Οι επενδυτές επιλέγουν συχνά να αγνοήσουν τις βαθμολογίες

Οι επενδυτές επιλέγουν συχνά να αγνοήσουν τις βαθμολογίες

2' 32" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

 Στις 20 του περασμένου Δεκεμβρίου οι ηγέτες της Ευρωζώνης ετοιμάζονταν να ολοκληρώσουν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, να συγχαρούν αλλήλους και να παρουσιάσουν ως μέγιστο επίτευγμα την ημιτελή και σαφώς κατώτερη των αρχικών προθέσεων συμφωνία για την τραπεζική ένωση, που είχαν επιτύχει μερικές ημέρες νωρίτερα οι υπουργοί τους επί των Οικονομικών. Οταν εκείνο το πρωί ο αμερικανικός οίκος αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας Standard & Poor’s ανακοίνωσε την υποβάθμιση της Ευρωπαϊκής Ενωσης κατά μία βαθμίδα, στερώντας της την ανώτατη αξιολόγηση ΑΑΑ, ο εκνευρισμός που επικράτησε μεταξύ των Ευρωπαίων ηγετών ήταν έκδηλος. Δικαιολογημένα ίσως, αφού μία από τις αιτίες για την υποβάθμιση, σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, ήταν η έλλειψη συνοχής και αλληλεγγύης μεταξύ των 28 κρατών-μελών της Ε.Ε. όσον αφορά τη σύνταξη του νέου επταετούς προϋπολογισμού, αλλά και η πρόθεση του Βρετανού πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον να οργανώσει δημοψήφισμα το 2017 με το ερώτημα αν η χώρα θα πρέπει να παραμείνει ή όχι μέλος της Ε.Ε.

Η υποβάθμιση δεν είχε σημαντικές συνέπειες ούτε για την Ε.Ε. ούτε για τα κράτη-μέλη, ωστόσο επισκίασε την προσπάθεια των ηγετών της Ενωσης να παρουσιάσουν την εικόνα μιας Ευρώπης που έχει οριστικά πλέον ξεπεράσει την κρίση και έχει επιστρέψει στον δρόμο της ανάπτυξης. Πολλοί πολιτικοί και αναλυτές κατηγορούν τους τρεις μεγάλους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης (S&P, Moody’s και Fitch) ότι όχι μόνο απέτυχαν να προβλέψουν την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2008, ότι όχι μόνο βαθμολογούσαν με ΑΑΑ τη Lehman Brothers μόλις ένα μήνα πριν από τη χρεοκοπία της, αλλά και ότι συνέβαλαν στη δημιουργία της κρίσης, βαθμολογώντας ως απολύτως αξιόπιστα προϊόντα τις ίδιες δέσμες τιτλοποιημένων δανείων που λίγο αργότερα έμειναν στην ιστορία ως «τοξικά». Ισως γι’ αυτούς τους λόγους η δύναμη των τριών οίκων αξιολόγησης να έχει μειωθεί μετά το 2008.

Σύμφωνα με το Bloomberg, οι επενδυτές αγνοούν συχνά τις αξιολογήσεις και τις υποβαθμίσεις (με χαρακτηριστικά παραδείγματα την υποβάθμιση των ΗΠΑ και της Γαλλίας το 2012 που δεν οδήγησε σε αύξηση των αποδόσεων), με τις αποδόσεις των ομολόγων να κινούνται αντίστροφα απ’ ό,τι θα έπρεπε, σύμφωνα με τις αξιολογήσεις σε περισσότερες από το 50% των περιπτώσεων, που υπήρξε αλλαγή της αξιολόγησης. Παρ’ όλα αυτά σε πολλές περιπτώσεις μια υποβάθμιση του αξιόχρεου μπορεί ν’ αυξήσει το κόστος δανεισμού μιας χώρας. Είναι επόμενο πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να έχουν εξοργιστεί με τις υποβαθμίσεις των τελευταίων χρόνων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την πρόθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου της Ιταλίας να ασκήσει αγωγή κατά της S&P, κατηγορώντας την ότι κατά τις υποβαθμίσεις της χώρας δεν έλαβε υπόψη την πολιτιστική κληρονομιά της και να ζητήσει αποζημίωση 234 δισ. ευρώ. Πάντως, η S&P πρέπει ν’ ανησύχησε πολύ περισσότερο από την απόφαση της αμερικανικής κυβέρνησης, τον Μάιο του 2013, να ασκήσει αγωγή εναντίον της, κατηγορώντας την ότι το 2006 δεν προειδοποίησε τους επενδυτές για την επικείμενη κατάρρευση της αγοράς κατοικιών και να ζητήσει αποζημίωση ύψους 5 δισ. δολαρίων. Αναμφίβολα, οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης έχουν κάνει τεράστια λάθη στο πρόσφατο παρελθόν, ενώ το επιχειρηματικό τους μοντέλο μπορεί εύκολα να περιγραφεί ως χαρακτηριστική περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ αξιολογητή και αξιολογουμένου, αφού ο δεύτερος πληρώνει τον πρώτο. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι όλες τους οι αποφάσεις είναι αστήρικτες ή κατευθυνόμενες.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή