλία βγήκαν ολοκληρωτικά από το Μνημόνιο. Την περασμένη εβδομάδα, η απόδοση του 7ετούς κυπριακού ομολόγου στη δευτερογενή αγορά υποχώρησε στο χαμηλό τετραετίας, δηλαδή στο 4,7% από το 13% που είχε σημειωθεί τον Δεκέμβριο του 2012.