Ο Ντεπαρντιέ σοκάρει ξανά

9' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Υστερα από 50 χρόνια καριέρας, 198 ταινίες και συγκλονιστικές ερμηνείες στο ενεργητικό του, κανείς δεν αμφισβητεί πως ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ ανήκει πλέον στις θρυλικές μορφές του γαλλικού σινεμά δίπλα στους Γκαμπέν, Ντελόν και Μπελμοντό. Οι Γάλλοι, όμως, θεωρούν πως ο Ζεράρ έχει κάτι παραπάνω. Είναι ο ίδιος ένα κοινωνικό φαινόμενο… Αν και Ρώσος πολίτης από το 2013, παραμένει ένα από τα πιο εξαγώγιμα «προϊόντα» της χώρας. «Μπορεί να έχει σλαβική ψυχή και βελγικό πορτοφόλι, αλλά ενσαρκώνει την επιτυχία της γαλλικής κουλτούρας», έγραψε πριν από λίγες ημέρες το Paris Match. Πληθωρικός, ασυμβίβαστος, προκλητικός, ο Ντεπαρντιέ παραμένει ένας πραγματικός bon viveur, που ζει τη ζωή στην υπερβολή, με πλήρη ελευθερία, όπως έμαθε από μικρό παιδί, «να οδηγείται μόνο από την εσωτερική του φωνή»…

Κατά καιρούς έχει μιλήσει για όλα – ή έτσι νομίζαμε: τα χρήματα, τις γυναίκες, τη θρησκεία, τους πολιτικούς, τα προβλήματα υγείας, τις κρίσεις του, τα δεκάδες χρόνια ψυχανάλυσης και το πάθος του για το κρασί. Πρόσφατα αποκάλυψε πως ο εθισμός του στο αλκοόλ φτάνει τα 14 μπουκάλια την ημέρα. Μια συνήθεια σχεδόν αυτοκτονική, καθώς το υπέρβαρο σώμα και το πενταπλό by pass δεν αφήνουν περιθώρια για τέτοιου είδους καταχρήσεις.

Αυτήν τη φορά όμως ο 65χρονος ηθοποιός ένιωσε την ανάγκη να εξομολογηθεί με μια αυτοβιογραφία που σοκάρει, θέλοντας ίσως έτσι να ξορκίσει τους δαίμονες του παρελθόντος. «Ca s’est fait comme ça» (Ετσι συνέβη) είναι ο τίτλος του βιβλίου που βρίσκεται ήδη στα γαλλικά βιβλιοπωλεία. Με γλώσσα ωμή και διάλεκτο αργκό, ο θρυλικός «Συρανό» δεν διστάζει να βγάλει στη φόρα οδυνηρές οικογενειακές και ένοχες προσωπικές στιγμές, που κάθε άλλος θα ήθελε να αποκρύψει…

«Δεν έπρεπε να έχω γεννηθεί»

Μεγαλωμένος μέσα σε απερίγραπτη φτώχεια, ο Ντεπαρντιέ ήταν το τρίτο από τα έξι παιδιά μιας άπορης οικογένειας από το Châteauroux της κεντρικής Γαλλίας, με πατέρα μέθυσο και αγράμματο με το παρατσούκλι «Dédé» -αφού το γράμμα D ήταν το μόνο που ήξερε να γράφει- και μητέρα δυστυχισμένη που προσπάθησε να τερματίσει βίαια την εγκυμοσύνη της.  «Δεν έπρεπε να έχω γεννηθεί. Επέζησα παρ’ όλη τη βία που η καημένη η μητέρα μου προκάλεσε στον εαυτό της με βελόνες πλεξίματος, σε μια προσπάθεια να σκοτώσει το έμβρυο μέσα της», λέει. «Δεν είχε όμως τύχη, ο Θεός αποφάσισε πως έπρεπε να ζήσω». Οταν μεγάλωσε, η ίδια του εκμυστηρεύτηκε την πράξη της. «Και να σκεφτεί κανείς ότι κόντεψα σχεδόν να σε σκοτώσω εσένα. Δόξα τω Θεώ όμως που ήρθες», του έλεγε στοργικά…

Τα χρήματα ήταν ελάχιστα και οι συνθήκες διαβίωσης άθλιες. «Ο Dédé μάς μαγείρευε πνευμόνια, το φαΐ που δίνουν στους σκύλους και τους φτωχούς». Οι γέννες γίνονταν μέσα στο σπίτι, με τον επτάχρονο Ζεράρ να βοηθά τη μαία να ξεγεννήσει την αδελφή του. Στη γειτονιά ήταν ανεπιθύμητος, «οι μαμάδες απαγόρευαν στα παιδιά τους να παίξουν μαζί μου» και οι δάσκαλοι τον περιφρονούσαν. «Ημουν το φτωχότερο παιδί της τάξης, το μοναδικό που δεν μπορούσε να παραμείνει στη μελέτη – αφού κόστιζε πέντε φράγκα. Παράτησα το σχολείο γιατί με κατηγόρησαν για μια κλοπή που δεν διέπραξα». 

«Αρεσα στους ομοφυλόφιλους»

Ο Ζεράρ περιπλανιέται πλέον στους δρόμους χωρίς κανείς να τον αναζητά. Ενα βράδυ στο λούνα παρκ της περιοχής,  «κάτι τύποι σαν τον Λίνο Βεντούρα» τον πλησιάζουν με σκοπό να ασελγήσουν πάνω του. Εκείνος δέχεται για λίγα γαλλικά φράγκα… Τα λόγια του σοκάρουν. «Ημουν 10, έμοιαζα όμως με 15. Συνειδητοποίησα πως άρεσα στους ομοφυλόφιλους και, όταν με πλησίαζαν ζητώντας μου σεξ, ζητούσα για αντάλλαγμα χρήματα».

Από κει και πέρα ο δρόμος της παρανομίας είναι η μόνη επιλογή. Ναρκωτικά, λαθρεμπόριο, κλοπές,  ξυλοδαρμοί, πορνεία… Ως «συνοδός αντρών» αργότερα ληστεύει συχνά τους πελάτες του. «Είχα μια στρατιά από άντρες πίσω μου! Κάποιους νταήδες τούς χτυπούσα, τους έκλεβα και έφευγα με όλα τους τα λεφτά». Στα 16 του εκτίει τρίμηνη ποινή φυλάκισης για κλοπή αυτοκινήτου. Ο ψυχολόγος της φυλακής θα του πει ότι έχει χέρια γλύπτη. Η φράση θα αποδειχθεί προφητική. Χρόνια αργότερα, θα ενσαρκώσει τον γλύπτη Ροντέν στην ταινία «Καμίλ Κλοντέλ».

Η εγκληματική του δραστηριότητα συνεχίζεται στο Παρίσι. Κλέβει χρήματα μέχρι και από τους διαδηλωτές που κοιμούνται στους δρόμους τον Μάη του 1968. Στα 20 του είναι πια ένας άνθρωπος του υποκόσμου, μέχρι που η τύχη φέρνει μπροστά του τον Michel Pilorgé, έναν φίλο που τον καλεί να παρακολουθήσει μαζί του πρόβα σε σχολή θεάτρου. Και εκεί αρχίζουν όλα… Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Lucien Arnaud θα γοητευτεί από το ιδιόμορφο physique του, τα σκληρά χαρακτηριστικά, τη μύτη μποξέρ, τα μακριά μαλλιά. Ο διευθυντής της σχολής, εντυπωσιασμένος με τη σειρά του, θα του επιτρέψει να παρακολουθήσει τα μαθήματα δωρεάν… Η τέχνη θα τον λυτρώσει και τα λόγια του Μολιέρου από τον «Δον Ζουάν» θα καταφέρουν να «σκοτώσουν» ακαριαία τον «κακοποιό που ζούσε μέσα του».

Το αλκοόλ, οι γυναίκες και τα φαντάσματα

Μέσα σε αυτόν το βομβαρδισμό αποκαλύψεων μαθαίνουμε και μία ακόμη συνήθειά του. «Μιλάω με τους νεκρούς», γράφει. «Οι άνθρωποι που με συντρόφευσαν στα γέλια, στους καβγάδες, στην αγάπη δεν έχουν πεθάνει. Είναι εδώ γύρω μου διαρκώς και συζητάμε»… Ανάμεσά τους η αγαπημένη του Μαργκοτόν (Μαργκερίτ Ντιράς), ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, ο Μορίς Πιαλά και φυσικά ο γιος του Γκιγιόμ, που πέθανε από πνευμονία το 2008, σε ηλικία μόλις 37 ετών. Στο ρόλο του πατέρα παραδέχεται πως δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί. Με τον Γκιγιόμ -ηθοποιός, που όσο ζούσε ακολουθούσε τα στραβοπατήματα του πατέρα του (ναρκωτικά, κλοπές, φυλακή)- δεν κατάφερε να δεθεί. «Μου πήρε καιρό να τον καταλάβω. Δεν ήξερα πώς να ανταποκριθώ. Δεν έβρισκα τις λέξεις. Ξέρω πώς να λέω τα λόγια των άλλων, αλλά, όταν πρόκειται για τα δικά μου, εγώ είμαι ο γιος του “Dédé”».

Αν και αρνείται πως έχει πρόβλημα αλκοολισμού -οι αλκοολικοί δεν μεθούν ποτέ, ισχυρίζεται-, πίνει μέχρι τελικής πτώσεως, όχι επειδή είναι λάτρης του γαλλικού κρασιού και ειδικά του Château de Tigné που παράγει ο ίδιος, αλλά για να λυτρωθεί από τις εμμονές του. «Εχω ψύχωση με τους θορύβους του σώματός μου, το χτύπο της καρδιάς μου, το γουργούρισμα των εντέρων μου, τον ήχο που κάνουν οι αρθρώσεις μου. Είναι τόσο μεγάλη η φοβία μου που, όταν είμαι ολομόναχος σε ξενοδοχείο, πρέπει να πίνω συνεχώς για να μην τους ακούω και τρελαθώ. Δεν μπορώ να κοιμηθώ, εκτός κι αν είμαι απόλυτα μεθυσμένος, σαν νεκρός».

Ο Ζεράρ μιλάει και για τις γυναίκες που σημάδεψαν τη ζωή του, τους επώδυνους χωρισμούς. «Elizabeth, Karin, Carole… όλες τις έχω αγαπήσει. Φυσικά και υπέφερα μετά από κάθε χωρισμό και αυτό μπορεί να διαρκούσε πολύ – ένα, δύο ή και τρία χρόνια. Ενιωθα απαίσια», αναφέρει. Για τον 10ετή μεγάλο έρωτά του με την ηθοποιό Καρόλ Μπουκέ αρκέστηκε να αποκαλύψει πως παραλίγο να αποκτήσουν ένα παιδί…

«Με τον Πούτιν μοιάζουμε»

Πριν από δύο χρόνια ο Ντεπαρντιέ, διαμαρτυρόμενος για την υπερφορολόγηση στα υψηλά εισοδήματα που επέβαλε ο Ολάντ, αυτοεξορίστηκε στο Βέλγιο, ενώ λίγους μήνες αργότερα βρήκε στη Ρωσία τη δεύτερη πατρίδα του. «Αυτή η τεράστια χώρα μού ταιριάζει, γιατί εγώ αισθάνομαι και Ρώσος. Νιώθω καλά μέσα σε αυτήν τη μείξη πνευματικότητας και σάρκας των “Αδελφών Καραμαζώφ”, την υπερβολή, το αλκοόλ, την τρέλα. Οι Γάλλοι δεν ακούν πια τη μουσική που φέρνει ο άνεμος. Εκεί, στο Σαράνσκ, όπου ζω, σταματώ πολλές φορές μόνο και μόνο για να ακούσω τις γυναίκες που τραγουδούν».

«Με τον Πούτιν μοιάζουμε», γράφει. «Οπως σ’ εμένα, έτσι και σε εκείνον κανείς δεν θα στοιχημάτιζε ούτε δεκάρα πάνω μας όταν ήμασταν 15. Θα μπορούσαμε να είχαμε γίνει εγκληματίες. Είχαμε όμως την τύχη με το μέρος μας. Νομίζω ότι εκείνο που του άρεσε σ’ εμένα ήταν η χούλιγκαν πλευρά μου, το γεγονός ότι με είχαν μαζέψει από το πεζοδρόμιο λιώμα στο μεθύσι. Μιλάμε συχνά. Κάποιος μεταφράζει στα Ρωσικά αυτά που θέλω να πω και τα στέλνω στο γραφείο του. Τα γράμματά μου τον διασκεδάζουν και μου απαντά».

Η στήριξη στον Σαρκοζί

Ο Ντεπαρντιέ κατηγορεί τον Ολάντ πως θα αφήσει τη χώρα σε άθλιο χάλι. «Η Γαλλία έχει γίνει ένα μικρό “πράγμα” για το οποίο κανείς δεν μιλάει πια», δήλωσε πριν από λίγες ημέρες στο γαλλικό περιοδικό Le Point. «Αν συνεχίσουμε έτσι, η Γαλλία θα γίνει μια καινούργια Disney World, θα γίνει η “France World”, οι άνθρωποι θα φορούν μπερέδες και θα περπατούν με μια μπαγκέτα στο χέρι και οι Κινέζοι τουρίστες θα αγγίζουν τα μουστάκια τους και τις χοντρές τους μύτες. Αναρωτιέμαι πού πήγε η Γαλλία της γαλλικής επανάστασης, εκείνη του Ντε Γκολ ή ακόμα του Πομπιντού… ενός τίμιου πολιτικού άντρα. Μετά ήρθε ο Ζισκάρ (Ντ’ Εστέν), από τότε άρχισα να αποστασιοποιούμαι από την πολιτική». Υποστηρικτής του Σαρκοζί, δεν θα μπορούσε να μην αναφερθεί στην επιστροφή του. «Εχει κάνει λάθη, που όμως διορθώνονται. Εχασε γιατί οι Γάλλοι αισθάνθηκαν απογοητευμένοι. Και εγώ ήμουν έξαλλος με τη συμπεριφορά του, τώρα έχει αλλάξει. Βρήκε γαλήνη με την Κάρλα. Αλλά η Γαλλία δεν χρειάζεται έναν πολιτικό για να διευθύνει το κράτος. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι ένας άριστος διαχειριστής που θα μας εκπροσωπεί στο εξωτερικό και ο Σαρκοζί έχει περάσει το τεστ με επιτυχία».

«Δεν φοβάμαι κανέναν»

«Ο Ζεράρ μάς εκπλήσσει κάθε φορά», «μια τέτοια ιστορία θα μπορούσε να είναι έργο του Ζολά», γράφει ο γαλλικός Τύπος. Ο Ιndependent δεν συμμερίζεται τον ίδιο ενθουσιασμό: «Είναι γνωστό πως ο Ντεπαρντιέ είναι το κακό παιδί του γαλλικού σινεμά. Η δημοσίευση όμως αυτής της αυτοβιογραφίας μετατρέπει τον εθνικό θησαυρό της Γαλλίας σε εθνική ντροπή».

Ο ηθοποιός, που βρίσκεται στις ΗΠΑ για τα γυρίσματα της ταινίας «La vallée de l’amour», όπου συμπρωταγωνιστεί με την Ιζαμπέλ Ιπέρ, δεν είναι έτοιμος να αφεθεί στα γηρατειά. «Είναι οδυνηρό να γερνάς, όμως δεν πρέπει να επιτρέψουμε στο χρόνο να μας σαπίσει την ψυχή. Πρέπει να πάμε εκεί όπου μπορούμε ακόμα να ονειρευόμαστε». «Σκέφτεστε πιο συχνά το θάνατο;» τον ρωτά ο δημοσιογράφος του Le Point. «Ολη την ώρα! Από τη στιγμή κιόλας που κάνω τέτοια ζωή. Η ζωή είναι όμως ωραία και κανείς δεν θέλει να σταματήσει να ζει. Αν πείτε σε κάποιον πως έχει μόνο τρεις εβδομάδες ζωής, θα του είναι δύσκολο να το αντέξει. Αν το πείτε σ’ εμένα, δεν θα το δεχτώ ποτέ. Αφού κατάφερα να επιβιώσω από τις βελόνες της μητέρας μου, ποιον μπορεί να φοβάμαι; Κανέναν και κυρίως όχι τον εαυτό μου. Εχω απόλυτη εμπιστοσύνη σ’ εμένα, στο πεπρωμένο μου. Εχω μάθει να επιβιώνω».

«Vive la France!

Εγώ την κάνω»

Το μυστικό τηλεφώνημα του Ντεπαρντιέ στον Ολάντ

Το 2012 ο Ντεπαρντιέ αγανακτισμένος δήλωνε ότι θα εγκαταλείψει τη Γαλλία λόγω της υψηλής φορολογίας. Στην πρόσφατη αποκλειστική συνέντευξή του στο Le Point αποκαλύπτει τα παραλειπόμενα εκείνης της περιόδου. «Εφυγα γιατί ένιωσα ότι θα με μαδήσουν. Είμαι 65, δεν θέλω να πληρώνω 87% φόρο. Θεωρώ ότι είναι φυσιολογικό να πληρώνουμε, αλλά όχι στους ηλίθιους που νομίζουν ότι μας κάνουν καλό. Κάποιοι μάλιστα θέλησαν μέχρι και να μου αφαιρέσουν τη γαλλική υπηκοότητα. Ακόμη και αν σκοτώσεις τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, παραμένεις Γάλλος». Εκείνος όμως που τον εξαγρίωσε περισσότερο ήταν ο Ζαν Μαρκ Ερό, ο πρώην πρωθυπουργός της Γαλλίας, που τον αποκάλεσε αξιοθρήνητο. «Μου φάνηκε τόσο βαρύ, που τηλεφώνησα στον Ολάντ». «Είσαι ικανοποιημένος με τον εαυτό σου;» τον ρώτησε αφήνοντάς τον άναυδο να προσπαθεί να αμυνθεί λέγοντας «δεν είμαι απόλυτα σύμφωνος με τον πρωθυπουργό μου»… «Του είπα είσαι εκεί κατά τύχη, στη θέση αυτή έπρεπε να ήταν ο Στρος-Καν, αν δεν τον είχαν πιάσει από τα αρχ…  Vive la France! Εγώ την κάνω…

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή