Τζον Τσίβερ, ο «Αμερικανός Τσέχοφ»

Τζον Τσίβερ, ο «Αμερικανός Τσέχοφ»

3' 24" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο κορυφαίος Αμερικανός πεζογράφος Τζον Τσίβερ (1912-1982) δεν ευτύχησε εκδοτικά στην παρθενική του εμφάνιση στη χώρα μας. Το συγκλονιστικό μυθιστόρημά του «Φάλκονερ» πέρασε σχεδόν απαρατήρητο όταν κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 1984. Αλλοι καιροί, άλλα ήθη… Χρειάστηκε μια παρατεταμένη μαθητεία του αναγνωστικού κοινού στη σύγχρονη αμερικανική λογοτεχνία και η βαθμιαία υποχώρηση της ελληνοκεντρικής αντίληψης, για να πλησιάσουμε εκ νέου το έργο του Τσίβερ. Ηδη το «Φάλκονερ» επανακυκλοφορεί σε νέα μετάφραση (από τις εκδόσεις Καστανιώτη), ενώ την περασμένη χρονιά εκδόθηκε «Ο κολυμβητής», μια επιλογή από τα δημοφιλέστερα διηγήματά του, που του χάρισαν και τα περισσότερα βραβεία στις ΗΠΑ.

Ο Τσίβερ όχι άδικα έχει χαρακτηριστεί και «Αμερικανός Τσέχοφ», καθώς κατορθώνει να περικλείσει, σε μια κατά κανόνα σύντομη ιστορία, ολόκληρη τη ζωή της λεγόμενης «μεσαίας τάξης» ή της «λευκής Αμερικής» των πλούσιων προαστίων. Κάτοικος και ο ίδιος, από τη δεκαετία του ’30, του Γουέστσεστερ, στα βόρεια της Νέας Υόρκης, θα γνωρίσει από τα μέσα την κοινωνική συμπεριφορά των εύπορων συμπατριωτών του, που υπηρέτησαν το αμερικανικό όνειρο», παραβλέποντας όμως τις όποιες παράπλευρες απώλειες. Γιατί, πίσω από τη βιτρίνα των επιτυχημένων λευκών, με τα πολυτελή αυτοκίνητα, τις βίλες και τα ατέλειωτα πάρτι, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα απάνθρωπο τοπίο, όπου ο αλκοολισμός, η χαρτοπαιξία, οι απιστίες, οι βιασμοί, οι ξυλοδαρμοί είναι καθημερινά γεγονότα, κομμάτια του σαθρού οικοδομήματος της νεόπλουτης προτεσταντικής οικογένειας, όπου το μόνο που τελικά μετράει είναι το χρήμα.

Ο φόβος της αποτυχίας

Οι ήρωες του Τσίβερ, οι περισσότεροι αυτοδημιούργητοι επιχειρηματίες ή στελέχη μεγάλων εταιρειών, προσπαθούν να επιβιώσουν υποδυόμενοι κάθε πρόσφορο ρόλο, ακόμη και τον ρόλο του παράνομου ή του απατεώνα. Οι γυναίκες τους συνήθως είναι ο αδύναμος κρίκος στον ιδιωτικό τους βίο, αδύναμες, νευρωτικές, καταθλιπτικές, υπόσχονται βραδιές άγονες, γεμάτες ένταση και οργή.

Το «αμερικανικό όνειρο» της κοινωνικής ανέλιξης σε όλα τα διηγήματα του Τσίβερ τρίζει. Τρίζει επικίνδυνα όπως μια ετοιμόρροπη ξύλινη σκάλα. Ο συγγραφέας, παρόλο που περιγράφει τον κόσμο των εύπορων προαστίων, ποτέ δεν σταματά να μας υπενθυμίζει την «άλλη» Αμερική, των χαμένων ευκαιριών, των εξαθλιωμένων γειτονιών, των νεόπτωχων που το χρηματοπιστωτικό σύστημα «αλέθει» παράγοντας ασταμάτητα πόνο και δυστυχία. Ενα λάθος βήμα, μια στραβοτιμονιά και οι επιτυχημένοι ήρωες ξαναβρίσκονται στο μηδέν, στην κοινωνική κόλαση από την οποία υπολόγιζαν να ξεφύγουν μια και καλή. Γράφει σχετικά στο διήγημα «Μονάχα πες μου ποιος ήταν», ο διεισδυτικός Τσίβερ:

«Ο Γουίλ Πιμ ήταν αυτοδημιούργητος. Ορισμένα πράγματα εξακολουθούσαν να του θυμίζουν τα νιάτα του και να τον κάνουν να νιώθει αμήχανα: Ζητιάνοι γέροι με κουρέλια, άντρες και γυναίκες με φτηνά ρούχα που έτρωγαν κακό φαγητό κάτω από τα φώτα μιας καφετέριας, φώτα ενοχών και μετάνοιας, οι μαχαλάδες, οι άθλιες κωμοπόλεις, τα πρόσωπα στα τζάμια των πανσιόν με τα φτηνά δωμάτια, ακόμα και μια τρύπα στις κάλτσες της κόρης του. Δεν ήθελε ποτέ να βλέπει τα σημάδια της φτώχειας…». Και ακριβώς για να αποφύγει αυτά τα σημάδια θα μάθει να κλείνει τα μάτια του μπροστά σε κάθε δυσάρεστη κατάσταση. Παρόμοιος ήρωας είναι και ο Νέντι Μέριλ, ο κολυμβητής, στο ομώνυμο διήγημα, που έχει γυριστεί μάλιστα και ταινία με τον Μπάρτ Λάνκαστερ στον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Ο Νέντι φιλοδοξεί ένα υπέροχο καλοκαιρινό απόγευμα να γυρίσει στη βίλα του, όχι από τον δρόμο, αλλά κολυμπώντας από πισίνα σε πισίνα, αφού όλοι στην περιοχή διαθέτουν σπίτια με μεγάλες πισίνες στους κήπους τους. Αυτή η παράλογη επιθυμία του θα γίνει πράξη, διασχίζοντας ουσιαστικά τις ζωές των γειτόνων του, για να συνειδητοποιήσει στο τέλος ότι στο δικό του σπίτι δεν τον περιμένει κανείς. Η οικογένειά του τον έχει εγκαταλείψει!

Εχουν γραφτεί πολλά για τις εκλεκτικές συγγένειες του Τζον Τσίβερ με τον Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ, όμως για να είμαστε ειλικρινείς, ο δημιουργός του «Μεγάλου Γκάτσμπυ» φαντάζει λιγάκι «ρηχός» στους κοινωνικούς του προβληματισμούς και άτολμος στην κριτική του ως προς τους ομοίους του. Αντίθετα, ο Τσίβερ δεν διστάζει να σηκώσει το πέπλο της υποκρισίας και να παρουσιάσει την αλήθεια γυμνή. Ο ειρωνικός ρεαλισμός του ώρες ώρες μάς θυμίζει τους πίνακες του φίλου του Εντουαρντ Χόπερ, ιδιαίτερα εκείνα τα πρόσωπα των ηττημένων από τη ζωή ή των απελπισμένων περιθωριακών, που ο Aμερικανός ζωγράφος φιλοτεχνεί με φόντο πάντα ένα σκληρό αστικό τοπίο, χωρίς καμιά ελπίδα διαφυγής στον ορίζοντα.

​​Τζον Τσίβερ «Ο κολυμβητής», Διηγήματα

Μτφ. Κωστής Καλογρούλης

Εκδόσεις Καστανιώτη

Σελ. 220, ευρώ 12.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή