Παλαιά και νέα μεταπολίτευση

Παλαιά και νέα μεταπολίτευση

4' 13" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η μεταπολίτευση του 1974 για μένα ξεκίνησε το βράδυ της 24ης προς 25η Ιουλίου, αν και δεν βάζω το χέρι μου στη φωτιά για την ακρίβεια των ημερομηνιών, σ’ ένα ελληνικό εστιατόριο στην οδό Μουφτάρ στο Παρίσι. Εκεί ήταν στημένο ένα τεράστιο μακρόστενο τραπέζι, σχεδόν γαμήλιο, όπου κάθονταν οι προσωπικότητες της δημοκρατικής Ελλάδας. Ηταν ο Θεοδωράκης, η Μελίνα, νομίζω πως ήταν και ο Χατζιδάκις, και διάφοροι άλλοι που έδιναν τον τόνο του ενθουσιασμού. Ας σημειωθεί ότι με μόνη εξαίρεση τον Χατζιδάκι κανείς τους δεν ήταν οπαδός του Καραμανλή και ας ήξεραν όλοι πως η δημοκρατική τους ευφορία οφείλεται σ’ αυτόν. Νέος ων ντρεπόμουν ελαφρώς, όμως ήταν τέτοια η συναίνεση πως αυτό που είχε συμβεί ήταν κάτι μοναδικό που θα τα άλλαζε όλα στη ζωή μας ώστε να μπορέσω να ξεπεράσω τη συστολή μου. Ενα χαρακτηριστικό, ίσως το κύριο, της μεταπολίτευσης του 1974 είναι ότι δημιούργησε μεγάλες προσδοκίες, και σε όλα τα επίπεδα, όχι μόνον στο πολιτικό. Ο «κυρίαρχος» λαός, στον οποίον κανείς δεν τολμούσε να αποκαλύψει ότι δεν ήταν αυτός που έριξε τη χούντα, αισθάνθηκε παντοδύναμος. Δεν ξέρω σε ποια κατάσταση βρισκόταν προ δικτατορίας η συλλογική μας ψυχοσύνθεση, πάντως, στη μεταπολίτευση μας τοποθέτησε κάπου στο κέντρο του κόσμου με τα γνωστά ολέθρια αποτελέσματα. Οι μεγάλες προσδοκίες μας υπόσχονταν πως κάποια στιγμή όλοι θα μας το αναγνώριζαν και οι Αμερικανοί θα πείθονταν, επιτέλους, πως είναι οι «φονιάδες των λαών» όπως τους φωνάζαμε σε πρώτη ευκαιρία μπροστά απ’ την πρεσβεία τους. Προς το παρόν, βέβαια, οι μόνοι που αναγνώριζαν τη νομιμότητα της συλλογικής μας προσδοκίας που μας έφερνε στο κέντρο της οικουμένης ήταν οι πολιτικοί μας, στάση η οποία και περιθωριοποιούσε την Ελλάδα και ενδυνάμωνε την αυτοπεποίθηση του επαρχιωτισμού μας.

Τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης επικρατούσε ένα είδος διονυσιασμού. Τα θέλαμε όλα, θέλαμε να εκδικηθούμε για τη χούντα, να διώξουμε τις βάσεις και τους Τούρκους από την Κύπρο, να φύγουμε από το ΝΑΤΟ και να καταργήσουμε τον πληθυντικό ευγενείας. Αυτό το τελευταίο ήταν και το μόνο που το καταφέραμε ολοκληρωτικά. Γίναμε αγενείς και δύστροποι, ακόμη και στις μεταξύ μας συναναστροφές, ίσως γιατί θεωρούσαμε ο ένας τον άλλον υπεύθυνο για τη διάψευση των προσδοκιών μας. Χρόνια αργότερα, εξακολουθώ να αναρωτιέμαι πώς ένας άνθρωπος σαν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο δωρικός, λιτοδίαιτος και αγέλαστος άνδρας κατάφερε να εμπνεύσει τέτοιον και τόσο ενθουσιασμό. Ο ίδιος προσπαθούσε να καταλαγιάσει τον ενθουσιασμό, διότι ήξερε πόσο κινδυνεύει απ’ αυτόν. Θυμάμαι το 1977, σε μια ομιλία στα Ιωάννινα που του φώναζαν «Είσαι ο Μεγαλέξανδρος», να κουνάει το χέρι μ’ εκείνη τη χειρονομία που θύμιζε Καραγκιόζη και ύστερα από μία από τις περίφημες παύσεις του να λέει: «Δεν θέλω υπερβολές». Οσο πραγματοποιούσε αυτά που υποσχόταν, τόσο μετατοπιζόταν ο ενθουσιασμός προς τον διονυσιασμό, που ήξερε να εμπνέει, ελέγχοντάς τον με τον κυνισμό του, ο Ανδρέας Παπανδρέου.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε πιάσει τον παλμό. Ηξερε πως οι μεγάλες προσδοκίες δίνουν τον ρυθμό της δημοκρατίας, περισσότερο από τις εμπράγματες αξίες, και ανανέωσε την μεταπολίτευση με μια δεύτερη μεταπολίτευση που άκουγε στο όνομα «αλλαγή». Η Ελλάδα μπήκε στον αστερισμό του «περίπου». Οι προσδοκίες ανανεώθηκαν, οι λέξεις άλλαξαν, και διαμορφώθηκε μια κοινή συναίνεση η οποία στηριζόταν στην παραδοχή πως είναι καλύτερο να ζούμε με προσδοκίες οι οποίες είναι εξωπραγματικές αλλά πραγματοποιούνται εν μέρει, στο περίπου δηλαδή, παρά να προσαρμόσουμε τις προσδοκίες μας στην αφόρητα πεζή και αδιάφορη πραγματικότητα. Ακόμη και η δεξιά έγινε περίπου δεξιά και περίπου σοσιαλιστική αριστεροδεξιά. Είμαστε ποιητικός λαός, γαλαζοαίματοι του λυρισμού, και όταν φτάσαμε στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων χωρίς να γίνει μπλακ άουτ, μπορέσαμε να αισθανθούμε επιτέλους πως κατακτήσαμε τον κόσμο στον οποίον ζούμε. Μετά, όταν την πατήσαμε, όταν πέσαμε στον πανικό της κρίσης, αντιληφθήκαμε πως τα ψυχολογικά και τα πνευματικά μας όπλα ήταν άσφαιρα γιατί δεν φροντίσαμε ποτέ να τα καλλιεργήσουμε. Κι έτσι, ακαλλιέργητοι, πέσαμε με τα μούτρα στην αναζήτηση των νέων «περίπου». Κάτι περίπου μεταρρυθμίσεις που θα κάνουν περίπου πιο σύγχρονο το κράτος, μια περίπου αξιολόγηση, μια περίπου εξυγίανση και η εφαρμογή μιας περίπου Δικαιοσύνης από δικαστές που αισθάνονται περίπου πολιτικοί αναμορφωτές.

Τι νόημα θα είχε σήμερα μια «νέα μεταπολίτευση»; Κατ’ αρχάς δύσκολο να υποστηριχθεί ως έκφραση, αφού το πολιτειακό καθεστώς δεν άλλαξε. Μένει βέβαια η μεγαλοστομία και η καλλιέργεια της νέας γενιάς των μεγάλων προσδοκιών. Τον ρόλο αυτόν τον έχει αναλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ, να παραμένει διψασμένος για εξουσία, όπως ο Τάνταλος διψούσε για νερό. Θα ήταν μεγάλο λάθος αν οι κεντρώες δυνάμεις συρθούν πίσω από αυτήν την εύκολη λογική. Η Ελλάδα δεν χρειάζεται μια νέα μεταπολίτευση. Η Ελλάδα χρειάζεται μεταρρυθμίσεις ώστε το πολίτευμά της να βγει από το τέλμα του «περίπου» στο οποίο έχει περιπέσει. Και αναρωτιέμαι μήπως η επίκληση της λέξης μεταπολίτευση δεν κρύβει, για να καλλωπίσει, την αδυναμία πραγματοποίησης αυτών των μεταρρυθμίσεων. Σαράντα χρόνια μετά, η Δημοκρατία μας έχει κουράσει τόσο πολύ που ούτε ένα κοκτέιλ προς τιμήν της δεν οργανώνουμε. Είναι κουραστικό πολίτευμα η Δημοκρατία και απαιτεί πολλή δουλειά για να κερδίσεις τον σεβασμό της και να σε αφήσει να τη γνωρίσεις. Κυρίως όμως απαιτεί την αποσυμφόρηση της λειτουργίας της από τον λεκτικό πληθωρισμό, πληγή εξίσου σοβαρή με τον λαϊκισμό. Ή, όπως γράφει ο Θουκυδίδης στον Επιτάφιο του Περικλέους: «Ανδρών αγαθών έργω γενομένων, έργω και δηλούσθαι τας τιμάς».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή