Φεύγουσες κόρες μονολογούν

Φεύγουσες κόρες μονολογούν

3' 7" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Φεύγουσα κόρη

(βασισμένη στο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Μια ψυχή»)

σκην.: Μίρκα Γεμεντζάκη

θέατρο: Φούρνος

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ

4ος όροφος

σκην.: Απόστολος Φράγκος

θέατρο: Προσωρινός

Πριν καλά καλά αρχίσει η σεζόν, μετρώ 15 μονολόγους ανάμεσα στις 1.000 (!) παραγωγές που θα παρουσιαστούν φέτος στις θεατρικές σκηνές (επ’ αυτού προτείνω βραβείο ακάματης θεατρο/μουσικο-ορχηστικής και κινηματογραφικής παρουσίας στον Γιώργο Σαρηγιάννη!). Μεταξύ των 15 υπάρχουν μονόλογοι-σταθμοί που επαναλαμβάνονται συχνά ή που δεν έχουν λείψει καμιά χρονιά από το ρεπερτόριο.

Από το 2005, που πρωτοπαρουσιάστηκε στην Πάτρα, ώς φέτος στο θέατρο Φούρνος, η «Φεύγουσα κόρη», αυτή η λογιο-λαϊκή συμφωνία για λόγο, φωνή, σώμα, ένα κλαρίνο και μια καρέκλα δεν έπαψε να συγκινεί, να συνταράζει, να συναρπάζει το κοινό όπου κι αν παρουσιάστηκε στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό. Με καθοδήγηση της, πέρσι εκλιπούσας, σκηνοθέτου Μίρκας Γεμεντζάκη, μοναδικής δασκάλας φωνής, αναπνοής, τεχνικών, υποκριτικής τραγουδιού και λόγου, η Ρηνιώ Κυριαζή ξεδίπλωσε τα ερευνητικά, συγγραφικά μα ιδίως σκηνικά της ταλέντα γενόμενη η ίδια το αεικίνητο, ομιλούν σώμα, οι παραλλάσσουσες φωνές και ο πολυκύμαντος λόγος αυτής της μοναδικής συμφωνίας όπου γύρω από έναν στέρεο, λογοτεχνικό καμβά πλέκονται λαϊκά παραμύθια, νανουρίσματα, μοιρολόγια, ήχοι, γυρίσματα, τσακίσματα, παιχνιδίσματα της γλώσσας, των ρυθμών, της ντοπιολαλιάς, της φωνής, των σιωπών.

Καμβάς της παράστασης, το σπαραχτικό διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Μια ψυχή», γραμμένο το 1891 για την όμορφη, πρόσχαρη, φιλομαθή κι ευγενική Αγγελικούλα που πέθανε στα 14 της, μάλλον όχι επειδή «την αποφάσισ’ ο γιατρός», όπως «μετά σκληράς αναλγησίας, θλιβερωτέρας παντός ψυχικού σπαραγμού» ανήγγειλε ο «δεκαεξαέτης έφηβος» αδελφός της. Η φράση αυτή κίνησε τον συγγραφέα να γράψει το πρώτο μέρος του διηγήματος ενώ στο δεύτερο ακολουθεί και καταγράφει μ’ αισθαντική παρατηρητικότητα την κηδεία και ταφή της «παιδίσκης».

Στο τρίτο μέρος, απ’ όπου και ο τίτλος, μια χρυσόπτερη πεταλουδίτσα στον νεκροθάλαμο του παιδιού, πλάι στο ακοίμητο καντήλι, κάνει την απαρηγόρητη μάνα να την εκλάβει ως τη ψυχή της νεκρής, ενώ άμα αυτή εξαφανιστεί μετά τρεις νύχτες νιώθει τη φυγή της ως καινούργιο, προσωπικό πένθος. Ο Παπαδιαμάντης γράφει ένα από τα θεατρικότερα, και όχι μόνο λόγω των πολλών διαλόγων, διηγήματά του.

Η παράσταση αρχίζει με τον θρηνητικό ήχο του κλαρίνου που παίζει ζωντανά, με ανεπιτήδευτη αυστηρότητα ο Μανούσος Πλουμίδης, εισαγωγή σ’ ένα λαϊκό παραμύθι καθόδου/μετάβασης σε άλλο κόσμο όπου θριαμβεύει στο τέλος η αγάπη. Αφιέρωμα στην Αγγελικούλα, που πέθανε ανέραστη.

Μαζί με την αγάπη θριαμβεύει όμως και η μοναδική απόδοση του Ηπειρώτικου ιδιώματος από την Κυριαζή με όλα τα ποιητικά και διαλογικά σκέρτσα μιας φωνής που γίνεται πολλές, και είναι έτοιμη κάθε στιγμή ν’ ανελιχθεί σε τραγούδι. Ντυμένη μ’ ένα απέριττο φόρεμα/χιτώνα, φωτισμένη διακριτικά από τον Δημήτρη Μπακάλμπαση, η Ρηνιώ Κυριαζή γίνεται πράγματι κάποιες στιγμές η μαρμάρινη «Φεύγουσα Κόρη» της Ελευσίνας, πρωθιέρεια για όλες τις Περσεφόνες που προσπαθούν να ξεφύγουν από τον Αδη για να ξαναγυρίσουν στην αγκαλιά της μάνας τους, της ρίζας τους και της πρωτολαλιάς τους.

Από τον τέταρτο…

Την άλλη «φεύγουσα κόρη» την… έριξε, δυστυχώς, από τον 4ο όροφο, ο σκηνοθέτης της Απόστολος Φράγκος. Που επίσης μαθήτευσε, μεταξύ άλλων δασκάλων, στη Μίρκα Γεμεντζάκη μα προφανώς οδήγησε σε αντίθετη κατεύθυνση τα διδάγματά της πάνω στο λόγο, τις αναπνοές, την υποκριτική, την κίνηση.

Η ιδέα του, μια πτώση –ηθελημένη ή τυχαία– νεαρής κοπέλας από τον 4ο όροφο και σκέψεις πάνω στον θάνατο, στη φθορά, στη μνήμη κ.α. Μονόλογος εμπνευσμένος από κείμενα ξένων και Ελλήνων, αποσπάσματα των οποίων ακούμε δίχως ειρμό, άποψη ή συνάρτηση, από την ηθοποιό, ποιήτρια και επίσης σκηνοθέτη Ειρήνη Μαργαρίτη. Μια γοητευτική παρουσία με σκηνικά προσόντα, που αντί υποκριτικής υπάκουσε σε αναίτιους, παλαιομοντέρνους τρόπους εκφοράς λόγου συγκόπτοντας, αναιρώντας, επαναλαμβάνοντας λέξεις, φράσεις, ψιθύρους ή μιλώντας σε ακροβατικές στάσεις για τις σκέψεις ή τον θάνατό της, χαμογελώντας κάποτε, ξαπλώνοντας σε στρώματα, στοίβες βιβλίων και καναπέδες, και παραλείποντας επιμελώς οποιαδήποτε ζωντάνια, συναίσθημα, ενδιαφέρον στο ανέκφραστο πρόσωπο και στο κομψό της σώμα. Κάτι που ίσως να κινούσε στον αμήχανο θεατή, το ελάχιστο ενδιαφέρον.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή