Το making of της «Φόνισσας»

3' 32" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Γιώργος Κουμεντάκης κάθεται στις πρώτες σειρές της αίθουσας «Αλεξάνδρα Τριάντη» του Μεγάρου Μουσικής και με τα γυαλιά μυωπίας στο μέτωπό του τσεκάρει το κινητό. Στα γόνατα, μέσα σε μια μπλε πλαστική σακούλα, σαν αυτές της λαϊκής αγοράς, υπάρχουν, μαζί με ένα θεσσαλονικιώτικο κουλούρι, δύο αντίτυπα του λιμπρέτου της «Φόνισσας». Πρόκειται για την πολυαναμενόμενη όπερά του, που ανεβαίνει στις 19 Νοεμβρίου στο Μέγαρο Μουσικής, σε μουσική διεύθυνση Βασίλη Χριστόπουλου. Ο συνθέτης ήθελε παλαιόθεν να μεταφέρει στο λυρικό θέατρο το ομώνυμο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, όμως η ευκαιρία τού δόθηκε πριν από τρία χρόνια, όταν ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, Μύρων Μιχαηλίδης, έδωσε το πράσινο φως για την παραγωγή. «Το έργο αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας πορείας δέκα χρόνων. Χτίστηκε πάνω σε 20 παλαιότερες συνθέσεις μου, που έκανα από τους Ολυμπιακούς Αγώνες και έπειτα», λέει ο Κουμεντάκης. «Η Φόνισσα στέκεται ισάξια δίπλα στις μεγάλες τραγικές ηρωίδες της όπερας. Δεν ξέρω αν υπάρχουν άλλα ελληνικά λογοτεχνικά κείμενα που να διαθέτουν μια τέτοια προσωπικότητα. Και η ποιητική γλώσσα του Παπαδιαμάντη προσφέρεται για μελοποίηση, τουλάχιστον με τον τρόπο που σκέφτομαι εγώ τη μουσική».

Σε λίγο ξεκινάει η πρώτη πρόβα επί σκηνής. Οι τεχνικοί στήνουν το σκηνικό, η υπεύθυνη σκηνογραφίας επιβλέπει, ο φωτιστής δοκιμάζει τα φώτα, ο σκηνοθέτης πηγαινοέρχεται, η βοηθός του -που διαθέτει το παρατσούκλι της «θηριοδαμάστριας»- δίνει εντολές επί παντός επιστητού («απαγορεύεται να πατάτε στα σκηνικά», μου φωνάζει), η οδηγός σκηνής μαρκάρει στην κάτοψη τις θέσεις των ερμηνευτών, μια καθαρίστρια σκουπίζει ακόμα το ξύλινο δάπεδο. «Περάστε έξω. Ξεκινάει η περιστροφική!» φωνάζει ένας τεχνικός. Η αίθουσα «Α. Τριάντη» είναι από τα λιγοστά θέατρα της Ελλάδας που διαθέτουν περιστρεφόμενη σκηνή. Παλιότερα τη χρησιμοποιούσαν κυρίως για γρήγορες αλλαγές εσωτερικού χώρου, σ’ αυτή την παράσταση όμως εξασφαλίζεται η συνεχόμενη ροή στη διαδοχή εικόνων. «Πρέπει να λειτούργησε μόνο μία φορά πριν από 16 χρόνια, όταν εγκαινιάστηκε η αίθουσα. Μου αρέσουν αυτά τα λίγο “σκονισμένα” κόλπα του θεάτρου», σημειώνει ο 41χρονος σκηνογράφος και καλλιτέχνης Πέτρος Τουλούδης, ο οποίος έχει επιμεληθεί και άλλες παραστάσεις του συνθέτη.

Δύο ημέρες πριν, στο εργαστήρι της Λυρικής, μας παρουσίαζε τη μακέτα του σκηνικού: Στο κέντρο της υπάρχει ένα ξύλινο σπιτάκι που περιβάλλεται από βράχια και θάμνους, ενώ στο πίσω μέρος ορθώνονται εξέδρες στερεωμένες πάνω σε πασσάλους, όπως οι πελάδες στις λιμνοθάλασσες του Μεσολογγίου. Το σκηνικό της «Φόνισσας» παραπέμπει σε κάτι προϊστορικό, μοιάζει σαν μια μοντέρνα εκδοχή του χωριού των Flintstones. «Σε αντίθεση με τις κλασικές όπερες, ήθελα να δημιουργήσω ένα ανοιχτό τοπίο, όπου κυριαρχεί το ξύλο, δίνοντας την αίσθηση του εφήμερου. Επίσης ήθελα να προκαλέσω στον θεατή το συναίσθημα ότι βρίσκεται κοντά σε νερό. Αυτό αισθανόμουν διαβάζοντας το βιβλίο και ακούγοντας τη μουσική του Κουμεντάκη», λέει ο σκηνογράφος.

Το «making of» μιας όπερας είναι υπόθεση μαγική. Σαν ένα παζλ, όπου όλα τα κομμάτια μπαίνουν ένα-ένα και λίγο μπερδεμένα χρονικά, μέχρι να σχηματιστεί η τελική εικόνα. «Η όπερα δεν φτιάχνεται με τους όρους του θεάτρου. Γίνεται κομματιαστά και το τελικό μοντάζ συμβαίνει επί σκηνής. Υπάρχει όμως λεπτομερής προετοιμασία από πριν», πληροφορεί ο 39χρονος σκηνοθέτης Αλέξανδρος Ευκλείδης. Στο τραπέζι του υπάρχει το βιβλίο του Παπαδιαμάντη (εκδ. Εστία). Μέσα υπάρχουν υπογραμμισμένες διάφορες φράσεις. Διαβάζω μία: «Αχ! Κάθε αμαρτία έχει τη γλύκα της». Το αριστούργημα του Σκιαθίτη συγγραφέα (γραμμένο το 1903) περιγράφει την ιστορία της Χαδούλας (ή Φραγκογιαννούς), μιας ηλικιωμένης χήρας που διαπράττει μια σειρά από φόνους μικρών κοριτσιών. Ο λιμπρετίστας Γιάννης Σβώλος χρησιμοποίησε σχεδόν αυτούσιο το λογοτεχνικό κείμενο. «Δεν πρόκειται όμως για μια ρεαλιστική αποτύπωση της ιστορίας της Φραγκογιαννούς, αλλά για ένα μουσικό ψυχογράφημα. Εστιάζουμε στον σύνθετο ψυχικό της κόσμο -στους φόβους, τους εφιάλτες της- με τρόπο που να θυμίζει θρίλερ», τονίζει ο σκηνοθέτης.

Στην παράσταση παίζουν συνολικά 123 άτομα. Πέρα από τους μονωδούς, η σύνθεση προβλέπει τέσσερα χορωδιακά σύνολα (ανδρικό, γυναικείο, παιδικό και μία ακόμη γυναικεία χορωδία, με τέσσερις μοιρολογίστρες, που ερμηνεύει χορωδιακά βασισμένα στα πολυφωνικά τραγούδια της Ηπείρου). Επί σκηνής θα βρίσκονται επίσης τρεις οργανοπαίκτες (μπαγιάν, σαξόφωνο, κρουστά), που όταν δεν παίζει η ορχήστρα θα συμπυκνώνουν τη σύνθεση.

Για τη Λυρική η «Φόνισσα» είναι ένα πολύ μεγάλο στοίχημα. «Σπανίως ανεβάζουμε εγχώρια λυρικά έργα, παραγγέλνουμε δηλαδή από Ελληνες δημιουργούς τη σύνθεση μιας όπερας», λέει ο υπεύθυνος επικοινωνίας Βασίλης Λούρας. «Επίσης, είναι μια πρόκληση να περάσουμε το σκόπελο της σύγχρονης μουσικής, που θεωρείται από πολλούς κάτι δυσνόητο».

info

19, 21, 23, 26/11,

«Η φόνισσα» του Γ. Κουμεντάκη, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 12 – 65 €.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή