Αγγελική Παπούλια: Εσωτερικές εκρήξεις

Αγγελική Παπούλια: Εσωτερικές εκρήξεις

8' 44" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δεν θέλησα να διαβάσω τίποτε για την Αγγελική Παπούλια πριν τη συναντήσω -συνεντεύξεις ή δηλώσεις της- φαντάζομαι, άλλωστε, πως δεν έχει μιλήσει εκτεταμένα στον Τύπο. Όχι από σνομπισμό, αλλά από μια σαφή ανάγκη να εκφράζεται αποκλειστικά μέσα από τις παραστάσεις της θεατρικής ομάδας Blitz, της οποίας είναι ενεργό μέλος, και φυσικά τις ταινίες.

Η εικόνα που έχω για κείνην είναι από το σινεμά. Τη γνώρισα και τη θαύμασα στον Κυνόδοντα και τις Άλπεις του Γιώργου Λάνθιμου (εν αναμονή του διεθνούς Lobster, που βρίσκεται στο στάδιο του μοντάζ), και τώρα στην Έκρηξη του Σύλλα Τζουμέρκα – πάντα ατρόμητη και αιφνιδιαστική, απόλυτα συντονισμένη με το συχνά υπερρεαλιστικό σύμπαν των σκηνοθετών της, ένα πολύτιμο εργαλείο στα χέρια ανθρώπων που έχουν κάτι να πουν, όχι μόνο για την ελληνική κοινωνία και τις ρωγμές της, αλλά για την ανθρώπινη ψυχή και τη συναρπαστική διαδρομή της προς την απόδραση, την ύστατη ανάσα.

Όσο δυναμική και έντονη παρουσιάζεται στο σινεμά, τόσο εύθραυστη είναι από κοντά, σαν σκληρά εργαζόμενη επισκέπτρια στην ίδια την πόλη της, που παρατηρεί ευγενικά, ζυγιάζει τα λόγια της, αλλά γελάει με την καρδιά της, εκτιμώντας ένα καλό αστείο σαν ευεργετικό και σπάνιο δώρο. Η χαρά της έρχεται λυτρωτική, να σπάσει τη σκληρή εικόνα της μοναχικής performer, που έχει συνηθίσει να παρατηρεί ακόμη και τον εαυτό της, σε μια προσπάθεια αέναης εξερεύνησης. Όταν, προς το τέλος της βραδιάς, σε μια γαλήνια στοά στις παρυφές του trendy κέντρου της Αθήνας, ομολόγησε την αγάπη της για τις δανέζικες ταινίες (το Κυνήγι και το Nymphomaniac, από τις πρόσφατες) και παραδέχτηκε πως το Βερολίνο, η Σκανδιναβία και το βορειοευρωπαϊκό ταμπεραμέντο τής ταιριάζουν, φοβήθηκε πως υποτιμά αυτό που γενικότερα λέμε Ελλαδάρα! Τη διαβεβαίωσα πως το πιο σημαντικό είναι να ξέρεις ποιος είσαι και τι θέλεις, σε πείσμα μιας ισοπεδωτικής και αγοραίας προχειρότητας. Γέλασε και πάλι, ανακουφισμένη…

«Δεν ξέρω ακόμη πώς θα βγει η παράσταση, το "Vanya: 10 Χρόνια Μετά", που έχει να κάνει με τους χαρακτήρες του έργου του Τσέχοφ 10 χρόνια μετά, αλλά και με την ομάδα Blitz, που κλείνει 10 χρόνια ζωής – και αυτό είναι μια πρόκληση. Έχουμε πάρει τα λόγια του Τσέχοφ, χωρίς να μας ενδιαφέρει τόσο η πλοκή. Θα χρησιμοποιήσουμε ωστόσο και λόγια από άλλα έργα και θα τα συνδυάσουμε. Βρισκόμαστε σε αναζήτηση, χωρίς να έχουμε κάνει κλασική διανομή ρόλων. Μας αρέσει αυτό. Δουλεύουμε περισσότερο πάνω στην απελπισία και τη γελοιότητα των προσώπων. Φροντίζουμε να κρατάμε ανοιχτούς τους χαρακτήρες, δεν τοποθετούμαστε σε συγκεκριμένη εποχή. Θα είναι άχρονος αυτός ο Vanya».

Έχεις συμμετάσχει ποτέ σε μια πιο «ακαδημαϊκή» παράσταση;

«Στο Σχολείο Γυναικών του Μολιέρου με τον Λευτέρη Βογιατζή. Ήταν η μοναδική φορά που πήρα μέρος σε μια παράσταση με αρχή, μέση και τέλος, με ένα ρόλο σαφώς δομημένο».

Σου αρέσει ο καλλιτεχνικός φόβος, αυτή η αβέβαιη ταλάντευση μπροστά στις δυσκολίες ενός έργου ή ενός ρόλου;

«Μου αρέσει πιο πολύ το ρίσκο, το ότι τα πράγματα δημιουργούνται και γίνονται, παρά είναι έτοιμα ως μια ιδέα που έχω εγώ στο κεφάλι μου και θέλω να την επιβάλω στους υπόλοιπους. Προτιμώ τον αυθορμητισμό».

Υποψιάζομαι πως δεν έχεις πλάνα, αυτό που λέμε καριέρα με προσχεδιασμένα βήματα. Αισθάνεσαι, ωστόσο, πως κάτι δημιουργείς με τα βήματα και τις επιλογές σου;

«Πω πω, δεν ξέρω! Για να απαντήσω, προϋπόθεση είναι πως θα δω τον εαυτό μου από έξω, και δεν μπορώ να το κάνω αυτό αυτή τη στιγμή. Το μόνο που γνωρίζω είναι ότι τα πράγματα που είναι αυτονόητα, έτοιμα ή και μακριά από εμένα, είναι αυτά που με ενδιαφέρουν περισσότερο. Αυτά που βλέπω, χωρίς να μπορώ να φανταστώ πώς θα μεταφραστούν πρακτικά, τα μη αναγνωρίσιμα… αυτά μου εξάπτουν περισσότερο την περιέργεια και τη φαντασία στο σινεμά και το θέατρο. Θέλω να έχω απορίες. Όλες μου οι δουλειές εμπεριέχουν το άγνωστο».

Αυτό ισχύει και από την πλευρά του θεατή που σε παρακολουθεί, ξέρεις. Για παράδειγμα, στην Έκρηξη του Σύλλα Τζουμέρκα, δεν ήμουν σίγουρος για την έκβαση της απελπισμένης περιπέτειας της ηρωίδας που υποδύεσαι. Θα μπορούσε να είχε συμβεί οτιδήποτε: να σκοτώσει, να σκοτωθεί, να αφεθεί ή να συμβιβαστεί, με κόστος φυσικά.

«Κι εγώ, όταν διάβασα το σενάριο του Σύλλα, δεν ήμουν σίγουρη πώς θα ερμηνεύσω το ρόλο, μου φάνηκε δύσκολος. Ένα στοιχείο που η Μαρία της ταινίας κι εγώ μοιραζόμαστε είναι πως βρίσκουμε ένα δρόμο προσωπικής διαφυγής μπροστά στις αδιέξοδες καταστάσεις».

Ανατρέχεις καθόλου στην παιδική σου ηλικία;

«Ναι, καταφεύγω σε μια περιοχή όπου υπήρχε αφέλεια και ανεμελιά, όταν δεν σε νοιάζει και πολύ τι θα γίνει. Παρόλο που φαίνεται ηλίθιο, μου αρέσει να μη σκεπάζονται τα πάντα από ένα μανδύα απόλυτης λογικής. Όσο μεγαλώνω, οι άμυνές μου πέφτουν, παρότι το αντίθετο θα έπρεπε να συμβαίνει. Είναι τόσο εύκολο να είσαι καχύποπτος και εκδικητικός, που μου φαίνεται βαρετό. Είναι πιο ευχάριστο να αφήνομαι».

Κι όμως, οι ιστορίες εκδίκησης είναι τόσο συναρπαστικές στο σινεμά…

«Καταπληκτικές! Αλλά στη ζωή δεν είναι ποτέ ίδιες».

Μίλησέ μου λίγο για τον Γιώργο Λάνθιμο. Περίμενες ποτέ αυτό που θα ακολουθούσε τον Κυνόδοντα;

«Να άλλο ένα παράδειγμα όσων έλεγα πριν. Όταν είπα αμέσως το ναι στον Γιώργο, γιατί μου άρεσε τόσο πολύ το σενάριο, δεν ήξερα πώς θα ήταν εντέλει η ταινία – ο βαθμός του αγνώστου και του «κινδύνου» στο όλο εγχείρημα ήταν μεγάλος».

Ο Κυνόδοντας ξεκίνησε από τις Κάννες και έφτασε στα Όσκαρ. Εσύ βρέθηκες στην απονομή εκείνη τη χρονιά. Φαντάστηκες πως θα ήσουν ενδεχομένως ικανή να δουλέψεις εκεί, να κάνεις τη μετάβαση από την ελληνική βιοτεχνία στην αμερικανική βιομηχανία;

«Δεν ξέρω, μου φαίνεται πολύ δύσκολο να δουλέψω εκεί, με αυτούς τους όρους, θα έπρεπε να καταβάλω πολύ μεγάλη προσπάθεια. Φαντάζομαι πως χρειάζεται να κάνεις τόσα πολλά που…»

Ταλέντο και πειθαρχία δεν χρειάζεται;

«Στο κομμάτι της δουλειάς, ναι. Στο γύρω-γύρω, στην προώθηση του εαυτού μου, θα έπρεπε να το κάνει κάποιος άλλος για μένα. Φυσικά και θα μου άρεσε να δουλέψω με φοβερούς σκηνοθέτες, αλλά να κάνω γνωριμίες και να αυτοδιαφημιστώ, δεν νομίζω. Άλλοι έχουν αυτό το ταλέντο. Απαιτεί μια εξωστρέφεια που δεν διαθέτω».

Πώς ήταν η εμπειρία του Lobster, που γυρίσατε με τον Λάνθιμο; Μιλάς αγγλικά;

«Ναι, μιλάω στα αγγλικά και μου ήταν δύσκολο να παίζω στα αγγλικά. Δεν είναι σαν να μιλάμε εμείς οι δύο. Θέλει μια εξάσκηση που δεν είχα πριν. Δεν είχα τέτοιο μάθημα στη σχολή (γελάει), όπου δεν υπάρχει καν μάθημα υποκριτικής για το σινεμά, δηλαδή να εκπαιδεύεσαι να παίζεις μπροστά σε μια κάμερα! Στο Lobster παίζω ένα σκληρό πρόσωπο, χωρίς πολύ συναίσθημα».

Ακούγεται πιο εύκολο να παίζεις σε μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική σου ένα άτομο χωρίς συναίσθημα.

«Αναλόγως. Θα πρέπει να αφαιρέσεις ή να προσθέσεις ούτως ή άλλως, ακόμη και σε άλλη γλώσσα, για να βρεις αυτόν που υποδύεσαι. Σε μπέρδεψα;»

Πώς ήταν ο Λάνθιμος στο αγγλόφωνό του ντεμπούτο, μπροστά σε ηθοποιούς με τους οποίους δεν έχει ξανασυνεργαστεί;

«Πιο ευγενικός (γελάει). Μ’ εμένα έχει συνεργαστεί πολλές φορές, οπότε έχουμε άλλου είδους οικειότητα. Για το Lobster δεν έκανα καθόλου πρόβα. Στον Κυνόδοντα πάλι κάναμε επί ένα μήνα κυρίως αυτοσχεδιασμούς μεταξύ των τριών αδελφών, για να δοκιμάσουμε τα παιχνίδια που έπαιζαν στο σπίτι. Αντιθέτως, στις Άλπεις δεν προβάραμε, γιατί έπαιζαν πολλοί ερασιτέχνες ηθοποιοί και δεν έπρεπε να υπάρχει διαφορά».

Εκτός από το να δουλεύεις, που δουλεύεις πολύ, τι σου αρέσει να κάνεις στην πόλη σου;

«Τον τελευταίο καιρό, έλειπα πολύ. Κι επειδή ταξιδεύαμε πολύ με τη θεατρική μας ομάδα, έρχομαι και φεύγω συνέχεια. Αυτήν την περίοδο, είναι η πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια που θα μείνω στην Αθήνα για ένα πεντάμηνο συνεχώς, και μου φαίνεται περίεργο. Μου αρέσει να περπατάω. Συνήθως από τα Εξάρχεια ως τον περιφερειακό του Φιλοπάππου, όπου μένω. Προσπαθώ να καταλάβω πώς είναι η πόλη. Και οι άνθρωποί της. Να βλέπω…»

Και τι βλέπεις;

«Ανάλογα με τη μέρα. Άλλες είναι ωραίες, και άλλες μπλιάχ (μεγάλη παύση). Κοίταξε, βασικά βλέπω ανθρώπους αποπροσανατολισμένους. Τελείως χαμένους. Αδέσποτους. Σαν να μη βρίσκουν καμία διέξοδο. Σε εκκρεμότητα. Που προσπαθούν να βρουν μια άκρη. Σε ένα μέρος εγκαταλελειμμένο. Και τελικά αναρωτιέμαι αν είμαι κι εγώ κάπως έτσι, σαν κι αυτούς, και απλώς δεν το καταλαβαίνω. Επειδή έχω πάρει απόσταση τα τελευταία χρόνια, το παρατηρώ πιο έντονα στον εαυτό μου».

Έχεις κάποια εικόνα ευτυχίας στο μυαλό σου;

(γελάει) «Εικόνα; Ιδανική; Ναι, την εικόνα ενός σπιτιού όπου έμενα για ένα διάστημα. Στο Βερολίνο. Όχι για πολύ καιρό».

Κρίμα, η ευτυχία κράτησε λίγο.

«Ναι. Έχω ζήσει κι έχω δουλέψει στο Βερολίνο, στο θέατρο Schaubuhne. Έχουμε κάνει δύο παραστάσεις εκεί. Μου πάει πολύ αυτή η πόλη. Έχω ζήσει και στη Νέα Υόρκη, αν μιλάμε για μεγάλες μητροπόλεις. Αλλά με αγχώνει, δεν συμφωνεί με τη νευρικότητά μου. Συνεπώς, χρειάζομαι μια πόλη που να με αγκαλιάζει λίγο».

Μέσα από τη δουλειά σου, θέλεις να πεις ή να καταθέσεις κάτι;

«Δεν μπορώ να το βάλω σε μια πρόταση, αλλά με τη δουλειά μου θέλω να προσπαθώ. Είναι ουσιαστικό για μένα να αφήνω και να δίνω τον εαυτό μου σε κάτι που δεν έχει ασφάλεια».

Χρειάζεται να συμπαθείς τις γυναίκες που υποδύεσαι;

«Όχι απαραίτητα. Είναι μακριά από αυτό που είμαι. Η έλλειψη οικειότητας με αυτές δείχνει πως δεν επιδιώκω τη δική μου συμπάθεια προς αυτές».

Εσύ θέλεις να είσαι συμπαθής, να έχεις αποδοχή;

«Δεν είναι πρωταρχικό μου μέλημα να γίνομαι συμπαθής. Δεν θα το έλεγα. Είμαι δεκτική όμως, χωρίς να απλώνω αναγκαστικά το χέρι μου προς τους άλλους».

Στη δεκαετία του ’60 και λίγο αργότερα, πολλές θεατρικές ομάδες εκμηδένισαν το υπερφίαλο εγώ του ηθοποιού και ενθάρρυναν τις κολεκτίβες, με επαναστατικές διαθέσεις. Δες την πορεία της Glenda Jackson με τον Peter Brook.

«Είναι υπέροχο αυτό. Προτιμώ το αποτέλεσμα να προκύπτει από τη συνεργασία. Η στάση του “αποφασίζουμε και διατάσσουμε” του ενός, του ηγέτη, νομίζω πως ανήκει σε μια άλλη εποχή και σε μια προηγούμενη γενιά. Όχι πως και τώρα δεν συμβαίνει, τώρα που το σκέφτομαι, αλλά εμένα δεν μου πάει. Μου αρέσει ο ένας να βοηθάει τον άλλο και να προάγει τη σκέψη του συναδέλφου του. Να οδηγεί τον άλλο σε μια συνθήκη και ένα συμπέρασμα πιο ενδιαφέροντα. Σαν έναν κινούμενο οργανισμό, μια σύμπραξη. Το κάνουμε 10 χρόνια και κάποια στιγμή καταφέρνει και λειτουργεί αυτό το σύστημα, έχοντας περάσει από διάφορα στάδια. Όπως συμβαίνει και στις σχέσεις».

Έχετε καλύτερη ανταπόκριση στις παραστάσεις που δίνετε στο εξωτερικό;

«Ναι, πολύ, και φαίνεται από τις αντιδράσεις και από τις κουβέντες μετά την παράσταση, αν και στην Ελλάδα η ανταπόκριση είναι θερμή και πολύ θετική. Το Φεστιβάλ Αθηνών έχει κάνει πολύ καλό στο θέατρο, έχει εκπαιδεύσει το κοινό σε διαφορετικές παραστάσεις. Τα πράγματα έχουν αλλάξει προς το καλύτερο την τελευταία δεκαετία».

Πώς εξηγείς την περιορισμένη εμπορική απήχηση των ελληνικών καλλιτεχνικών ταινιών;

«Δεν ξέρω. Ίσως να είναι νωρίς ακόμη».

 

Η ταινία 'Η Έκρηξη' κυκλοφορεί στις ελληνικές αίθουσες τις 27/11/2014. Η παράσταση 'Vanya: 10 Χρόνια Μετά' κάνει πρεμιέρα στις 27/11/2014 στο Θέατρο Τέχνης – Σκηνή Φρυνίχου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή