«Το πιο γλυκό φύσημα της Ηπείρου»

«Το πιο γλυκό φύσημα της Ηπείρου»

4' 20" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Κατά τον Μπένι Γκούντμαν, ο Τάσος Χαλκιάς ήταν «ο καλύτερος κλαρινίστας του πλανήτη». Ηταν τα λόγια που είπε σαν τον άκουσε να παίζει στου «Αλή Μπαμπά», ένα κέντρο της 8ης Λεωφόρου στη Νέα Υόρκη, τη δεκαετία του ’60. Ολη η ομογένεια περνούσε από ’κει. Εκείνο το βράδυ, όμως, ο διάσημος τζαζίστας μαζί με τον σκηνοθέτη Ρίτσαρντ Σεραφιάν ήθελαν κάτι ιδιαίτερο για την ταινία «Αντυ» που ετοίμαζαν. Ηταν ένα δραματικό φιλμ και ήθελαν ένα μοιρολόι ψυχής.

Για τους Ελληνες, ο Τάσος Χαλκιάς είναι «το πιο γλυκό φύσημα της Ηπείρου», από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες της δημοτικής μας παράδοσης. Από τους πιο αφοσιωμένους δεξιοτέχνες, που το έλεγε η καρδιά του σαν άγγιζε το κλαρίνο. Και να τώρα, 22 χρόνια μετά τον θάνατό του, ένα βιβλίο της Αννας Ι. Στεργίου με τίτλο «Τάσος Χαλκιάς: Το φύσημα του Θεού» (εκδόσεις Μιχάλη Σιδέρη), έρχεται να φωτίσει την προσωπικότητα του εξαιρετικού αυτού μουσικού και δημιουργού, μέσα από δημοσιεύματα, συνεντεύξεις του ίδιου, περιστατικά που διηγήθηκαν τα παιδιά του (Λάκης, Νίκη και Χρήστος).

Μυθιστορηματική αφήγηση από τη δημοσιογράφο – συγγραφέα που είναι γνωστό το πάθος της και ο σεβασμός της για την παράδοση και τους αυθεντικούς εκφραστές της, σε 383 σελίδες ξετυλίγει το πορτρέτο του Τ. Χαλκιά που γεννήθηκε στην Κρετσούνιστα Ιωαννίνων, αλλά μπήκε μικρός στα βάσανα σαν έχασε τεσσάρων ετών τον πατέρα του. Πέμπτος γιος του Πολυχρόνη Χαλκιά, έμαθε την τέχνη του τσαγκάρη, όμως πάνω απ’ όλα αγαπούσε τον ήχο του κλαρίνου. Στα έξι του, μάλιστα, έπεισε τη μητέρα του να του αγοράσει ένα, από πλανόδιο τσιγγάνο με αντάλλαγμα «έξι γίδες!»

Καημό καθώς είχε με τον ήχο του, έμαθε μόνος να παίζει. Αλλωστε, δεν ήθελε να βελονιάζει άλλο τσαρούχια. Ετσι έφτασε έφηβος στα αδέρφια του στην Αθήνα, ενώ η μητέρα του συμφώνησε να δίνει στον Κίτσο Χαρισιάδη 20 οκάδες καλαμπόκι και 500 δραχμές κάθε μήνα, για να τον προχωρήσει. Δεν χρειάστηκε. «Εσύ παίζεις καλά, δεν χρειάζεται να σου δείξω» αποφάνθηκε ο μουσικός.

Ο μικρός που στο μεταξύ είχε γοητευθεί από την ομορφιά της Αθήνας, τα νεοκλασικά, τους δρόμους, τους αμαξάδες, ενώ μάθαινε ρουμελιώτικα και πελοποννησιακά για να προχωρήσει, θαμπώθηκε από ένα καινούργιο κλαρίνο που είδε σε βιτρίνα του κέντρου. Ηταν από έβενο, του γαλλικού τύπου Buffet Crampon, κόστιζε 2.000 δρχ. και είχε λιγότερα κλειδιά από τα γερμανικά που έπαιζαν οι μπάντες. Ενα μήνα κοιμόταν αγκαλιά μ’ αυτό ο Τάσος Χαλκιάς πριν γίνει αποδεκτός από τις δυνάμεις της οικογένειας και φτιάξουν τα αδέρφια την κομπανία των Χαλκιάδων (Μήτσος, Φώτης, Κυριάκος, Νίκος, Τάσος).

Ζωή – περιπλάνηση

Εκτοτε η ζωή του ήταν μια μεγάλη περιπλάνηση, γεμάτη πανηγύρια, γάμους, κοσμικές ταβέρνες, υπόγεια μαγαζιά, παίξιμο ακόμη και σε σουνέτια, ραμαζάνια και μουσουλμανικούς γάμους. Σ’ έναν τέτοιο κάποτε, ένας μουσουλμάνος Αρβανίτης έριξε στην ορχήστρα 80 χρυσές λίρες! Του τα γύρισαν πίσω, κι εκείνος τους αποζημίωσε για την καλοσύνη. Ομως ο Τάσος Χαλκιάς έμαθε νωρίς ότι «η δύναμη της μουσικής και του χορού δεν γνώριζε Θεό ή Αλλάχ».

Το 1941 τραυματίστηκε, αλλά η χειρότερη εμπειρία του, ήταν ο θάνατος της γυναίκας και των δύο του παιδιών σε γερμανικό βομβαρδισμό. Τότε εντάχθηκε στον εφεδρικό ΕΛΑΣ στα Γιάννενα. Για καιρό διόρθωνε παπούτσια για τους αντάρτες στα βουνά. Γνώρισε όμως την Μαρίκα, που έγινε δεύτερη σύζυγός του κι απέκτησαν μαζί τρία παιδιά.

Στο μεταξύ η μεταπολεμική Ελλάδα προσπαθούσε να σταθεί όπως η Κομπανία των Χαλκιάδων που άρχισε πάλι να παίζει σε πανηγύρια, χαρές ακόμη και σε λύπες. Κλαρίνο πάνω σε… τάφο! Είχε αφήσει εντολή ο παππούς στον εγγονό, σαν παντρευτεί να ακούσει από το μνήμα το κλαρίνο των Χαλκιάδων.

Ο καιρός της δισκογραφίας ξεκίνησε το 1951 όταν ο Δημήτρης Σέμσης ή Σαλονικιός, το «φοβερό βιολί» που ανακάλυψε ο Τάκης Λαμπρόπουλος, τους κάλεσε στην «Κολούμπια». Στα χρόνια της Αμερικής (δύο ταξίδια) που ακολούθησαν, ηχογράφησε πάνω από 100 τραγούδια.

Το πρώτο ταξίδι 1958 με 1963 έγινε όσο ακόμη υπήρχε η βεντέτα των παραδοσιακών με τους μουσικούς του ρεμπέτικου και του λαϊκού. Ομως ο Γιάννης Παπαϊωάννου με τον οποίο κάθισαν στο ίδιο «πάλκο» και δωμάτιο όπως και ο Σταύρος Τζουανάκος τού ήταν αγαπητοί. Αλλά δεν άντεχε το ντουμάνι.

Φιλαδέλφεια, Βοστώνη, Ουάσιγκτον ήταν οι πόλεις που ακολούθησαν και ύστερα πάλι Ν. Υόρκη. «Διακόσια δολάρια και η χαρτούρα δική σου» του έταξαν οι Τοπούζηδες για να πάει στο μαγαζί τους. Σ’ αυτό γνώρισε τον Μπένι Γκούντμαν και χρειάστηκε να πιει «δύο ουίσκι μονοκοπανιά» για να του παίξει, σαν του είπαν ποιος είναι. Ο διάσημος τζαζίστας είδε πώς ακούγονται οι τραβηχτές νότες που έχουν αφετηρία την ηπειρώτικη και όχι τη βυζαντινή μουσική, και του έκανε δώρο δύο καλάμια και μια μπουκαδούρα για το κλαρίνο.

Η συνεργασία με τον Διονύση Σαββόπουλο έγινε σαν επέστρεψε από την Αμερική. «Τι να παίξω εγώ εκεί μέσα, στους μαλλιάδες;» απόρησε όταν τον κάλεσε το 1970 να παίξουν σε μπουάτ μαζί. Πηγαίνοντας συνάντησε τους: Δόμνα Σαμίου, Χρόνη Αηδονίδη, Αριστείδη Μόσχο. Στο «Κύτταρο» τον γνώρισε και ο Γιάννης Μαρκόπουλος.

Ντοκουμέντα

Φωτογραφίες και σημειώματα των Γιάννη Ρίτσου, Στέλιου Καζαντζίδη, Μίκη Θεοδωράκη, Μάνου Χατζιδάκι είναι ορισμένα από τα ντοκουμέντα της έκδοσης. Και οι αναμνήσεις του τραγουδιστή Λάκη Χαλκιά.

Ο μεγάλος του γιος τον θυμάται πως φρόντιζε το κλαρίνο «σαν ένα μωρό παιδί», πως έψαχνε μελωδίες, έγραφε στίχους, μελετούσε, πως έκλαιγε όταν άκουγε ηπειρώτικο μοιρολόι. Κι ο μικρός γιος, ο Χρήστος, διάλεξε σε cd 10 ηχογραφήσεις του πατέρα του (συμπληρώνουν την έκδοση), για όσους συγκινούνται από το αληθινό αίσθημα του κλαρίνου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή