Προεόρτια επετειακών αναμνήσεων…

Προεόρτια επετειακών αναμνήσεων…

4' 14" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Οτιδήποτε φέρνει στον νου τη Σμύρνη, είτε είναι από τα χρόνια της προκοπής, της ακμής του εμπορίου, των γραμμάτων και των τεχνών, είτε αφορά τον τρόπο ζωής, τα έθιμα, τις παραδόσεις, είναι, παιδί μου, πολύτιμο. Αρκεί να είναι αληθινό, να μην παραποιεί την ιστορία, να μην της αφαιρεί, ούτε να τη “στολίζει” με γεγονότα, που δεν βασίζονται σε μαρτυρίες ανθρώπων που τα έζησαν». Τη δική του κατάθεση από την Καταστροφή της Σμύρνης το 1922 που την έζησε, αυτός και η σμυρναϊκή του οικογένεια, κατ’ εντολή, και παράκληση του εγγονού του, την έγραψε σε τρία βιβλία: «Πώς να σε ξεχάσω Σμύρνη αγαπημένη», η πρώτη έκδοση έγινε ανάρπαστη, 17.000 αντίτυπα, και ακολούθησαν άλλες. «Ενας αιώνας, δύο πατρίδες», το δεύτερο εξιστορεί την ιστορία της οικογένειάς του και τις δυσκολίες που συνάντησαν ώσπου να ορθοποδήσουν στην πατρίδα Ελλάδα, και τι πήραν απ’ αυτή και τι της έδωσαν, μπολιάζοντάς την με τις αρετές και τις συνήθειες, τις αποκτημένες στη μικρασιατική γη. Το τρίτο, «Η Σμύρνη των Σμυρνιών», έχει ονόματα, επαγγέλματα και διευθύνσεις των Σμυρναίων που στη Φωτιά του 1922, έχασαν ό,τι είχαν και έφυγαν πρόσφυγες, με τα ρούχα που φορούσαν. Οι άνδρες με το βαπτιστικό τους και το δίπλωμά τους στην τσέπη, για να δείξουν ποιοι ήταν, και οι γυναίκες με ένα εικόνισμα στον κόρφο, επειδή τα χέρια τους ήταν πιασμένα, κρατούσαν σφιχτά τα παιδιά τους. Η γιαγιά Αθανασία έριξε μία τελευταία ματιά το σπίτι τους, στην ενορία της Παναγιάς της Ντουβαριώτισσας, κοντά στο Τρίστρατο της Αγίας Φωτεινής, για να σιγουρευτεί ότι ήταν συγυρισμένο και ότι, όλα ήταν στη θέση τους, κλείδωσε την εξώθυρα και έβαλε το μεγάλο σιδερένιο κλειδί στην τσέπη της «Ποιος ξέρει» είπε…

«Η Σμύρνη δεν ήταν μία πόλη–φάντασμα, ήταν γεμάτη Ελληνες από άκρη σε άκρη, που μιλούσαν ελληνικά, έστελναν τα παιδιά τους σε σπουδαία ελληνικά σχολεία κι η Φωτιά ήταν η αιτία που δεν έγινε το Πανεπιστήμιο της Σμύρνης» έλεγε ο ΓΘΚ. Δεν είναι ένα επετειακό μνημείο, σελίδες ενός αναγνωστικού όπου οι επόμενες γενιές μέσα από τα πραγματικά γεγονότα βλέπουν συχνά την ιστορία με τα δικά τους μάτια! «Η Σμύρνη των Σμυρνιών» έχει εξαντληθεί από καιρό, και τα τρία βιβλία, βραβευμένα με Επαινο της Ακαδημίας Αθηνών, είναι έκδοση της «Ωκεανίδας». Αυτός, λοιπόν, ο Σμυρνιός, που αγάπησε και παντρεύτηκε Σμυρνιά έκαναν οικογένεια, παιδιά που τα μόρφωσαν και τα είχαν δίπλα τους, ώς το τέλος – πέθανε 100 ετών, διατηρώντας στα βαθιά γεράματά του μυαλό λαμπερό, και μνήμη εκπληκτική. Κι ας είχε χάσει, αυτός, ο εκτιμητής διαμαντιών την όρασή του, στα τελευταία χρόνια. Παρόλα αυτά έμεινε στο μαγαζί του ώς τα 92 του χρόνια, γιατί δεν ήθελε όπως έλεγε «να επιβαρύνει την πατρίδα με σύνταξη, ενώ αυτή με δέχθηκε και με βοήθησε να κάνω δική μου οικογένεια». Μόνος του καημός, ότι δεν πήγε ποτέ στρατιώτης. «Στον ένα παγκόσμιο ήμουν μικρός, στον δεύτερο ήμουν πια μεγάλος». Αυτός ο πατέρας μας ξύπνησε, τον αδελφό μου κι εμένα, το ηλιόλουστο πρωινό της 28ης Οκτωβρίου 1940 στο σπίτι μας, στο Παγκράτι. Μας ετοίμασε για δρόμο, ποιος ξέρει τι φοβόταν, τι μνήμες είχαν ξυπνήσει μέσα του. Ολη τη μέρα μείναμε έξω, το βράδι γυρίσαμε σπίτι μας. «Η πατρίδα μας έχει πόλεμο» μας είπε. «Αλλά οι Ελληνες, όλοι εμείς, θα την υπερασπιστούμε». Το ραδιόφωνο έπαιζε εμβατήρια κι έδινε το θριαμβευτικό κλίμα, τα τραγούδια των νέων που, ντυμένοι στο χακί, έμπαιναν σε τρένα κι έφευγαν να πολεμήσουν… Ολοι έχουν να ιστορήσουν κάτι από τη δική τους 28η Οκτωβρίου, όπου χάθηκαν τόσα παλικάρια πολεμώντας.

Σμύρνη «πόλις ελληνίς»…

Πολλοί θα πουν «μα αυτές είναι προσωπικές αναμνήσεις. Τι σημασία έχουν;». Από αυτές τις προσωπικές αναμνήσεις θυμόμαστε, οι επόμενες γενιές προσφύγων, τη Σμύρνη. Πάνω σ’ αυτές γράφονται έντιμα, ιστορικά θεμελιωμένα βιβλία, για τη γενέτειρα στις ελληνικές πόλεις και χωριά της Μικράς Ασίας. Για το Αϊδίνι, για το Αϊβαλί, για τη Σινασό Καππαδοκίας, για την Αττάλεια. Τώρα ήρθε ο καιρός να γραφτεί βιβλίο για το Λιβίσιο και τη Μάκρη, για να μη γίνει τουριστικό θέρετρο αλλά «να διατηρηθεί ως ιστορικός και πολιτιστικός προορισμός», όπως διατυπώθηκε στην ενημερωτική συζήτηση – διάλεξη της Ενώσεως Σμυρναίων. Αρκεί να μην αλλοιωθεί η αρχιτεκτονική δομή του πανέμορφου οικισμού, για τον οποίο μιλούν, και δακρύζουν, οι δεύτερης και τρίτης γενιάς πρόσφυγες που γέμισαν τη βιβλιοθήκη της Καρύτση. Είναι οι κάτοικοι της Νέας Μάκρης και του Νέου Λιβίσι, Αττικής. Δεν υπάρχουν «πόλεις φαντάσματα» όσο υπάρχουν η μνήμη και η ιστορική θεμελίωση. Γράφονται και μυθιστορήματα και σενάρια με φανταστικά πρόσωπα, κομμένα και ραμμένα για σίριαλ, αλλά αυτά είναι προς κατανάλωση, παροδικά. Γεγονός είναι ότι «η πατρίδα ζει όσο τη θυμόμαστε». Και όπως υπενθύμισε ο σοφός λόγιος, ακαδημαϊκός κ. Κώστας Ι. Δεσποτόπουλος στα «Γράμματα Αναγνωστών» στην «Κ» της Πέμπτης 22/10: «ως Σμυρναίος ενοχλούμαι από την έκφραση της “ελληνικής συνοικίας” (που κατέκαυσε η φωτιά του 1922). Η Σμύρνη ήταν “αρχαιόθεν” πόλις ελληνίς. Δεν ήταν μία μόνο ελληνική συνοικία, είχε πολλές συνοικίες με πληθυσμό καθαρά ελληνικό, ονομαζόμενες μάλιστα «ενορίες»… Ο Κώστας Ι. Δεσποτόπουλος που έφυγε μικρός από τη Σμύρνη, πολέμησε στον πόλεμο της Αλβανίας και γύρισε με τα πόδια στην Υποχώρηση, με τον βαθμό του έφεδρου λοχαγού, με το κεφάλι ψηλά, έχοντας πολεμήσει ως Ελλην και Σμυρναίος, για τη μία και μόνη πατρίδα. Και, είναι εδώ, μαζί μας, να μας φωτίζει, να μας διδάσκει…

ΤΗΛΕΦΟΣ

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή