Από τα αρχαία, στον Σήφη… all inclusive

Από τα αρχαία, στον Σήφη… all inclusive

4' 2" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο ιστορικός του μέλλοντος θα κληθεί, ίσως, να μελετήσει το παράδοξο φαινόμενο της όψιμης βιομηχανικής επανάστασης, που φέρεται να συντελείται στην Ελλάδα (και μόνον στην Ελλάδα) τα τελευταία 30 χρόνια. Το έργο του θα είναι μάλλον κοπιώδες, γιατί οι εγχώριες βαριές βιομηχανίες –του πολιτισμού και του τουρισμού, φυσικά– θα αντιστέκονται στους παραδοσιακούς ορισμούς περί εκβιομηχάνισης. Ας ελπίσουμε ότι τότε, ο αμήχανος αυτός ιστορικός θα συνυπολογίσει, με καλοπροαίρετο τρόπο, μια κεφαλαιώδους σημασίας παράμετρο: την ιδιοσυγκρασιακή σχέση που έχουμε ως λαός με την πραγματικότητα, η οποία εδράζεται όχι τόσο στις πράξεις, όσο στα λόγια.

Αυτή η –μελαγχολική, φευ– σκέψη μού έφερε στον νου ένα κλασικό κείμενο της φιλοσοφίας της γλώσσας, το βιβλίο του Τζον Οστιν «How to do things with words» (στα ελληνικά: «Πώς να κάνουμε πράγματα με τις λέξεις», Βιβλιοπωλείο της «Εστίας», 2003). Στο εν λόγω μελέτημα ο Οστιν συνδέει τη γλωσσική λειτουργία με την πραγματικότητα και αναδεικνύει την οργανική σχέση μεταξύ λόγου και πράξης. Η γλώσσα, υποστηρίζει ο Οστιν, δεν έχει απλώς τη δυνατότητα να περιγράφει, αλλά αποτελεί δυναμικό παράγοντα της καθημερινής ζωής και μπορεί να συνιστά, εν μέρει, πράξη. «Σας ευχαριστώ» – την ίδια στιγμή που το λέω, το πράττω.

Ο συνειρμός αυτός έχει την ταπεινή πρόθεση να βοηθήσει τον προαναφερθέντα ιστορικό του μέλλοντος να βγει από την αμηχανία του. Στην ελληνική βερσιόν της θεωρίας του Οστιν, που θα μπορούσε να έχει τον τίτλο «How not to do things with words» (Πώς να ΜΗΝ κάνουμε πράγματα με τις λέξεις) ο λόγος υποκαθιστά την πράξη – ή, μάλλον, την καθιστά αχρείαστη. Κορυφαίο παράδειγμα, η δημοφιλής φράση «Ο πολιτισμός είναι η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας», που μπήκε στη ζωή μας στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Μπορεί να μας διαφεύγει μέχρι και σήμερα η μετρήσιμη και πρακτική επίδρασή του στην πραγματικότητα, στην πολιτιστική παραγωγή και στην οικονομία, ωστόσο το εθνικό σλόγκαν αποδείχθηκε ανθεκτικό και επικράτησε απλώς και μόνον διά της στομφώδους επανάληψης. Επί της ουσίας, μετατράπηκε από δήλωση σε παραδοχή, μια διαπίστωση που αυτομάτως ταυτιζόταν με την πραγματικότητα, με αυτό που ήδη «είμαστε» χωρίς να χρειάζεται παραπάνω κόπος – αυτό που κάποιοι άλλοι, ξένοι και αδαείς, καλούνταν, επιτέλους, να ανακαλύψουν.

Επάνω στη «βαριά βιομηχανία του πολιτισμού» στρογγυλοκάθησε ολόκληρο το πολιτικό σύστημα, καθώς και, σε πολύ μεγάλο βαθμό, οι άνθρωποι και οι φορείς του πολιτισμού. Το ιδεολόγημα που δημιουργήθηκε κατέστησε την ενασχόληση με τα πολιτιστικά πολύ «τρέντι», ενώ το υπουργείο Πολιτισμού αναδείχθηκε σε μαγαζί-γωνία. Κι αν έλειψε κάποιο συγκεκριμένο και συγκροτημένο εθνικό σχέδιο, κι αν δεν διαμορφώθηκε ποτέ, έστω, μια κοινώς αποδεκτή έννοια του πολιτισμού στη σύγχρονη Ελλάδα, ποιος ήθελε να χαλάσει το γενικότερο κλίμα ευμάρειας και ευδαιμονίας με τέτοιες μίζερες προσεγγίσεις;

Η όψιμη αυτή (πολιτιστική) εκβιομηχάνιση της χώρας αποτέλεσε μια θαυμάσια ευκαιρία για τους εκφραστές, αλλά και τους οπαδούς του πολιτικού βερμπαλισμού και του παρεπόμενου πολιτικού μαξιμαλισμού. Οσοι μονίμως παραπονούνται για την υποχρηματοδότηση του πολιτισμού θα πρέπει, νομίζω, να μετρήσουν καλύτερα. Από τη δεκαετία του ’80 και μέχρι την πρόσφατη οικονομική κρίση, παρατηρείται μια υπερεπένδυση στον πολιτισμό (όπως τον εννοούσε, κατά καιρούς, η συγκυρία ή ο εκάστοτε αρμόδιος). Πολλά κονδύλια –εύλογα ή έκτακτα, άμεσα ή έμμεσα, από το υπουργείο Πολιτισμού ή από τους ειδικούς για πολιτιστικές εκδηλώσεις λογαριασμούς άλλων υπουργείων, από ευρωπαϊκά προγράμματα (πολιτιστικά ή «αναπτυξιακά»)– επενδύθηκαν ή «επενδύθηκαν» σε σοβαρούς ή μη καλλιτέχνες, σε καλλιτεχνικές εκδηλώσεις κάθε είδους, σε υποδομές χρήσιμες, πολύτιμες ή απλώς φαραωνικές, σε μέγαρα, θέατρα, αίθουσες πολιτισμού, μαρμάρινα φουαγιέ, πολυχώρους, αναπλάσεις, αναπαλαιώσεις, ανακαινίσεις, εξοπλισμούς… σε καθιερωμένους ή θνησιγενείς θεσμούς, σε φιέστες, σε ειλικρινή καλλιτεχνικά οράματα, αλλά και σε τσαρλατάνους. Μια βαριά βιομηχανία επιδοτούμενη – α λα ελληνικά.

Υστερα ήρθε η χρεοκοπία, στέρεψαν οι (κρατικοί) πόροι, πάγωσε η τσιμινιέρα. Ακολούθησε μια σύντομη και αμήχανη μετα-βιομηχανική εποχή (πάντα στην ελληνική βερσιόν), όπου κατέστη σαφές πως το αχτύπητο δίδυμο βερμπαλισμός – μαξιμαλισμός είχε δημιουργήσει μια πολιτιστική «φούσκα», έναν μη βιώσιμο υπερτροφικό τομέα, δυσανάλογο του μεγέθους και των δυνατοτήτων της χώρας. Και τότε, άρχισαν οι Κινέζοι να παντρεύονται στην Κρήτη. Ποιος, με τα σωστά του, θέλει να αφήσει τον γάμο για να πάει στα πουρνάρια; Αρον-άρον οι συνήθεις ύποπτοι προσχώρησαν στο (όχι και τόσο καινούργιο) δόγμα της λατρείας του τουρισμού, ενώ ο πολιτισμός, από βαριά βιομηχανία μετατράπηκε σε βαριά υποχρέωση, μια ενοχλητική πηγή αιτημάτων και ελλειμμάτων.

Ο τουρισμός είναι, πλέον, η βαριά βιομηχανία της χώρας – το εμπεδώσαμε και προχωράμε στο μέλλον με ομοψυχία. Ολοι, ανεξαιρέτως, θέλουν να μετέχουν αυτού του οράματος με τις ιδέες και τις προτάσεις τους. Προς το παρόν, βέβαια, επικρατεί μια βιομηχανική all inclusive αντίληψη, με τον ιδεατό τουρίστα να επισκέπτεται μακεδονικούς τάφους το πρωί, να ταΐζει κοτομπουκιές τον Σήφη τον Κροκόδειλο το μεσημέρι και να λύνει γρίφους στα Δωμάτια Απόδρασης το βράδυ. Ποιος ξέρει… Ισως αυτή τη βιομηχανία να την κάνουμε πράγματι βαριά. Ισως πάλι, κατά τον προσφιλή μας τρόπο, να την ονοματίζουμε «βαριά» στο διηνεκές, χωρίς να είναι, ελπίζοντας ότι κανείς δεν θα το προσέξει. Σε κάθε περίπτωση, ο ιστορικός του μέλλοντος για ένα πράγμα θα είναι σίγουρος: εμείς, αυτό που λέμε, το κάναμε.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή