«Φοβόμουν μη με πουν ρατσιστή»

«Φοβόμουν μη με πουν ρατσιστή»

3' 36" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

GILLES MARTIN-CHAUFFIER
Το Παρίσι εν καιρώ ειρήνης
μτφρ.: Γιάννης Στρίγκος
εκδ. ΠΟΛΙΣ, σελ. 374

«Πιστεύω πράγματι ότι το ισλάμ είναι ακίνδυνο; Από πότε άρχισα να φοβάμαι μια συγκεκριμένη θρησκεία; Θέλω δίπλα μου ανθρώπους που προσεύχονται στον Αλλάχ; Γυναίκες με μπούργκα ή με νικάμπ ή όπως αλλιώς το λένε; Είναι σωστό να μη θέλω; Επιτρέπεται να το πω; Δεν επιτρέπεται να το πω. Δεν είναι σωστό να το νιώθω…». Ο Gilles Martin-Chauffier στο νουάρ μυθιστόρημα «Το Παρίσι εν καιρώ ειρήνης» (εκδόθηκε το 2011, μεταφράστηκε τον Μάιο του 2014 στις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ) περιγράφει εικόνες σχεδόν προφητικές, τουλάχιστον για όσους δεν συναισθάνθηκαν στο παραμικρό τους κλυδωνισμούς, τις ψυχικές διακυμάνσεις, την πραγματικότητα μιας δοκιμαζόμενης, εν καιρώ ειρήνης, κοινωνίας. Στο βιβλίο περιγράφονται φανταστικά γεγονότα και αναπτύσσονται διάλογοι που εύκολα συνδέονται τόσο με τις αντιδράσεις των πολιτών και των Αρχών του Rotherham όσο και με τις πρόσφατες αντιδράσεις των Γάλλων, μετά τον αποκεφαλισμό του Γάλλου ομήρου από παρακλάδι του ISIS στην Αλγερία. Θυμίζουν τον εσωτερικό μονόλογο ανθρώπου μάλλον καλού και σίγουρα μπερδεμένου που κουρασμένος από τις θεωρίες, αφού δεν μπορεί να τις συνταιριάξει με την καθημερινότητά του αναζητεί μια βάση συνύπαρξης… κάπως συμφέρουσα και… κάπως δίκαιη. […] Εχω βαρεθεί πια να παίρνω μαθήματα κοινωνικής ένταξης από δημοσιογράφους ή πολιτικούς της Αριστεράς που δεν έχουν κανέναν Αραβα στη συντακτική τους ομάδα ή στα διοικητικά τους όργανα […]

Ενας ατέρμονος εσωτερικός μονόλογος μπορεί να προκληθεί εκεί όπου ανιχνεύεται ειλικρινής πρόθεση. Εκεί όπου κάποιος θα αναζητήσει τα όρια της συλλογικής ανοχής και του προσωπικού ρατσισμού. Δεν σημαίνει ότι τα όρια της συλλογικής, κοινωνικής ανοχής ταυτίζονται με το άθροισμα των προσωπικών αντιλήψεων, ρατσιστικών ή μη. Οι νόμοι και το κατά γενική ομολογία «ηθικώς αποδεκτό» είναι, τελικώς, αυτό που θα δημιουργήσει το πλαίσιο συμβίωσης με το «διαφορετικό». Είναι ο συνδυασμός όλων αυτών που θα χαρακτηρίσει μια κοινωνία ως ανεκτική απέναντι στη διαφορετικότητα.

Το πρόβλημα είναι ότι αυτό που ως πολιτικά ορθό, ως «ηθικώς αποδεκτό» καθοδηγούσε στα δαιδαλώδη μονοπάτια τις πολυπολιτισμικές κοινωνίες όπως αυτές της Γαλλίας και της Αγγλίας, (εκπαιδευμένες εξάλλου λόγω των αποικιών) φαίνεται ξεπερασμένο από τη ζωή την ίδια. Ισως και από την «ακραία χρήση» του, πιθανώς αναγκαία στον καιρό της, προκειμένου να σταθεί εμπόδιο σε αναμενόμενες ρατσιστικές τάσεις που προκαλούσε η αύξηση των ξένων στις πόλεις και δη ξένων σε μια ολόκληρη δυτική κοσμοαντίληψη.

Ετσι, όλο και περισσότερες φωνές-πραγματικές ή λογοτεχνικές- επισημαίνουν την ανάγκη επαναπροσδιορισμού ενός πολιτικά ορθού λόγου που θα συμπεριλάβει στο περιεχόμενό του ένα σωτήριο ρεαλισμό. Αυτόν που θα αποδέχεται τα προβλήματα που δημιουργεί η διαφορετικότητα -θρησκευτική ή φυλετική- χωρίς να κινδυνεύει να εξοβελιστεί ως ρατσιστικός, ως προκατειλημμένη συμπεριφορά. Που δεν θα ταυτίζεται με τον φασισμό των ακροδεξιών μορφωμάτων, δεν θα τους κάνει δώρο αυτόν τον σωτήριο ρεαλισμό ως βάση προσέλκυσης ψηφοφόρων και νεολαίων, που θα αποδέχεται σε πλαίσια διαλόγου τη διατύπωση ενός άλλου προβληματισμού.

«Φοβόμουν μη με πουν ρατσιστή» απολογήθηκε ένας από τους αστυνομικούς μετά την αποκάλυψη της φρικιαστικής σεξουαλικής εκμετάλλευσης μικρών κοριτσιών (Αγγλίδων και από την Αραβία) από μετανάστες Πακιστανούς και Ασιάτες στο Rotherham της Αγγλίας και μετά από 16 χρόνια αδιαφορίας ή ανοχής ή φόβου πολιτών και Αρχών. Και άλλοι αξιωματικοί, όμως, επιφορτισμένοι με το καθήκον προστασίας της τοπικής κοινωνίας εξομολογήθηκαν ότι «δεν ήταν καθαρό, δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι απ’ ό,τι θα έλεγαν ή θα έκαναν μπορούσε να θεωρηθεί ρατσιστικό»! Οι καταγγελίες, συνεπώς, δεν εξετάζονταν με βάση τα γεγονότα αλλά υπό το πρίσμα παραμορφωτικών και παραμορφωμένων από την υπερβολική χρήση και εκμετάλλευση, «πολιτικώς ορθών» κοινωνικών φακών. Δεν γίνονταν δεκτές ως καταγγελίες εναντίον ανθρώπων αλλά ως καταγγελίες εναντίον ανθρώπων συγκεκριμένης φυλής και θρησκεύματος, όπερ με την αντίστροφη προκατάληψη να διαστρεβλώνει εξαρχής την πραγματικότητα. Διαβάζουμε στο βιβλίο: «Αν δεν έχουμε αξιόπιστες στατιστικές, φταίει το ότι ενάρετες ψυχές σαν κι εσένα βλέπουν τα αρχεία του Βισί πίσω από κάθε πόρτα και έχουν ανακηρύξει σε ταμπού οποιαδήποτε σοβαρή απογραφή όσων ζουν στη Γαλλία. Ο τρόπος της σκέψης σου είναι πολύ απλός: συνίσταται προπάντων στο να μην κοιτάς την πραγματικότητα κατάματα. Διότι η αλήθεια είναι πως ο αριθμός 20% είναι μια διπλωματική αβρότητα για να μην ανοίξει η όρεξη της Διεθνούς Ομοσπονδίας κατά του Ρατσισμού και του Αντισημιτισμού, του Μετώπου της Δεξιάς και όλων αυτών που έχουν κάνει τους μετανάστες το αγαπημένο τους παιχνίδι […] Είχα πει ακριβώς τα αντίθετα λίγες μέρες νωρίτερα στην υστερική φαρμακοποιό. Ενώ εκείνη καταριόταν τους Αραβες κακοποιούς που την έκαναν έξαλλη, είχα μιλήσει για τους αναρίθμητους «Αραβοαστούς» που είχαν φτιάξει τη ζωή τους στη χώρα μας […]».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή