Η οικονομική πολιτική μετά την κρίση

Η οικονομική πολιτική μετά την κρίση

11' 25" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Κρίσιμες πτυχές της νομισματικής πολιτικής στην περίοδο μετά τη μεγάλη κρίση συζήτησαν οι υψηλοί καλεσμένοι του Λουκά Παπαδήμου στην ημερίδα που διεξήχθη την Πέμπτη στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Πρέπει οι κεντρικές τράπεζες να συνεχίσουν να αγοράζουν περιουσιακά στοιχεία όταν πλέον η ανάκαμψη θα εδραιωθεί; Πόσο κρίσιμο είναι να μη διολισθήσουν οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό σε επικίνδυνα χαμηλά επίπεδα; Πόσο ευθεία πετούν τα τρία βέλη που συναπαρτίζουν τα Abenomics, τη στρατηγική του Ιάπωνα πρωθυπουργού Σίνζο Αμπε για την έξοδο της οικονομίας του από τον πολυετή της λήθαργο;

Αυτά, και άλλα πολλά, συζητήθηκαν στο πρώτο μισό της ημερίδας (το οποίο διεκόπη επανειλημμένως από διαμαρτυρίες ομολογιούχων του ελληνικού Δημοσίου). Το δεύτερο μισό ήταν αφιερωμένο στην ευρωπαϊκή τραπεζική ένωση, θεωρητικά το πιο φιλόδοξο εγχείρημα θεσμικής ενοποίησης που έχει επιχειρήσει η Ευρωζώνη μετά το ξέσπασμα της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους.

Λίγες μέρες πριν από τη διεξαγωγή του συνεδρίου, προστέθηκε ένας ακόμα βασικός ομιλητής στο πρόγραμμα: ο νέος διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας. «Το ζήτημα του συνεδρίου είναι πώς μπορούν οι κεντρικές τράπεζες να συμβάλουν στην ανάπτυξη και πώς συνεισφέρει η ευρωπαϊκή τραπεζική ένωση στην υπέρβαση της κρίσης, βάζοντας τέλος στον κατακερματισμό των τραπεζικών συστημάτων», δήλωσε στην «Κ» ο κ. Στουρνάρας στο περιθώριο των εργασιών.

Ωστόσο, στο συνέδριο ακούστηκαν πολλές επικριτικές φωνές σχετικά με την τελική μορφή που πήρε η τραπεζική ένωση. Η διαδικασία του bail-in χαρακτηρίστηκε «μη αξιόπιστη», ενώ η απουσία πανευρωπαϊκού ταμείου εγγύησης καταθέσεων στηλιτεύθηκε από τον πρώην κεντρικό τραπεζίτη της Ολλανδίας Νουτ Βέλινκ ως ενδεικτική «έλλειψης θάρρους» και ως «σοβαρό ελάττωμα» στη νέα ενοποιημένη αρχιτεκτονική. Η κοινή πεποίθηση για την τραπεζική ένωση –την οποία αποδέχθηκε και ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ Βίτορ Κονστάνσιο, παρότι κατά τα άλλα δευτερολόγησε εκτός προγράμματος για να νουθετήσει τους ομιλητές για τις «υπερβολικά αρνητικές εκτιμήσεις» τους– είναι ότι αποτελεί ένα σκαρί που αντέχει καλύτερα κάποια τοπικά μελτέμια, αλλά σίγουρα δεν επαρκεί για έναν τυφώνα σαν αυτόν που ξέσπασε το 2008.

Είναι λοιπόν η τραπεζική ένωση λόγος αισιοδοξίας; Για τον νέο διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος πρόκειται για ένα έργο εν εξελίξει. «Αλλάζει η φιλοσοφία, σαφώς: με τον κοινό επόπτη, τον κοινό μηχανισμό εξυγίανσης και την κοινή εγγύηση καταθέσεων» (εστώ κι αν μιλάμε για εναρμόνιση ταμείων, όχι αμοιβαιοποίηση). Επιπλέον, το ταμείο εξυγίανσης «δεν είναι ικανοποιητικού μεγέθους επί του παρόντος», αλλά, όπως επιμένει ο κ. Στουρνάρας, θα ενισχυθεί συν τω χρόνω.

Ο χρόνος, πάντως, δεν κυλάει αναγκαστικά υπέρ της Ευρώπης. Οπως τόνισε στην εισαγωγική του ομιλία ο κ. Παπαδήμος, μιλώντας για «σημείο καμπής» στην Ευρωζώνη, υπάρχουν πολλά «εμπόδια» που δυσχεραίνουν την ανάκαμψη: από τις «προϋπάρχουσες διαρθρωτικές αδυναμίες» που δεν έχουν ακόμη αντιμετωπιστεί και το υψηλό δημόσιο χρέος σε πολλές χώρες έως την αύξηση της διαρθρωτικής ανεργίας, την απομόχλευση και την κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών, που προσωρινά περιορίζει την ικανότητά τους να δανείζουν την πραγματική οικονομία και ένα «κατακερματισμένο» τραπεζικό τοπίο.

Θα μπορέσει, στον κρίσιμο αυτό κλάδο τα επόμενα χρόνια, η ευρωπαϊκή προοπτική να επικρατήσει των διαφόρων εθνικών διεκδικήσεων για το κοινό καλό της Ευρωζώνης; Η εμπειρία λέει: σπάνια, και μόνο όταν δεν υπάρχει άλλη επιλογή.

Ολος ο Νότος χρειάζεται τώρα αναδιάρθρωση

Ο Μπεν Φρίντμαν, καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και μέχρι πρότινος πρόεδρος του Τμήματος Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Harvard, είναι σαφής όσον αφορά το τι είδους αναπτυξιακή ώθηση χρειάζεται η ευρωπαϊκή οικονομία. «Οι δυνατότητες της κεντρικής τράπεζας να στηρίξει την ανάπτυξη στην Ευρώπη είναι πλέον περιορισμένες. Εχει φτάσει πλέον στα όρια των δυνατοτήτων της. Αυτό που χρειάζεται τώρα είναι αναδιάρθρωση και ανακούφιση του χρέους». Θεωρεί μάλιστα ότι η ανάγκη αυτή δεν περιορίζεται στην Ελλάδα. «Ολόκληρο το νότιο τμήμα της Ευρωζώνης βρίσκεται σε δυσχερή θέση. Η Ελλάδα είναι η πιο προβληματική περίπτωση, αλλά δεν είναι μοναδική».

Γιατί πιστεύει ότι η κρίση ήταν βαθύτερη και πιο μακροχρόνια στη χώρα μας από οπουδήποτε αλλού; «Γιατί η Ελλάδα εισήλθε στην κρίση όχι απλά με πολύ υψηλά επίπεδα δημοσίου χρέους, αλλά και με ένα πολύ μεγάλο έλλειμμα στον προϋπολογισμό. Καμία άλλη χώρα δεν αντιμετώπιζε αυτόν τον συνδυασμό προβλημάτων. Η Ισπανία, για παράδειγμα, πριν καταρρεύσει ο κατασκευαστικός τομέας, δεν είχε ούτε υψηλό χρέος ούτε μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα».

Θεωρεί ότι το γεγονός πως η ευρωπαϊκή κρίση χρέους ξεκίνησε από την Ελλάδα –όπου η δημοσιονομική σπατάλη ήταν όντως η πηγή του προβλήματος– διαστρέβλωσε τις πολιτικές καταπολέμησής της; Οδήγησε σε υπερβολική έμφαση στη δημοσιονομική πειθαρχία, ακόμα και σε χώρες των οποίων οι περιπέτειες ξεκίνησαν στον ιδιωτικό τομέα; «Δεν ξέρω αν αυτός ήταν ο λόγος», απαντάει, αλλά η πολιτική της λιτότητας παντού «σαφώς ήταν εσφαλμένη».

Συγκρίνοντας, πάντως, την κατάσταση της αμερικανικής με την ευρωπαϊκή οικονομία σχεδόν έξι χρόνια μετά τη Lehman Brothers, είναι φανερό ότι η ανάκαμψη παρουσιάζει μεγαλύτερη δυναμική στην άλλη όχθη του Ατλαντικού. Γιατί συμβαίνει αυτό;

«Το ευρωπαϊκό πρόβλημα ήταν διαφορετικό από το αμερικανικό, πιο σύνθετο και δυσχερές στην επίλυσή του», τονίζει ο συνομιλητής της «Κ». «Η βασική διαφορά είναι ότι η Ευρώπη έχει το πρόβλημα του κρατικού χρέους – τον κίνδυνο πτωχεύσεων και την επιβολή πολιτικών λιτότητας από τους δημοσιονομικά ισχυρούς στους δημοσιονομικά αδυνάμους προς αποφυγήν του κινδύνου αυτού», οι οποίες υπογραμμίζει ότι έχουν αποτύχει ακόμα και στο δημοσιονομικό μέτωπο, πέρα από τη δραματική τους επίδραση στην πραγματική οικονομία. «Οι ΗΠΑ είχαν βασικά ένα τραπεζικό πρόβλημα, το οποίο έλυσαν με ένα νομοθέτημα του υπουργείου Οικονομικών, που διέθεσε 700 δισ. δολάρια για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, με διαδοχικές κινήσεις της Federal Reserve και με σοβαρά τεστ αντοχής στις τράπεζες». Ο καθηγητής Φρίντμαν, μάλιστα, στην ομιλία του στο συνέδριο, τάχθηκε υπέρ της συνέχισης της πολιτικής του διευρυμένου ισολογισμού (της αγοράς περιουσιακών στοιχείων, με άλλα λόγια) από τη Fed, ώστε να έχει περισσότερα εργαλεία διαχείρισης της οικονομίας, ακόμα και σε φυσιολογικούς καιρούς.

Λάθος πόλεμο

Παρότι το πρόβλημα της Ευρωζώνης συνδέεται στενά με τις προβληματικές δομές διακυβέρνησης, ο καθηγητής Φρίντμαν σημειώνει ότι οι Ευρωπαίοι κεντρικοί τραπεζίτες άργησαν να καταλάβουν τη φύση του προβλήματος. «Θυμάμαι ένα συνέδριο τον Ιούνιο του 2008, στο οποίο οι Ευρωπαίοι επέκριναν με σφοδρότητα τη Federal Reserve για τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής στην οποία είχε ήδη προχωρήσει. Θεωρούσαν ότι αποτελούσε ένδειξη ότι η Fed δεν ήταν αφοσιωμένη όσο θα έπρεπε στην καταπολέμηση του πληθωρισμού. Εγώ –όπως και οι αξιωματούχοι της Fed που ήταν παρόντες– θεωρούσα ότι αυτοί οι άνθρωποι πολεμούν τον λάθος πόλεμο».

Ο Φρίντμαν, ωστόσο, εκφράζεται θετικά για τις νέες πολιτικές που ανακοίνωσε η ΕΚΤ στις αρχές Ιουνίου, μεταξύ των οποίων και το αρνητικό επιτόκιο για την κατάθεση χρημάτων από τις εμπορικές τράπεζες στην κεντρική τράπεζα. «Είναι κάτι που είχα προτείνει να γίνει στις ΗΠΑ προ κάποιων ετών», αν και, όπως σημειώνει, «η περίοδος που κάτι τέτοιο ήταν αναγκαίο στην Αμερική έχει παρέλθει», καθώς οι ρυθμοί πιστωτικής επέκτασης είναι πλέον ικανοποιητικοί.

Ο Αμερικανός ακαδημαϊκός, που διδάσκει στο Harvard από το 1972, δηλώνει «ιδιαίτερα απογοητευμένος» από τη τραπεζική μεταρρύθμιση της κυβέρνησης Ομπάμα. «Το νομοσχέδιο Dodd-Frank θα έπρεπε να περιέχει πολύ υψηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις, να εφαρμόζει πιο άτεγκτα τον κανόνα Βόλκερ [σ.σ.: απαγορεύει τις κερδοσκοπικές συναλλαγές για λογαριασμό των ίδιων των τραπεζών] και να είναι πολύ πιο επιθετικό στην αναθεώρηση των λογιστικών κανόνων, π.χ. σε σχέση με τα οχήματα ειδικού σκοπού. Επιπλέον, θα τοποθετούσα διάφορα hedge funds εντός του πεδίου των αυστηρότερων ρυθμίσεων και θα υποχρέωνα τις τράπεζες να έχουν μεγαλύτερα επίπεδα χρεών που μπορούν αυτομάτως να μετατραπούν σε μετοχικό κεφάλαιο σε έκτακτες περιστάσεις».

Το «αμερικανικό όνειρο»

Μία άλλη συνέπεια της μεγάλης κρίσης που ξεκίνησε το 2008 είναι ότι ζητήματα όπως η ανισότητα έχουν επανέλθει στην πρώτη γραμμή της πολιτικής επικαιρότητας στις δυτικές χώρες. Στις ΗΠΑ, συγκεκριμένα, εκφράζεται ευρέως η ανησυχία ότι εκτός από τη διεύρυνση της ανισότητας, έχει μειωθεί και η κοινωνική κινητικότητα. «Σύμφωνα με τις πιο έγκυρες πρόσφατες έρευνες, δεν υπάρχουν στοιχεία ότι η κοινωνική κινητικότητα μειώνεται στις Ηνωμένες Πολιτείες», σχολιάζει ο καθηγητής Φρίντμαν. «Αυτά είναι τα καλά νέα. Τα δυσάρεστα νέα είναι ότι έχει μείνει σταθερή σε χαμηλά επίπεδα».

Ο διακεκριμένος οικονομολόγος υπονοεί μάλιστα ότι το «αμερικανικό όνειρο» εδώ και αρκετές δεκαετίες είναι περισσότερο μύθος παρά πραγματικότητα. «Ηδη τη δεκαετία του 1950, ο Σίμουρ Μάρτιν Λίπσετ, ένας από τους κορυφαίους Αμερικανούς κοινωνιολόγους, ισχυριζόταν ότι δεν υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν ότι η κινητικότητα στις ΗΠΑ είναι μεγαλύτερη απ’ ό,τι στην Ευρώπη, αλλά ότι, παρ’ όλα αυτά, όλοι το πίστευαν αυτό».

Η κρίσιμη διαφορά, τα τελευταία 10-15 χρόνια, είναι ότι οι ίδιοι οι Αμερικανοί έχουν αρχίσει να αμφισβητούν τον μύθο. Σύμφωνα με στοιχεία της Gallup, το ποσοστό των ερωτηθέντων στις ΗΠΑ που πιστεύουν ότι υπάρχει πλήθος ευκαιριών για έναν απλό άνθρωπο να ευημερεύσει οικονομικά μειώθηκε από 81% το 1998 σε 52% το 2013. Ρωτάμε τον συνομιλητή μας τι επίδραση θα έχει αυτή η εξέλιξη στην οικονομική πολιτική στις ΗΠΑ. Θα περιοριστεί η –συγκριτικά με την Ευρώπη– μεγαλύτερη ανοχή της αμερικανικής κοινής γνώμης για την εισοδηματική ανισότητα;

«Πιστεύω πως έτσι είναι. Και αυτό θα οδηγήσει σε πιο προοδευτική φορολογία. Ηδη το βλέπουμε αυτό να συμβαίνει στις ΗΠΑ. Οι φόροι στα πιο υψηλά εισοδηματικά κλιμάκια έχουν ανεβεί σημαντικά πρόσφατα – ως αποτέλεσμα της κατάργησης των φοροαπαλλαγών που προώθησε το 2003 ο Τζορτζ Μπους, αλλά και της αύξησης της φορολογίας επί των κεφαλαιακών κερδών και των μερισμάτων, ιδιαίτερα για τα φυσικά πρόσωπα με ετήσια εισοδήματα άνω των 250.000 δολαρίων».

Τα τεστ αντοχής της ΕΚΤ ευκαιρία για νέα αρχή στην Ευρωζώνη

Αισιόδοξος για την προοπτική αντιμετώπισης του προβλήματος των τραπεζικών ομίλων που είναι υπερβολικά μεγάλοι για να πτωχεύσουν («too big to fail»), ενός από τους καταλυτικούς παράγοντες που οδήγησαν στην κρίση του 2007-08, εμφανίζεται ο Πολ Τάκερ. Μιλώντας στην «Κ», ο πρώην υποδιοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας και νυν senior fellow στο Harvard Business School και στο Kennedy School of Government, σημειώνει ότι «τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ε.Ε. έχουν το θεσμικό πλαίσιο που δίνει στις αρχές τις εξουσίες για να μεταφέρουν τις απώλειες μιας τράπεζας που υπερβαίνουν το μετοχικό της κεφάλαιο στους ομολογιούχους της».

Οπως εξηγεί ο κ. Τάκερ: «Αυτό που χρειάζεται τώρα είναι η αναδιοργάνωση των νομικών και χρηματοοικονομικών δομών των τραπεζών ώστε να επωμίζονται τις απώλειες αυτές οι ομολογιούχοι χωρίς να επηρεάζεται το επιχειρησιακό παθητικό των ιδρυμάτων (καταθέσεις και ό,τι άλλο συνδέεται με την παροχή τραπεζικών υπηρεσιών). Κατά τη γνώμη μου, όλες οι μεγάλες τράπεζες πρέπει να ανήκουν σε εταιρείες διαχείρισης τραπεζικών χαρτοφυλακίων [bank holding companies] και οι εταιρείες αυτές θα πρέπει να υποχρεούνται να εκδίδουν ομόλογα που να ισοδυναμούν με τουλάχιστον 10% του ενεργητικού τους, σταθμισμένου ανάλογα με τον κίνδυνο κάθε κατηγορίας. Οι τραπεζικοί όμιλοι δεν πρέπει να κατέχουν ο ένας τα ομόλογα του άλλου. Ελπίζω όλα αυτά να συμφωνηθούν ώς τη Σύνοδο του G20 στο Μπρισμπέιν το φθινόπωρο. Αυτό πάντως είναι το σχέδιο».

Στην ομιλία του στο συνέδριο, ο Βρετανός πρώην κεντρικός τραπεζίτης χαρακτήρισε την πιθανότητα διολίσθησης της Ευρωζώνης στο τέλμα του αποπληθωρισμού «σημαντική» και τόνισε ότι δεν αφορά μόνο τις προβληματικές οικονομίες. Αντιθέτως, ο κίνδυνος του αποπληθωρισμού, όπως είπε, συνδέεται με «ελλειμματική ζήτηση στο σύνολο της Ευρωζώνης» και η καταπολέμησή του και η επίτευξη του στόχου της ΕΚΤ απαιτεί την αποδοχή ότι «ο πληθωρισμός στη Γερμανία θα είναι πάνω από 2%».

Η «Κ» τον ρωτάει αν η ΕΚΤ κάνει αρκετά για να αναστείλει τις υφιστάμενες αποπληθωριστικές τάσεις ή αν πρέπει να ακολουθήσει το παράδειγμα των άλλων μεγάλων κεντρικών τραπεζών και να υιοθετήσει την ποσοτική χαλάρωση. «Παρακολουθώ τη σχετική συζήτηση με ενδιαφέρον», απαντάει διπλωματικά. «Η ποσοτική χαλάρωση λειτούργησε καλά στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου η Τράπεζα της Αγγλίας είχε αναμφισβήτητα τον έλεγχο των ποσών που αγόραζε και η απόφαση βασιζόταν αποκλειστικά στην κρίση της επιτροπής νομισματικής πολιτικής για το πόση νομισματική τόνωση απαιτείτο για να επιτευχθεί μεσοπρόθεσμα ο στόχος για τον πληθωρισμό».

Σχετικά με την τραπεζική ένωση, ο κ. Τάκερ χαρακτηρίζει «ευπρόσδεκτη» τη μετάβαση σε μία ενιαία εποπτική αρχή υπό τον έλεγχο της ΕΚΤ. «Πολλοί εθνικοί επόπτες είχαν χάσει την αξιοπιστία τους. Χρειάζεται ένα νέο ξεκίνημα». Επιπλέον, «η οδηγία για την εξυγίανση των τραπεζών, που βασίζεται στο περίγραμμα που προέκυψε από μία άσκηση της Επιτροπής Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας του G20 υπό τη δική μου προεδρία, είναι καλή. Ελπίζω αυτοί που θα έχουν το δικαίωμα του εθνικού βέτο να μην επιμείνουν σε αυτό έναντι των συστάσεων του Μάριο Ντράγκι και των συνεργατών του. Αν επιμείνουν, παίζουν με τη φωτιά. Η νομισματική ένωση δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς μία αποτελεσματική τραπεζική ένωση».

Ο κ. Τάκερ ανησυχεί επίσης για το καθεστώς εγγύησης καταθέσεων, το οποίο αποκαλεί «ελαττωματικό». Οπως λέει: «Η νομισματική ένωση θα ήταν πιο ανθεκτική αν η εγγύηση καταθέσεων σήμαινε το ίδιο παντού: δηλαδή αν υπήρχε ένα ενιαίο ταμείο για όλη την Ευρωζώνη». Ο πρώην υποδιοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας δηλώνει ότι κατανοεί τα πολιτικά εμπόδια απέναντι σε μία τέτοια πολιτική, αλλά υπογραμμίζει ότι το ευρώ «δεν θα είναι ασφαλές όσο οι καταθέσεις της λιανικής τραπεζικής διαφέρουν στην εξασφάλισή τους από κράτος-μέλος σε κράτος-μέλος».

Στο πλαίσιο της τραπεζικής ένωσης, η ΕΚΤ διενεργεί αυτόν τον καιρό τεστ αντοχής στις τράπεζες που θα περάσουν υπό την εποπτεία της. Ενας από τους λόγους που οι ΗΠΑ ξεπέρασαν την τραπεζική τους κρίση ήταν η σοβαρότητα των τεστ αντοχής που επέβαλαν στον κλάδο την άνοιξη του 2009. Αντιθέτως, οι αντίστοιχες ευρωπαϊκές ασκήσεις, που προηγήθηκαν της τρέχουσας, λοιδορήθηκαν ευρέως ως ανεπαρκώς αυστηρές και έτσι δεν επανέφεραν την εμπιστοσύνη. Αυτή τη φορά θα γίνει σωστά η δουλειά;

«Είναι πολύ σημαντικό να γίνει σωστά», απαντάει ο κ. Τάκερ. «Τα τεστ αντοχής είναι από τα πιο σημαντικά γεγονότα –αν όχι το πιο σημαντικό– του τρέχοντος έτους. Ολος ο κόσμος τα παρακολουθεί. Αποτελούν ευκαιρία για νέα αρχή στην Ευρωζώνη. Οι αδύναμες τράπεζες πρέπει να εκτεθούν και οι αδυναμίες τους να αντιμετωπιστούν, σε όποια χώρα κι αν βρίσκονται. Οι καθυστερήσεις και η συσκότιση της πραγματικότητας έχουν κόστος, όπως έχουν δείξει τα τελευταία χρόνια».

Ταυτισμένος με την Τράπεζα της Αγγλίας (ξεκίνησε να εργάζεται εκεί το 1980), ο κ. Τάκερ έζησε από πρώτο χέρι τις προκλήσεις που γέννησε η μεγάλη κρίση για τις κεντρικές τράπεζες. Εχει αλλάξει η εμπειρία αυτή τον τρόπο που βλέπει τον ρόλο τους; «Επιβεβαίωσε την άποψή μου ότι ο ρόλος της κεντρικής τράπεζας δεν περιορίζεται μόνο στη σταθερότητα των τιμών, παρά τη ζωτική σημασία του στόχου αυτού. Η σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος είναι κι αυτή κρίσιμο μέρος της ευρύτερης νομισματικής σταθερότητας».

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή