Αποψη: Για έναν «ελληνικό τρόπο» ανάπτυξης

Αποψη: Για έναν «ελληνικό τρόπο» ανάπτυξης

3' 40" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τ​​έσσερα χρόνια μετά την υπαγωγή της ελληνικής οικονομίας στο Μνημόνιο, ο απολογισμός από μέρους διεθνών οργανισμών παραμένει αινιγματικός. Αφενός το ΔΝΤ εμμένει στην ανάγκη προχωρήματος των αναδιαρθρώσεων τόσο του φορολογικού συστήματος όσο και της οικονομίας στην ίδια τροχιά, ενώ αποχωρεί από την τρόικα. Αφετέρου ο ΟΟΣΑ επισημαίνει σε πρόσφατη έκθεσή του ότι η περαιτέρω μείωση των μισθών μάλλον επιβαρύνει παρά διευκολύνει την επανεκκίνηση της ανάπτυξης στην παρούσα φάση. Παραδόξως, ελάχιστη συζήτηση γίνεται για τον χώρο των επιχειρήσεων, οι οποίες φέρουν ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης και της ελπίδας για οικονομική ανάπτυξη στον σύγχρονο κόσμο. Πέρα όμως από τις μακροοικονομικές προβλέψεις και τις αναδιατυπώσεις των εκτιμήσεων, η συζήτηση για την ανάπτυξη θα όφειλε να λαμβάνει υπόψη της τις ιδιαιτερότητες της ίδιας της δομής της ελληνικής οικονομίας, καθώς και τους συγκεκριμένους τρόπους με τους οποίους αναπτύσσεται ιστορικά. Εκεί, μπορεί κανείς να ανιχνεύσει τόσο τις παθογένειες όσο και τις λύσεις για την οικονομία της χώρας. Ιστορικά, αντίθετα με τις περισσότερες δυτικές χώρες, ο ελληνικός καπιταλισμός αναπτύχθηκε τον 20ό αιώνα στη βάση μιας σειράς αποκεντρωμένων δομών. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα του κατασκευαστικού τομέα, όπου κυριάρχησαν τα τεχνικά γραφεία, ριζωμένα πολύ συχνά στο επίπεδο της γειτονιάς, περισσότερο από τις μεγάλες επιχειρήσεις. Παρά το γεγονός ότι αυτός ο τρόπος ανάπτυξης συναντά τα όριά του όταν απαιτείται συγκεντροποίηση γνώσης και πλουτοπαραγωγικών πηγών στις φάσεις της οικονομικής ανόδου, σε φάσεις ύφεσης διατηρεί μια ευελιξία που του επιτρέπει να εξερευνά εναλλακτικές, πάντα σε στενή σχέση με τις τοπικές κοινωνίες. Αντί όμως να βλέπουμε μια ανάπτυξη τέτοιου τύπου να ανοίγει ορίζοντες εξόδου από την κρίση, τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε την κατάρρευση σειράς από μικρές επιχειρήσεις. Αν η γενική ύφεση της οικονομίας ευθύνεται γι’ αυτή την κατάσταση, η αδυναμία καινοτομίας εμποδίζει τις επιχειρήσεις να βρουν μια διέξοδο.

Ταυτόχρονα όμως, η επικυριαρχία ενός οικονομικού μοντέλου της προηγούμενης περιόδου δεν διασφαλίζει όρους για την άνθηση νέων, καινοτόμων επιχειρήσεων. Σε πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα χαρακτηρίστηκε πρωτοπόρος χώρα στην έρευνα σε τομείς όπως ο αγροτικός και ο διατροφικός, η πληροφορική και η παραγωγή ηλεκτρικών μηχανών όπως γεννήτριες ή μετασχηματιστές. Ενα συγκριτικό πλεονέκτημα που θα όφειλε να μεταφράζεται σε καινοτομία και, ακόλουθα, σε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Τι είναι αυτό που εμποδίζει όμως μια τέτοια προοπτική; Κανείς οφείλει να κοιτάξει τη δομή της οικονομίας για να απαντήσει σ’ αυτό το ερώτημα.

Το πρώτο «παράδοξο» της ελληνικής οικονομίας είναι ότι οι επιχειρήσεις επενδύουν ελάχιστα στην έρευνα. Σίγουρα, η σχέση έρευνας – καινοτομίας δεν είναι γραμμική. Ωστόσο, η μία αποτελεί προϋπόθεση της άλλης. Ετσι είναι τα πανεπιστήμια και όχι οι επιχειρήσεις, που καθιστούν την Ελλάδα ανταγωνιστική στους προαναφερθέντες γνωστικούς τομείς. Χαρακτηριστικά, ο τομέας του τουρισμού, παρά την κεφαλαιώδη συνεισφορά του στην ελληνική οικονομία, στερείται οποιουδήποτε σοβαρού προγράμματος έρευνας. Αν η γνώση είναι μια προϋπόθεση για την καινοτομία, η ευρηματικότητα είναι μια δεύτερη. Ετσι, οι μικρές επιχειρήσεις αναδεικνύονται περισσότερο καινοτόμες –σύμφωνα με την ίδια έρευνα– από τις μεγάλες. Στο θεσμικό επίπεδο, η έμφαση των αναδιαρθρώσεων επικεντρώνεται στην ανάγκη «απλοποίησης των διαδικασιών», ξεχνώντας συχνά την παράμετρο της διαπλοκής/διαφθοράς, η οποία εμποδίζει την πρόσβαση νέων επιχειρήσεων σε δημόσια έργα αλλά και σε ευρύτερες αγορές. Την ίδια στιγμή, η μαζική φυγή νέων επιστημόνων στο εξωτερικό, με τη συνδυαζόμενη εξάρτηση από ξένες επιχειρήσεις όσον αφορά τις αναδυόμενες τεχνολογίες, υπονομεύει μακροπρόθεσμα τις δυνατότητες ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.

Στον αντίποδα αυτής της τάσης, υπάρχουν οι προϋποθέσεις για ένα νέο θεσμικό, κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο, που να βασίζεται στην καινοτομία και να οικοδομεί τους όρους ανάκαμψης. Για ένα σχέδιο που θα δημιουργεί συνέργειες μεταξύ πανεπιστημίων, τοπικών αρχών και κοινωνιών, μικρών και μεγάλων επιχειρήσεων. Σ’ έναν τέτοιο σχεδιασμό, οι μεγάλες επιχειρήσεις θα όφειλαν να είναι πρωτοπόρες: η από κοινού εξερεύνηση εναλλακτικών μοντέλων παραγωγής και κατανάλωσης με τους προαναφερθέντες παράγοντες, στον βαθμό που εντάσσεται σ’ έναν στρατηγικό σχεδιασμό για την κάθε επιχείρηση ξεχωριστά, μπορεί να εξασφαλίσει τις προϋποθέσεις για μια βιώσιμη ανάπτυξη με την τοποθέτησή τους στο κέντρο των βιομηχανικών μετασχηματισμών που λαμβάνουν χώρα παγκοσμίως σε μια σειρά από τομείς αιχμής.

Εν προκειμένω, δεν χρειάζεται κανείς να εναποθέτει όλες τις ελπίδες του στην κεντρική εξουσία. Μικρά ή μεγάλα παραδείγματα, όπως λ.χ. η πρόσφατη πρωτοβουλία του ΣΕΒ για την καινοτομία ή η επιλογή της Ελλάδας ως μέρους εγκατάστασης του τμήματος έρευνας και ανάπτυξης της Νokia, υποδηλώνουν τη δυνατότητα των ίδιων των παραγωγικών φορέων να αναλάβουν ενεργό ρόλο στην επεξεργασία και την υλοποίηση της βιώσιμης ανάπτυξης. Σε μια τέτοια κατεύθυνση, οι συνεργασίες ετερόκλητων και συχνά αποκομμένων παραγόντων οφείλουν να γίνουν κανόνας.

* Ο κ. Πάρης Χρυσός είναι καθηγητής Διοίκησης Καινοτομίας στο Ανώτατο Ινστιτούτο Εμπορίου Παρισίων.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή