«Ζούμε μια περίοδο φοβισμένη»

«Ζούμε μια περίοδο φοβισμένη»

4' 58" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η συλλογή «Η γυναίκα με ποδήλατο», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πόλις», είναι ένα δείγμα γραφής διηγημάτων με πολλές αρετές, μεγάλη συμπύκνωση και εύρος θεματολογίας. Ο συγγραφέας της, Νικόλας Σεβαστάκης, έχει ήδη αναγνωστικό κοινό. Αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο ΑΠΘ, έχει συγγράψει πλήθος δοκιμίων, μελετών αλλά και άρθρων στον Τύπο. Από την πλευρά της λογοτεχνίας η ποίηση τον κέρδισε πρώτα. Τώρα με μια σειρά διηγημάτων εισχωρεί στο σύμπαν της λογοτεχνίας, κουβαλώντας όλες τις αποσκευές και ταυτότητές του: του δοκιμιογράφου, του ποιητή, του επιστήμονα, αλλά κυρίως του ανθρώπου που στοχάζεται και ταξιδεύει ονειρικά στα υλικά της ζωής των ηρώων του.

– Ο χρόνος γραφής των διηγημάτων;

– Τα διηγήματα γράφτηκαν τα τελευταία 2,5-3 χρόνια, μέσα στην κρίση. Δίνουν την εντύπωση ότι είναι παλιότερα γιατί απλώνονται στο χρόνο σαν θεματική. Είναι καρπός ενός αναστοχασμού της κρίσης με απόσταση και άλλη ματιά.

– Γιατί καταφύγατε στη λογοτεχνία;

– Επειδή από ένα σημείο και πέρα είτε μέσα από την αρθρογραφία είτε μέσα από το δοκίμιο μένεις σε μια διαγνωστική του παρόντος της κρίσης, των ψυχικών της και των πολιτικών της διαστάσεων. Και η λογοτεχνία παίρνει απόσταση από το δημόσιο πολιτικό αλλά και από τα τραύματά του. Με αυτή την έννοια και οι αυτοβιογραφικές στιγμές των διηγημάτων είναι πολύ επεξεργασμένες. Τα τελευταία δυο-τρία χρόνια συνάντησα το εξής πρόβλημα: μιλώντας για την κρίση, μιλώντας για το παρόν, μπαίνεις σε μια λογική απλοϊκών αντιθέσεων. Αυτό είναι θεμιτό, είναι ένα κομμάτι της Ιστορίας και της πολιτικής, η απλοποίηση είναι αναγκαία. Εχει όμως ένα τίμημα. Εχει το τίμημα να απωθείς άλλα ερωτήματα που μόνον η λογοτεχνία μπορεί να προσεγγίσει. Τα διηγήματά μου δεν είναι σε καμία περίπτωση εφαρμογή της πολιτικής μου σκέψης και των επιστημονικών μου επιρροών.

– Μικρή φόρμα, διηγήματα ή μεγάλα ποιήματα;

– Η μικρή φόρμα συγκέντρωσε την πολλαπλότητα των ερωτημάτων που δεν θα μπορούσαν να χωρέσουν σε μια μεγάλη αφήγηση. Από την άλλη, με εξυπηρετούσε η δυνατότητα λόγω χρονικών περιθωρίων, ιδίως εάν είσαι ένας άνθρωπος με αρκετές υποχρεώσεις. Υπηρετεί ιδιότητες όπως είναι η συμπύκνωση, που έρχεται όπως σωστά το παρατηρήσατε από την ποίηση, αλλά εδώ ο στόχος μου είναι να πάνε κάπου αλλού. Το ποιητικό υπάρχει πιο πολύ στο πρώτο μέρος γιατί υπαγορεύεται από το ίδιο το θέμα.

– Θα ταξινομούνταν σε μεγάλες θεωρητικές κατηγορίες οι εσωτερικές ανάγκες των διηγημάτων;

– Η έννοια του χρόνου, το μυστήριο των τόπων, το πώς δηλαδή η αλλαγή ενός τοπίου και, εδώ ενός βιωμένου τοπίου, αλλάζει την ιστορία. Η σχάση δημόσιου και ιδιωτικού, η οποία δεν είναι πάντα τραυματική και αλλοτριωτική, είναι και πηγή δημιουργικότητας. Υπάρχει η έννοια της φιλίας, ο ρόλος που παίζει η μουσική στην προσωπική μας ιστορία, όλα αυτά τα ζητήματα εντέλει που δεν χωρούν στη λογική του πολέμου. Διότι η κρίση είναι πολεμολογική συνθήκη.

– Η λογοτεχνία είναι αυτή που μπορεί με μεγαλύτερη αθωότητα να τοποθετηθεί στα κοινωνικά προβλήματα απ’ ό,τι οι επιστήμες;

– Είμαι πολύ επιφυλακτικός στην εξιδανίκευση του ποιητή, του λογοτέχνη, στο ρομαντικό μοτίβο ότι ο δημιουργός είναι αυθεντικά πιο κοντά στη φύση, στο παρελθόν ή στην παιδική ηλικία. Παρόλο που πιστεύω ότι γλωσσικά έρχεται σε επαφή με τέτοιες πραγματικότητες. Αν όμως μετατραπεί σε ιδεολογία, κινδυνεύει να φτάσει σε επικίνδυνους δρόμους. Γι’ αυτό και στα διηγήματά μου, ενώ έχουν μια νοσταλγία, προσπαθώ να αποφύγω την επιστροφή στον ρομαντισμό ή σε ένα μακρινό ιδεώδες. Ιδίως με την κρίση υπάρχει ένα ρεύμα στροφής στο απλό, στις ρίζες, που πάει να γίνει ένας ιδεολογικός μηχανισμός για να ξεφύγεις από τις ευθύνες σου ή να κρύψεις το πρόσωπό σου. Το επιτελώ λογοτεχνικά, αλλά δεν το προτείνω ως ιδεολογικό λόγο.

– Πριν από μερικούς μήνες είχατε γράψει ένα άρθρο στην «Εφημερίδα των Συντακτών» για το βιβλίο του Κουφοντίνα, με τίτλο «Ενας φονικός ιδεαλισμός». Ασκείτε κριτική στην εξιδανίκευση της φαντασίωσης του γράφοντος, που αντί για τρομοκράτης ονειρευόταν ότι ήταν αναζητητής της αλήθειας και του αυθεντικού…

– Το πρόβλημα με τις μυθολογίες, εθνικές, πατριωτικές, αντιστασιακές, οποιασδήποτε μορφής μυθολογία, είναι ότι δεν πρέπει να μπούμε μέσα σε αυτές. Για να μπορούμε να τις κρίνουμε. Αυτό σημαίνει πολιτική για μένα. Το πρόβλημα ανακύπτει όταν από τη βούληση πάει ο άλλος κατευθείαν στην πραγμάτωση, και συνήθως η πραγμάτωση αφορά σε λυτρωτικού χαρακτήρα ενέργειες. Αυτό έχει ως πρόβλημα όμως να οδηγηθούμε στη συντριβή της βούλησης του άλλου. Δημιουργείται το πρόβλημα των ορίων. Και εκεί πρέπει να αποστασιοποιηθούμε. Για να υπάρξει μια σχέση της λογικής με τις άλλες συναισθηματικές και φαντασιακές ανάγκες με έναν γόνιμο τρόπο. Μπορώ να το λέω ως ιδεώδες, αλλά είναι πάρα πολύ δύσκολο κάθε φορά να συμβαίνει. Πρέπει τουλάχιστον να το έχουμε κατά νου. Να μη βυθιζόμαστε στη δική μας μυθολογία.

Το ονειρικό και το πραγματικό

– Κάνετε λόγο για το τέλος του πρωτογονισμού. Εναν πρωτογονισμό που θα μπορούσε να παραπέμπει στις δεκαετίες ’50-’60…

– Στην ουσία, η Ελλάδα του ’50 και του ’60, κυρίως στην επαρχία, κράτησε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80. Τότε έγινε η μεταπολίτευση των ηθών. Αργησε πολύ η πολιτιστική αλλαγή. Εγώ το έζησα πολύ στη Σάμο. Τότε μπήκε και ο τουρισμός, ιδρύθηκε το πανεπιστήμιο. Το πολιτικό συνέπλευσε με το ιδιωτικό. Δεν μπορούσες να γυρίσεις την πλάτη σε όσα δημόσια συνέβαιναν.

– Η φιλία παίζει κεντρικό ρόλο στα διηγήματά σας, ενώ ο έρωτας υπάρχει ως υπαινιγμός και τα συναισθήματα βιώνονται μέσα από ένα φίλτρο.

– Με ενδιέφερε να περιγράψω τη σύγκρουση ανάμεσα στο ονειρικό και στο πραγματικό. Και έχετε δίκιο, οι περισσότεροι διαχειρίζονται δύσκολα τον έρωτα. Και εκεί δέχομαι αυτή την κριτική. Δεν μπορούν να διαχειριστούν τα προσωπικά τους, για αυτό βρίσκουν άλλου τύπου ελιξίρια. Κατά κύριο λόγο υπάρχει και έξω από τα διηγήματα στους περισσότερους ανθρώπους έλλειμμα διαχείρισης αυτών των συναισθημάτων. Αλλο το πώς τα αναλύουμε.

– Ως καθηγητής πώς βλέπετε τη σημερινή γενιά των 20άρηδων;

– Τα εγώ τους φαίνονται τσακισμένα. Ενώ όλος ο ιδεολογικός λόγος γύρω τους δοξάζει τη δύναμη της επιλογής και της προσωπικής απόφασης, οι νέοι αυτής της γενιάς μοιάζουν αδύναμοι να κάνουν μια δική τους επιλογή. Χρειάζονται περισσότερο καθοδήγηση. Χρειάζονται τους άξονες για να οικοδομήσουν τα θέλω τους. Είμαστε σε μια περίοδο φοβισμένη και αμήχανη που αντικαθιστά τη θρασύτητα και την επιθετικότητα των νέων του 1990-2000.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή