Οι δύο μεγάλες σταθερές

3' 42" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η πολιτική περίοδος στην οποία μπαίνουμε κυριαρχείται από δύο σταθερές. Η πρώτη είναι η βελτίωση της οικονομίας και η δεύτερη η φθορά της κυβέρνησης.

Οπως έχω ξαναγράψει, η οικονομία έχει μπει, αργά μεν αλλά σταθερά, σε ανοδική τροχιά, πράγμα που επιβεβαιώνεται από όλους τους σχετικούς δείκτες. Για πρώτη φορά ύστερα από πολλά χρόνια, το ΑΕΠ αναμένεται αυτό το τρίμηνο να καταγράψει άνοδο. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως η βελτίωση αυτή θα έχει απαραιτήτως άμεσο ή σαφή αντίκτυπο, ούτε πως η ανεργία θα αρχίσει να φθίνει. Σημαίνει όμως πως βγαίνουμε πλέον από τη ζώνη κινδύνου και αυτό θα έχει σύντομα ουσιαστικές όσο και ψυχολογικές συνέπειες, ανεξάρτητα από το αν πολλοί αρνούνται να αποδεχθούν πως η αλλαγή αυτή έχει συντελεστεί.

Η μεγάλη ειρωνεία εδώ είναι πως η βελτίωση της οικονομίας όχι μόνο δεν θα περιορίσει τη φθορά της κυβέρνησης, αλλά θα την ενισχύσει, ενδυναμώνοντας την αντίληψη πως μια μεγάλη εκλογική κυβερνητική ήττα δεν θα έχει επικίνδυνες συνέπειες. Η αντίληψη αυτή δεν είναι απαραίτητα λανθασμένη. Οι εκλογές του Ιουνίου 2012 υπήρξαν το δημοψήφισμα που έκρινε την παραμονή της χώρας στην Ευρώπη, ενώ οι πρόσφατες ευρωεκλογές εξασφάλισαν  το  κεκτημένο  αυτό.  Η  αλήθεια είναι  πως  σήμερα η χώρα είναι πολύ πιο ασφαλής και αυτό μπορεί να είναι ίσως κακό για την κυβέρνηση, αλλά είναι αναμφίβολα καλό για τη χώρα.

Η φθορά της κυβέρνησης είναι συστημική και αναπόδραστη. Ο,τι και να κάνει, όπως και να προσπαθήσει, δεν πρόκειται να μεταβάλει το πολιτικό κλίμα προς όφελός της. Οι κραδασμοί που προκάλεσε ο ΕΝΦΙΑ δεν είναι δυνατόν να απορροφηθούν, ενώ οι ανακοινώσεις φοροελαφρύνσεων γίνονται αντιληπτές ως μια κακόγουστη προσπάθεια να συγκαλυφθεί το πρόβλημα. Ούτε όμως μια επιτυχής διαπραγμάτευση με τους δανειστές μας για το χρέος θα έχει κάποιο ουσιαστικό πολιτικό αντίκτυπο. Η μείωση της δημοτικότητας της κυβέρνησης θα συνεχίζεται και η κούραση του εκλογικού σώματος θα αυξάνεται. Τα λάθη της θα μεγεθύνονται και οι επιτυχίες της θα αγνοούνται.

Η κυβέρνηση Σαμαρά του 2014 θυμίζει έντονα την κυβέρνηση Ράλλη του 1981.

Το μόνο ουσιαστικό πολιτικό χαρτί της κυβέρνησης είναι η αποφυγή πρόωρων εκλογών μέσω μιας επιτυχούς προεδρικής εκλογής. Κάτι τέτοιο δεν είναι ανέφικτο, αν και η πιθανότητα να συμβεί είναι μάλλον μικρή. Αναμφίβολα, η αποφυγή νέων εκλογών θα κάνει καλό στην οικονομία, αφού θα απομακρύνει τους αναπόφευκτους κραδασμούς και το οικονομικό κόστος που πάντοτε συνεπάγονται. Αλλά ακόμη κι έτσι, το πολιτικό κλίμα δεν θα ανατραπεί. Αντίθετα, θα ενισχύσει τη φθορά της κυβέρνησης, που θα σέρνεται για μεγαλύτερο διάστημα.

Στη συγκυρία αυτή, η αξιωματική αντιπολίτευση πορεύεται με τον ίδιο τρόπο που πορεύονταν ώς τώρα όλες οι αντιπολιτεύσεις και που μπορεί να συνοψιστεί στο τρίπτυχο «εκλογές τώρα», «όλα όσα κάνει η κυβέρνηση είναι λάθος και πρέπει να ανατραπούν», και «λεφτά υπάρχουν». Αρκεί να διαβάσει κανείς τα οικονομικά μέτρα που πρότεινε πρόσφατα το οικονομικό του επιτελείο, για να καταλάβει πόσο ανέτοιμοι και  ανυποψίαστοι  είναι  οι  άνθρωποι. Το θετικό είναι πως με τη σταθεροποίηση της οικονομίας, ο κίνδυνος μιας κατάρρευσης έχει πιθανότατα ξεπεραστεί, όμως αυτό καθόλου δεν εγγυάται τη συνετή διαχείριση των ωφελειών που θα εξασφαλίσει στη χώρα η βελτίωση των οικονομικών της.

Αναμφίβολα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι αυτός που ήταν το 2012, αλλά η απαραίτητη (και αναπόφευκτη) μετάλλαξή του χρονίζει. Σήμερα αποτελείται από ένα συνασπισμό επικίνδυνων και άσχετων. Το ζητούμενο είναι  οι  επικίνδυνοι  να  απομονωθούν και οι άσχετοι να ωριμάσουν, μια  διαδικασία που έχει μεν ξεκινήσει αλλά θέλει χρόνο. Γι’ αυτό και έχει μεγάλη σημασία να ενισχυθούν οι κεντροαριστεροί σχηματισμοί που θα αποτελέσουν την άγκυρα μιας μελλοντικής κυβέρνησης συνασπισμού.

Το ερώτημα εάν η κυβερνητική φθορά οφείλεται σε αντικειμενικές δυσκολίες ή στη διαχείρισή τους, δεν έχει και τόση σημασία. Η απάντηση άλλωστε βρίσκεται στη μέση: οφείλεται και στα δύο. Το ερώτημα με την πραγματική σημασία είναι το τι μπορεί να κάνει η κυβέρνηση στην παρούσα συγκυρία, με δεδομένη τη φθορά της. Η απάντηση είναι πως πρέπει να πορευθεί με μεταρρυθμιστικό και όχι μικροπολιτικό γνώμονα, «κλειδώνοντας» όσα μέτρα γίνεται να κλειδωθούν και εξασφαλίζοντας έτσι την πολιτική και οικονομική ομαλότητα χωρίς τις οποίες είναι αδύνατη η μελλοντική ανάπτυξη και ευημερία.

Είναι πιθανό κάτι τέτοιο; Είναι γνωστό πως άμεση προτεραιότητα των πολιτικών είναι πάντα η επανεκλογή τους και γι’ αυτό δεν πρέπει να περιμένουμε θαύματα. Από την άλλη όμως, κάποιοι μέσα στην κυβέρνηση ίσως διαβλέπουν πως το παιχνίδι δεν παίζεται με γνώμονα τις επόμενες εκλογές αλλά τις μεθεπόμενες. Επομένως, το πώς θα διαχειριστεί τα πράγματα η κυβέρνηση από δω και πέρα αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα τόσο για την ίδια όσο και για τη χώρα.

* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή